Μπαρμπα-Γιάννης κανατάς: Ενας αινιγματικός χαρακτήρας της Αθήνας

Μπαρμπα-Γιάννης κανατάς: Ενας αινιγματικός χαρακτήρας της Αθήνας

Η πρώτη καταγεγραμμένη εμφάνισή του έγινε ένα καλοκαιριάτικο πρωινό του 1860 στα στενά της Πλάκας. Καταγράφηκε επειδή αυτός ο ρακένδυτος άνδρας που τώρα έσερνε το γαϊδουράκι του φορτωμένο αιγινήτικα κανάτια ήταν ο ίδιος μ’ εκείνον τον άλλον, τον αριστοκράτη, που την προηγούμενη Κυριακή έπινε τον καφέ του στην Ωραία Ελλάδα της οδού Αιόλου. Κάποιος τον πρόσεξε και το κυκλοφόρησε το νέο -τι ήταν άλλωστε η Αθήνα εκείνη την εποχή… «Μια χούφτα νοματαίοι» που θα ‘λεγε μετά κι ο χιουμορίστας Σουρής. Δεν ήθελε πολύ να μαθευτεί πως ο βρώμικος, ο κουρελής κανατάς, που όργωνε με το γαϊδούρι του τα ριζά της Ακρόπολης φωνάζοντας «αιγινήτικα κανάτια έχω», μεταμορφωνόταν για μία φορά την εβδομάδα σε… λόρδο με ρεντικότα, παντελόνι με προσεγμένη τσάκιση, λαστιχένια στιβαλέτα του συρμού και μπαστούνι με ασημένια λαβή. Περιδιάβαζε τότε καμαρωτός το κέντρο της Αθήνας, εκκλησιαζόταν στην Καπνικαρέα κι έπειτα περπατούσε ίσαμε τον καφενέ «Ωραία Ελλάς» στη γωνία Αιόλου και Ερμού, όπου σύχναζαν και ζυμώνονταν περί τα πολιτικά οι καθωσπρέπει της εποχής.

Για όλους ο άνδρας αυτός ήταν ένα μυστήριο. Αγνοούσαν από πού είχε «προσγειωθεί» στην Αθήνα, πώς λεγόταν ή πού κατοικούσε. Υπέθεταν πως προφανώς σε κάποιο από τα χαμόσπιτα της Πλάκας θα στεγάζονταν αυτός και το ζωντανό του για να βρίσκονται σε απόσταση… βολής από την πελατεία τους στο κέντρο της Αθήνας. Ίσως πάλι να κατοικούσε κοντά στα Πιθαράδικα (περιοχή της Αθήνας, όπου ήταν συγκεντρωμένα κεραμοποιεία – τα σημερινά Εξάρχεια) για να προμηθεύεται από εκεί το εμπόρευμά του και να ροβολάει ίσαμε την καρδιά της πόλης.

Το σίγουρο είναι πως ο πλανόδιος κανατάς ήταν αγαπητός και είχε κερδίσει την προσοχή των γυναικών. Επρόκειτο για άνδρα ευθυτενή, ευειδή, με όμορφα γαλανά μάτια και περιποιημένο μουστάκι. Τα «ρούχα της δουλειάς» δεν αρκούσαν να κρύψουν την ομορφιά του και οι ουκ ολίγες ψυχοκόρες και κυράδες που έσπευδαν να προμηθευτούν ένα κανάτι από την πραμάτεια του, ουδόλως ενδιαφέρονταν για το πόθεν κρατούσε η σκούφια του… Πολλές ερωτοχτυπήθηκαν μαζί του -θα βρεθούν αργότερα να πουν κάμποσοι- κι εκείνος, λάτρης καθώς φαίνεται, του ποδόγυρου καμμία δεν κακοκάρδιζε.

Η φήμη του μπαρμπα-Γιάννη έφτασε στο παλάτι. Ο άδολος πραγματευτής είχε μετατραπεί σε εμβληματική μορφή της Αθήνας και ενέπνευσε τον Βαυαρό λοχαγό, αρχιμουσικό του Γεώργιου Α’, Αντρέα Σάιλερ, να διασκευάσει για χάρη του μία ιταλική καντσονέτα. Το νέο μουσικό προϊόν αφιερωμένο πια στον δημοφιλή κανατά της ελληνικής πρωτεύουσας παιζόταν τακτικά από τη βασιλική ορχήστρα.

Σαν κομήτης, σαν άστρο που διέγραψε σύντομη λαμπερή τροχιά και χάθηκε στο άπειρο του σύμπαντος, ο μπαρμπα-Γιάννης εξαφανίστηκε με το γύρισμα της δεκαετίας του 1880. Μόνος, κατάμονος, χωρίς κανείς να αναγγείλει τη φυγή ή τον θάνατό του, δεν ξαναφάνηκε στους δρόμους της Πλάκας. Η λαϊκή φαντασία έπλασε τις δικές της εκδοχές για την εξαφάνισή του, χωρίς τυχόν να διασαφηνίσει ποτέ την πραγματική του ιστορία.

Η παρουσία του γέμισε με ζωή την καθημερινότητα της πόλης. Όσο ακούγεται το τραγούδι του Επιτροπάκη και προβάλλεται η ταινία της ΠΑΝ-ΦΙΛΜ, ο κανατάς της Αθήνας θα μνημονεύεται από τις επόμενες γενιές.

Loading

Play