Ένας νόμος που ισχύει χωρίς καμία αλλαγή από το μακρινό 1983. Το 93% των υποθέσεων που κρίνονται από τα δικαστήρια υπέρ του ενός γονέα – της μητέρας. Και 4.743 κλήσεις στην αστυνομία μόνο το 2019 και μόνο στην Αττική για παραβίαση δικαστικής απόφασης επικοινωνίας του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια.
Σε αυτήν τον τελευταίο όρο, την επιμέλεια, εντοπίζεται και η ουσία ενός συστήματος το οποίο αναγνωρίζεται σχεδόν απ’ όλους ως αναχρονιστικό. Οι νομοθέτες του 1983 επιχείρησαν να απαντήσουν τότε σε ένα ερώτημα: Ποιος από τους δυο γονείς θα αναλάβει την επιμέλεια του παιδιού τους εάν συμβεί να χωρίσουν; Με ποιον θα ζήσει το παιδί και ποιος θα παίρνει τις αποφάσεις για την ανατροφή του; Η απάντηση που έδωσαν τότε ήταν «ο καταλληλότερος». Και αυτός που όριζε τον «καταλληλότερο» ήταν ο δικαστής.
«Η σύγκριση φέρνει σύγκρουση»
«Έτσι βλέπαμε πολύ συχνά γονείς να υβρίζονται στα δικαστήρια και να εργαλειοποιείται το παιδί στη μεταξύ τους διαμάχη ή και να καλείται στο δικαστήριο για να πει με ποιον γονέα ήθελε να ζήσει». λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Δημήτρης Καλαποθαράκος, στέλεχος του ΓΟΝ.ΙΣ, ενός φορέα κοινωνικής φροντίδας για την γονεϊκή ισότητα για το παιδί. «Η σύγκριση φέρνει σύγκρουση. Αντιλαμβάνεστε το τραύμα. Και αντιλαμβάνεστε και τι γινόταν στη συνέχεια. Καθώς στο 93% των περιπτώσεων, το δικαστήριο αποφάσιζε υπέρ της μητέρας, φτάσαμε στο σημείο ένα παιδί να μην γνωρίζει τον πατέρα του και ένας πατέρας να μην ξέρει πώς μεγαλώνει το παιδί του» σημειώνει. «Ο νόμος εκείνος αναγνώρισε την ισότητα των φύλων αλλά όχι και την ισότητα των γονέων» συμπληρώνει.
Ο Γιάννης Κ., 48 χρόνων σήμερα, έζησε ένα τέτοιο επώδυνο διαζύγιο. «Όταν παντρεύεσαι κανένας δεν σου λέει πως θα χωρίσεις» λέει με μια πικρή διάθεση. «Σε εμάς συνέβη από τον πρώτο χρόνο. Στο μεταξύ είχαμε ένα παιδί. Έγινε αντικείμενο διαμάχης. Μας πήρε πολλά χρόνια για να καταλάβουμε πως ό,τι κάναμε ήταν εις βάρος του. Σήμερα είναι 15 χρόνων και βλέπουμε στη συμπεριφορά του όλα μας τα λάθη. Ευτυχώς έχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο συνεννόησης, αποφασίζουμε πλέον μαζί με τη μητέρα του και εγώ είμαι περισσότερο παρών στη ζωή του. Δυστυχώς όμως ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω».
Παράγοντας υψηλού κινδύνου
Είναι ένα πρόβλημα στο οποίο εστίασε η Ελληνική Ψυχολογική Εταιρία συντάσσοντας ένα κείμενο σχετικά με αυτό που οργανώσεις σαν την ΓΟΝ.ΙΣ. λένε πως είναι η μοναδική λύση: η κοινή επιμέλεια του παιδιού – ή συνεπιμέλεια, όπως είναι ο όρος που έχει επικρατήσει στην καθομιλουμένη. Οι ειδικοί της ΕΨΕ σημειώνουν πως «η σύγχρονη έρευνα συνολικά αναδεικνύει τον χωρισμό των γονέων ως παράγοντα υψηλού κινδύνου για την ψυχική υγεία των παιδιών, ειδικά όταν προηγείται ή έπεται μια συγκρουσιακή σχέση». Επισημαίνουν ακόμη πως στη χώρα μας, όπως και στην Κύπρο, η ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας των παιδιών στον έναν γονέα συνήθως ταυτίζεται με την ανάθεσή του στην μητέρα, ιδιαίτερα αν το παιδί είναι μικρότερο των 12 ετών.
