«Το κράτος στράφηκε εναντίον των κατοίκων του Ματιού, κατηγορώντας μας ότι φταίμε και ότι είμαστε αυθαίρετοι. Όμως, υπήρχαν δίοδοι διαφυγής. Δεν καήκαμε γιατί δεν είχαμε διόδους, αλλά γιατί δεν έγινε εκκένωση και δεν ειδοποιηθήκαμε. Όσοι σώθηκαν ήταν από τύχη, καθώς η φωτιά δημιουργούσε δίνες και κάποια σπίτια και δέντρα γλίτωσαν…» κατέθεσε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου η γυναίκα που στο οικόπεδό της κάηκαν 26 άνθρωποι.
Μετά από διακοπή περίπου ενός μήνα, ξεκίνησε και πάλι σήμερα η δευτεροβάθμια δίκη των 21 κατηγορουμένων για την καταστροφική φωτιά της 23ης Ιουλίου 2018, η οποία άφησε πίσω της 104 νεκρούς.
Κατά τη διάρκεια της σημερινής συνεδρίασης, δέκα μάρτυρες ανέβηκαν στο βήμα, περιγράφοντας τις τραγικές τους εμπειρίες, είτε ως άνθρωποι που έχασαν δικούς τους, είτε ως επιζώντες που πάλεψαν με τη φωτιά και τη θάλασσα επί πολλές ώρες.
Μεταξύ των μαρτύρων, καταθέτοντας ήταν και η γυναίκα που ανήκει στην οικογένεια του κτηματος Φράγκου, όπου εκτυλίχθηκε η πιο φρικτή ιστορία της τραγωδίας. Η Αναστασία Φράγκου αναφέρθηκε σε όσα ακούστηκαν εκ των υστέρων από στελέχη της τότε κυβέρνησης περί «αυθαίρετης δόμησης» και «αδιέξοδων δρόμων» στο Μάτι, δίνοντας την δική της απάντηση. Τόνισε πως οι άνθρωποι κατέληξαν στο οικόπεδό της γιατί καιγόταν ο κεντρικός δρόμος που οδηγεί σε παραλίες. «Το πρώτο κύμα, που τους υποδεχθήκαμε, είχε οδηγηθεί στο στενό γιατί η δίοδος στη Δημοκρατίας, που καταλήγει σε κανονικές παραλίες, καιγόταν. Περίπου 40 άνθρωποι σώθηκαν. Κάποιοι ίσως δεν ήξεραν ότι υπήρχε γκρεμός κάτω από εμάς. Όλο το παραλιακό μέτωπο στο Κόκκινο Λιμανάκι είναι σε γκρεμό, έχει βράχια. Δεν πρόλαβαν να κατέβουν. Τους έκλεισε η φωτιά… Το μόνο ανθρώπινο που μπορούσαμε να κάνουμε είναι να ανοίξουμε την πόρτα και να πάμε όλοι να σωθούμε στο γκρεμό. Γιατί δεν υπάρχει παραλία όπως έλεγαν τα ΜΜΕ, αλλά ένας γκρεμός 18 μέτρων ύψος, τον οποίο κατεβήκαμε κυριολεκτικά πετώντας» ανέφερε η κυρία Φράγκου, σημειώνοντας πως κανένας δεν τους ειδοποίησε για τον κίνδυνο της φωτιάς που κατέβαινε, ώστε να φύγουν εγκαίρως.
Η μάρτυρας Σουμέλα Χατζηλαζαρίδου κατάφερε να σωθεί από τη φωτιά καθώς έφθασε στη θάλασσα, όπου κολυμπούσε επτά ώρες μέχρι να γίνει η διάσωσή της. «Μας χτυπούσαν κάτι ξύλα, τα οποία αργότερα έμαθα ότι ήταν πτώματα. Ένα κορίτσι έπαθε κρίση πανικού και την πήρα πάνω μου για να αντέξει. Φωνάζαμε, ουρλιάζαμε και τίποτα. Αργά τη νύχτα, ένα ψαροκάικο μας έριξε ένα σκοινί για να ανέβουμε. Μια κυρία έπαθε ανακοπή. Όταν ανέβηκα, κόπηκε η φωνή μου, δεν μπορούσα να μιλήσω, πράγμα που σιγά-σιγά επανέρχεται τώρα μετά από 6 χρόνια. Συνεννοήθηκα με νοήματα και πήγα στη Ραφήνα για να συναντήσω την οικογένειά μου. Η εικόνα ήταν… δεν υπήρχε ούτε ένα ασθενοφόρο, πηγαινοέρχονταν αμάξια, καράβια, ασυνόδευτα παιδιά… καμία πρόβλεψη, καμία οργάνωση… Κανείς δεν ειδοποίησε ούτε ήρθε να μας σώσει. Δεν ήρθε ένα άτομο, ένα πυροσβεστικό, ένα εναέριο μέσο… Εδώ θα έπρεπε να είναι το Λιμενικό, η Αστυνομία, το ΕΚΑΒ… όχι μόνο οι πυροσβέστες.»
