Με ειδοποίηση από τον Διοικητή, ο πυροσβέστης Ανδρέας Δημητρίου έμαθε ότι η φωτιά έχει ξεφύγει και κατεβαίνει προς Μαραθώνος και Μάτι. Του είπε ο οδηγός του να ειδοποιήσει την οικογένειά του να φύγει, καθώς τα πράγματα δεν είναι καλά. «Τηλεφώνησα αμέσως στην Μαργαρίτα και της είπα ‘πάρε το παιδί και φύγε’».
Ο Δημητρίου, που υπηρετεί στον Σταθμό της Νέας Μάκρης, κατέθεσε στην δίκη για την τραγωδία που συνέβη το μοιραίο απόγευμα που κατέστρεψε το Μάτι, όπου έχασε τη σύζυγό του και τον μόλις έξι μηνών γιο του.
Κατά την κατάθεσή του, περιέγραψε τα γεγονότα εκείνης της ημέρας, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι, όταν ρωτήθηκε από την Εισαγγελέα τι πήγε στραβά, τόνισε ότι «δεν πιστεύω ότι πήγε κάτι καλά. Δεν λειτούργησε τίποτε». Όπως είπε, βρέθηκε στο Μάτι ενώ η φωτιά κατέβαινε και διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε ούτε εναέριο ούτε χερσαίο όχημα της Πυροσβεστικής, παρά το ότι «το φαινόμενο ήταν δυναμικό».
Ο μάρτυρας ανέφερε ότι, αν και είχε σχολάσει το πρωί, κλήθηκε στις πέντε το απόγευμα να παρουσιαστεί στον σταθμό της Νέας Μάκρης. Εκεί, πληροφορήθηκε ότι είχαν τεθεί σε γενική επιφυλακή λόγω της φωτιάς στην Κινέτα και αργότερα ότι υπήρχε και φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Ωστόσο, η Πυροσβεστική της Νέας Μάκρης δεν είχε οχήματα διαθέσιμα, καθώς είχαν αποσταλεί στην Κινέτα και άλλα οχήματα είχαν εγκλωβιστεί στο Λύρειο Ίδρυμα στο Νέο Βουτζά.
Ο Δημητρίου ενημερώθηκε τηλεφωνικά για την κατάσταση και του είπαν ότι ξέφυγε η φωτιά και ότι το Μάτι κινδύνευε. Έτσι, του ζήτησαν να φροντίσει την οικογένειά του και να ενημερώσει όσους πολίτες μπορούσε.
«Ξεκίνησα με έναν συνάδελφο να πάμε στο Μάτι για να προσεγγίσω το σπίτι μου. Στην Μαραθώνιος υπήρχε μπλόκο της Αστυνομίας αλλά μας άφησαν να περάσουμε καθώς δείξαμε την ιδιότητά μας. Στο Μάτι, ωστόσο, βλέπαμε αυτοκίνητα ακινητοποιημένα, κλειδωμένα και άδεια. Προσπαθήσαμε να ενημερώσουμε τους πολίτες να φύγουν».
Ο αξιωματικός περιέγραψε τις προσπάθειές του να προσεγγίσει το σπίτι του και μέχρι τις εννιά το βράδυ, έλαβε τηλεφώνημα από έναν άνδρα που του είπε ότι η σύζυγός του και το μωρό τους ήταν στην Αργυρά Ακτή. Λόγω διακοπής ρεύματος, η σύζυγός του δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα του γκαράζ και ξεκίνησε πεζή με το μωρό στην αγκαλιά προς την παραλία.
«Πήγα ξανά στο Μάτι και άρχισα να πηγαίνω πεζός για την παραλία. Το σκηνικό ήταν τρομακτικό. Έβλεπα κολώνες πεσμένες, λυωμένα καλώδια και καμένα αυτοκίνητα. Η παραλία φλεγόταν και ο κόσμος ήταν μέσα στη θάλασσα. Προσπάθησα να επικοινωνήσω με το Λιμεναρχείο, αλλά δεν τα κατάφερα. Ένας κύριος, Πολωνός, είχε το μωρό και του παρείχε πρώτες βοήθειες. Έδωσα το μωρό σε εθελοντικό όχημα για να το μεταφέρουν στο νοσοκομείο, ενώ η Μαργαρίτα μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο».
Ο Δημητρίου κατέληξε, αναφερόμενος στις δύσκολες στιγμές στο νοσοκομείο, όπου ενημερώθηκε ότι ο γιος του δεν τα κατάφερε και η σύζυγός του νοσηλεύτηκε για 11 μέρες, αλλά δυστυχώς και εκείνη δεν άντεξε.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της Εισαγγελέα και μελών του δικαστηρίου, ο μάρτυρας επεσήμανε ότι μέχρι το 2018 δεν ήταν ξεκάθαρη η διαδικασία εκκένωσης. Μετά, έμαθε ότι υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος διάχυσης πληροφοριών και πως οι ενέργειες έπρεπε να γίνουν άμεσα και με σωστό σχεδιασμό.
Ο αξιωματικός υποστήριξε ότι η ενημέρωση προς τους πολίτες εκείνη την κρίσιμη στιγμή ήταν κομβικής σημασίας, και τόνισε ότι δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στο Μάτι, αλλά να επεκτείνεται και σε άλλες περιοχές που κινδύνευαν.
Η δίκη θα συνεχιστεί αύριο.