Το ΔΝΤ όχι μόνο δεν έχει πρόβλημα, αλλά και ενθαρρύνει τη συνέχιση της δημοσιονομικής χαλάρωσης και το 2022, προκειμένου να στηριχθεί η ανάκαμψη – Βλέπει κάποια βελτίωση σε ό,τι αφορά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.
Ταυτόχρονα, όμως, διατηρεί ανησυχίες για τις τράπεζες και ιδίως για την ποιότητα του κεφαλαίου τους, ενώ χτυπάει καμπανάκι και για αύξηση των απασχολουμένων στο Δημόσιο, που τείνουν να επιστρέψουν στα προ κρίσης επίπεδα, σύμφωνα με την KΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.
Τα μηνύματα αυτά έστειλε, μεταξύ άλλων, το Ταμείο στους αξιωματούχους του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, με τους οποίους συζήτησε το προηγούμενο διάστημα, στο πλαίσιο της αποστολής του άρθρου 4 του Καταστατικού του, καθώς και της 3ης μεταπρογραμματικής αξιολόγησης, που πλέον έχουν συγχωνευθεί.
Το Ταμείο δεν είναι πλέον αυτό που ήταν επί μνημονιακών χρόνων και οι επισημάνσεις του είναι διαφορετικού ύφους, παρότι διατηρεί κάποιες σταθερές.
Εχει αλλάξει το ίδιο το Ταμείο, αναγνωρίζοντας αστοχίες σε προηγούμενες πολιτικές του, αλλά και επειδή η πανδημία έχει στρέψει την οικονομική πολιτική παγκοσμίως σε διαφορετική κατεύθυνση, ενισχύοντας τον ρόλο του κράτους.
Εχει αλλάξει όμως και η σχέση του Ταμείου με την Ελλάδα, αφού πλέον το υπόλοιπο του δανείου της είναι πολύ μικρό, μόνο 1,8 δισ. ευρώ, μετά την πρόωρη εξόφληση δανείων 3,3 δισ. ευρώ, που έγινε τον περασμένο Μάρτιο.
Ετσι, τα στελέχη του εμφανίσθηκαν ικανοποιημένα για τη γρήγορη κυβερνητική παρέμβαση στην πανδημία, που διασφάλισε θέσεις εργασίας, επισημαίνοντας ότι από δημοσιονομικής πλευράς ήταν από τις μεγαλύτερες στην Ευρωζώνη.
Τώρα, τόνισαν, σύμφωνα με πληροφορίες, πρέπει να γίνει ομαλά η μετάβαση από τα μέτρα στήριξης στις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και να μην κινδυνεύσει η ανάκαμψη, στο όνομα της δημοσιονομικής σταθεροποίησης.
Προσοχή, όμως, προειδοποίησαν οι άνθρωποι του Ταμείου: Οι πόροι που εξασφαλίζονται χάρη στη δημοσιονομική χαλάρωση, πρέπει να χρησιμοποιηθούν με τον σωστό τρόπο.
Ποιος είναι ο σωστός τρόπος;
Σύμφωνα με όσα διεμήνυσαν στα στελέχη της κυβέρνησης, είναι σύμφωνοι με τις φορολογικές ελαφρύνσεις, τη μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων και της προκαταβολής φόρου, αλλά θεωρούν ότι πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις και στις δαπάνες, με περαιτέρω ενίσχυση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και των δαπανών υγείας.
Σε αντιστάθμισμα τάχθηκαν υπέρ εξοικονομήσεων σε άλλους τομείς, όπου θεωρούν ότι υπάρχει περιθώριο ή διακρίνουν κίνδυνο διολίσθησης στα λάθη του παρελθόντος: Ετσι, προειδοποίησαν ότι ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων επιστρέφει σιγά σιγά στα προ κρίσης επίπεδα.
Επίσης, επανέφεραν θέμα εξοικονόμησης στις συνταξιοδοτικές δαπάνες.
Είναι μια ακόμη φωνή που προστίθεται σε όσους υποστηρίζουν ότι το ασφαλιστικό δεν έχει λήξει ακόμη.
Ιδιαίτερη σημασία για τις αγορές, εξάλλου, έχει η διαπίστωση στην οποία φαίνεται να κατέληξαν τα στελέχη του Ταμείου ότι οι συνέπειες της πανδημίας στην εξάλειψη των πρωτογενών πλεονασμάτων αντισταθμίζονται από την εντυπωσιακή μείωση των αποδόσεων των ομολόγων.
Η αβεβαιότητα παραμένει, βεβαίως, μεγάλη ως προς τη μακροπρόθεσμη αβεβαιότητα του χρέους, υποστήριξαν. Επίσης, το Ταμείο επανήλθε με προειδοποιήσεις σε ένα ακόμη προσφιλές του θέμα από το παρελθόν, τις τράπεζες. Ενώ αντιμετώπισε θετικά τον «Ηρακλή ΙΙ», υποστήριξε ότι η κυβέρνηση πρέπει να διαμορφώσει και εναλλακτικά σχέδια, σε περίπτωση που αποδειχθούν ανεπαρκείς οι αυξήσεις κεφαλαίων των τραπεζών.
Σημειώνεται ότι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, είχε επισημάνει τον περασμένο μήνα στη Βουλή την ανάγκη να υπάρξουν επιτυχείς ανακεφαλαιοποιήσεις του πιστωτικού μας συστήματος.
Τα στελέχη του ΔΝΤ στάθηκαν κυρίως στην ποιότητα του κεφαλαίου των τραπεζών και στον αναβαλλόμενο φόρο και επεσήμαναν ότι από τη στιγμή που το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος έχει «παγώσει» πρέπει να βρεθεί μια άλλη λύση.
Στο πλαίσιο αυτό, κάλεσαν την κυβέρνηση να προσαρμόσει τον νόμο για τον αναβαλλόμενο φόρο.
Ο στόχος, τόνισαν, πρέπει να είναι να επιστρέψουν οι τράπεζες στον ρόλο τους της παροχής πιστώσεων.
Δείτε επίσης: ΔΝΤ: Σχέδιο 50 δισ. δολαρίων για τον εμβολιασμό του παγκόσμιου πληθυσμού και τη λήξη της πανδημίας