Ο Αναστάσιος Αθανασόπουλος έχασε τη μητέρα του, η οποία επιχείρησε με μία γειτόνισσά της να ξεφύγει από τη φωτιά που κύκλωσε το διαμέρισμά της. «Δεν υπάρχει θέμα ρυμοτομίας ή αυθαιρέτων. Μπορούσαν να γλιτώσουν σε τρία λεπτά, αλλά εδώ ήταν αδύνατον να φύγουν. Τα ποντίκια πιάστηκαν στη φάκα κι η φωτιά πέρασε τη Μαραθώνος. Όλα αυτά περί ακραίων φαινομένων και περιβαλλοντικής κρίσης ισχύουν από τη Μαραθώνος και επάνω, κατά εμάς τους Ματιώτες – από Μαραθώνος και κάτω έγινε το έγκλημα του εγκλωβισμού» δήλωσε ο μάρτυρας. Αναφερόμενος στη μητέρα του, τόνισε: «Αιφνιδιάστηκαν γιατί δεν υπήρχε ενημέρωση, έστω καμπάνες. Πήγαν να φύγουν με το αυτοκίνητο αλλά δεν τις άφησαν. Έχασαν πολύτιμο χρόνο, παλεύοντας σαν συγκρουόμενα του λούνα παρκ…».
Εισαγγελέας: «Αν έμενε στο σπίτι της, πιστεύετε θα σωζόταν;»
Εισαγγελέας: «Άρα δεν ήταν λάθος η αντίδρασή της να φύγει… δεν ήταν πανικός… θα μπορούσε να παίξει Λόττο;»
Μάρτυρας: «19 διαμερίσματα έχει η πολυκατοικία. Κάποιοι το έπαιξαν το Λόττο και κέρδισαν. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας, 7 ισόγεια διαμερίσματα, στο ένα συγκεντρώθηκαν 17 άτομα και οχυρώθηκαν με πετσέτες και περίμεναν. Η μητέρα μου με τη γειτόνισσα, όταν πήρε το διπλανό διαμέρισμα φωτιά, δεν μένουν από τους καπνούς. Η αντίδρασή της ήταν λογική. Εκ των υστέρων είμαι προφήτης και λέω ότι ήταν Λόττο. Η κοινή λογική λέει φεύγω να σωθώ.»
Τη μητέρα του έχασε και ο μάρτυρας Γρηγόρης Πολίτης, ο οποίος κατέθεσε πως ο πατέρας του σώθηκε καθώς κατάφερε να φτάσει στη θάλασσα. «Μου κάνει εντύπωση πώς ο πατέρας μου μπόρεσε να κάνει όλη αυτή τη διαδρομή, ενώ ειδικά εξοπλισμένοι άνθρωποι όχι. Η μητέρα μου δεν μπόρεσε να φύγει από το σπίτι. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, κάναμε έλεγχο. Ο πρώτος όροφος ακόμα καιγόταν. Ζητήσαμε βοήθεια από την Πυροσβεστική αλλά μας είπαν ότι δεν είναι δουλειά τους να κάνουν διάσωση και να καλέσουμε το ΕΚΑΒ. Μετά από 20 λεπτά ήρθαν, αλλά μας είπαν ότι πρέπει να έρθει η Πυροσβεστική να σβήσει η φωτιά. Ξανακαλέσαμε την Πυροσβεστική και φυσικά, χάθηκε χρόνος. Τελικά, η μητέρα μου βρέθηκε σε ένα σπιτάκι έξω από το κύριο σπίτι. Δεν είχε μείνει τίποτα παρά μόνο ελάχιστα κόκαλα. Ήταν πλήρως απανθρακωμένη. Δεν υπήρχε οργάνωση… Όταν απείλησε η φωτιά, δεν υπήρξε καμία ειδοποίηση και όταν έφτασε στον αστικό ιστό, οι δυνάμεις θα μπορούσαν να είχαν βοηθήσει τον κόσμο να σωθεί και να μην είχαμε τόσα θύματα.»