Ωστόσο, «δεν υπάρχουν επιστημονικές έρευνες που να αποδεικνύουν ότι το παιδί θα λάβει την καλύτερη δυνατή ανατροφή αν μεγαλώνει μόνον με την μητέρα του». Αντίθετα, «η διατήρηση και ενίσχυση της σχέσης και με τους δυο γονείς θεωρείται βασικό κριτήριο για μια ισορροπημένη ανάπτυξη και αναφαίρετο δικαίωμα των παιδιών, με βάση τις αποφάσεις τoυ Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τα ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του Παιδιού».
Ο χαμένος της υπόθεσης και τα χαμένα εργαλεία
Είναι αυτό που αποφάσισαν να κάνουν η Γεωργία Α. και ο σύζυγός της όταν διαλύθηκε ο γάμος τους. «Δεν ήταν εύκολο το διαζύγιό μας, κανένα διαζύγιο εξάλλου δεν είναι εύκολο. Δεν θέλαμε όμως σε καμία περίπτωση να στερηθούν τα παιδιά μας την παρουσία του ενός ή του άλλου. Με τη βοήθεια των δικηγόρων μας καταλήξαμε σε μια συμφωνία για τον τρόπο επικοινωνίας, ενώ αποφάσεις που τα αφορούν λαμβάνονται από κοινού κι έπειτα από συζήτηση. Κανένας δεν εξαιρείται από αυτή τη διαδικασία, ούτε τα ίδια. Αυτός ήταν ο νέος μας οικογενειακός προγραμματισμός» αναφέρει.
Στα δέκα χρόνια της λειτουργίας του, η ΓΟΝ.ΙΣ. έχει βοηθήσει περίπου 500 ζευγάρια να συντάξουν τον δικό τους «νέο οικογενειακό προγραμματισμό» μετά το διαζύγιο. «Ο αριθμός φαίνεται μεγάλος αλλά δεν είναι» σχολιάζει ο Δημήτρης Καλαποθαράκος. «Στην Ελλάδα διαλύονται κάθε χρόνο 15.000 γάμοι. Δεν καταλήγουν ασφαλώς όλοι στα δικαστήρια. Αλλά πολλοί από αυτούς τους γονείς πορεύονται χωρίς καμία βοήθεια. Και ο χαμένος της υπόθεσης στο τέλος είναι το ίδιο το παιδί».
Σύμφωνα με τον κ. Καλαποθαράκο, ούτε οι δικαστές έχουν τη βοήθεια που θα έπρεπε να έχουν για να λάβουν τις αποφάσεις τους. «Η δική μας πρόταση είναι να καταλήγουν στην απόφασή τους με βάση εκθέσεις που θα συντάσσουν οι ειδικοί, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί κλπ. Δυστυχώς δεν έχουν στη διάθεσή τους ένα τέτοιο εργαλείο. Κι αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων καταλήγουν να δώσουν την επιμέλεια του παιδιού στη μητέρα» συμπληρώνει.
Οι αριθμοί – ρεκόρ
Ο δικαστής αποφάσιζε σε αυτές τις περιπτώσεις και για την επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα που δεν είχε την επιμέλεια. Όπως όμως δείχνουν τα στοιχεία, η σύγκρουση συνεχιζόταν και εκτός δικαστηρίων. Το «100» δέχτηκε 2.400 κλήσεις το 2013 για άρνηση εκτέλεσης της απόφασης από την πλευρά του ενός γονέα και από τότε ο αριθμός αυτός βαίνει συνεχώς αυξανόμενος έως το 2019 όπου οι κλήσεις έφτασαν τις 4.743. Τα στοιχεία λένε ακόμη πως το πρώτο πεντάμηνο του 2020, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η α’ περίοδος της καραντίνας, οι κλήσεις ήταν 2.420.
Τα στοιχεία αυτά αφορούν την Αττική και μόνο. Και καθώς για την υπόλοιπη Ελλάδα δεν υπάρχουν καταγραφές, θεωρείται βέβαιο πως ο αριθμός αυτός είναι συνολικά στη χώρα μας πολύ μεγαλύτερος. Η κοινή επιμέλεια φαίνεται επομένως να είναι η θεραπεία του προβλήματος, όπως εξάλλου προκύπτει και από σχετικές έρευνες. Σύμφωνα με την Ελληνική Ψυχολογική Εταιρία, πρόσφατη έρευνα στις ηλικίες 3-5 ετών έχει δείξει πως η συνεπιμέλεια, οριζόμενη ως περίπου ίσο χρόνο με τον κάθε γονέα, δεν σχετίζεται με περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα/ συμπτώματα στα παιδιά πρώιμης ηλικίας. «Αντίθετα, στην προσχολική ηλικία, η αποκλειστική επιμέλεια από έναν γονέα, ανεδείχθη σε στατιστικά σημαντικό παράγοντα που προβλέπει συναισθηματικά και συμπεριφορικά πρoβλήματα, σε σύγκριση με τη συνεπιμέλεια» αναφέρει στην έκθεσή της η ΕΨΕ.
Τι λένε οι έρευνες
Τι θα σήμαινε όμως αυτό στην πράξη; «Μία λύση είναι να μένουν οι διαζευγμένοι γονείς κοντά έτσι ώστε να διατηρούν την επαφή τους με τα παιδιά τους. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό, τότε είναι προτιμότερο να μένει το παιδί πότε με τον έναν γονέα και πότε με τον άλλον ώστε να μην χάνεται η επαφή που είναι τόσο απαραίτητη για την υγιή τους ανάπτυξη» λέει ο Δημήτρης Καλαποθαράκος. «Η αποκοπή από την πατρική φιγούρα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ενέχει κινδύνους για μη ολοκληρωμένη ανάπτυξη, εφόσον μειώνονται στο ελάχιστο οι αλληλεπιδράσεις με τον γονέα του άλλου φύλου» αναφέρει από την πλευρά της η ΕΨΕ στην έκθεσή της.
Έρευνα στο εξωτερικό σε φοιτητές διαζευγμένων γονέων έχουν δείξει, ότι οι νέοι, σε ποσοστό 48%, θα προτιμούσαν να είχαν περάσει ίσο χρόνο, και με τους δύο γονείς. Άλλη έρευνα λέει πως τα κορίτσια που έχουν μειωμένη και ανεπαρκή σχέση με τον πατέρα τους μετά το διαζύγιο εμφανίζουν ως έφηβες μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν πρόωρες σεξουαλικές σχέσεις, υψηλά ποσοστά ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και μωρά εκτός γάμου. Επιπλέον εμφανίζουν συχνότερα χαμηλές επιδόσεις στο σχολείο, εγκαταλείπουν τη φοίτηση στο γυμνάσιο, δεν συνεχίζουν τις σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, παρουσιάζουν αντικοινωνική και παραβατική συμπεριφορά, έχουν μειωμένη αυτό-εικόνα και κάνουν κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλ, ακόμη και αν δεν ζουν σε φτωχές κοινότητες. Τέλος, έχουν περισσότερα συναισθηματικά και ψυχολογικά προβλήματα και είναι πολύ πιθανό να εμφανίσουν κατάθλιψη, συγκριτικά με τα κορίτσια που έχουν στενές και συνεχείς σχέσεις με τους πατέρες τους μετά το διαζύγιο.
Το κλειδί
Τι μένει λοιπόν; «Ο εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου» απαντά ο κ. Καλαποθαράκος. Και σε αυτόν τον εκσυγχρονισμό, το ένα κλειδί είναι ο ίσος χρόνος του παιδιού με κάθε γονέα τόσο στις διακοπές όσο και στην καθημερινότητά του. Το άλλο είναι η θέσπιση του θεσμού της συμβουλευτικής διαμεσολάβησης. «Η Πολιτεία έχει αντιληφθεί πλέον το πρόβλημα. Αλλά δεν πρέπει να χαθεί άλλος χρόνος» είναι η έκκληση που απευθύνει ο ίδιος.