Ένας 12χρονος… μουσικός πέρασε όλες τις σχολικές διακοπές του τα τελευταία δύο χρόνια κάνοντας έρευνα για το ούτι στην Χαλκιδική και καταγράφοντας τους ουτίστες του δήμου Σιθωνίας.
Σήμερα παρουσιάζει το αποτέλεσμα της έρευνας αυτής, που είναι ένα βιβλίο με το συγκεκριμένο θέμα.
Ο Ανδρέας Σμάγας, κατάγεται από τον Άγιο Νικόλαο Χαλκιδικής, αλλά ζει με τους γονείς και τα τρία του αδέρφια στην Κύπρο. Από πολύ μικρή ηλικία ασχολείται με διάφορα έγχορδα όργανα, αλλά αυτό που τον κέρδισε τελικά, είναι το ούτι. Στα «μαγεύοντας» όσους τον ακούν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι έχει διακριθεί σε διεθνείς διαγωνισμούς μουσικής και έχει προσκληθεί από υψηλούς θεσμικούς παράγοντες για να δώσει συναυλίες σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Για τον μικρό μαθητή όμως, τo ζητούμενo δεν ήταν η επιτυχία και η δόξα. Το ταλέντο του πηγάζει από την πραγματική αγάπη για τη μουσική και ειδικά για το συγκεκριμένο όργανο. Μάλιστα, από μία πληροφορία που έμαθε τυχαία πριν από λίγα χρόνια, «γεννήθηκε» η επιθυμία του να κάνει γνωστή την ιστορία γύρω από το ούτι, σε σχέση με τον τόπο καταγωγής του.
«Πριν από τρία χρόνια είχα πάει στον Άγιο Νικόλαο Σιθωνίας, προκειμένου να συμμετάσχω σε μία παράσταση. Αμέσως μετά, με πλησίασε μία συγχωριανή μου για να μου πει πόσο της άρεσε που έπαιξα ούτι και ότι της θύμισα τον πατέρα της. Εγώ παραξενεύτηκα γιατί ο παππούς μου δεν γνώριζε κάποιον που να παίζει ούτι στο χωριό και γενικότερα στην περιοχή. Έτσι αποφάσισα να ψάξω το θέμα», είπε ο Ανδρέας Σμάγας, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM».
Με την απόφαση αυτή ξεκίνησε μία έρευνα που διήρκησε δύο χρόνια. «Καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, παίρναμε τηλέφωνα από την Κύπρο στην Χαλκιδική και όταν πηγαίναμε στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και το καλοκαίρι, γυρνούσαμε σε όλα τα χωριά και από πόρτα σε πόρτα ρωτούσαμε τους ηλικιωμένους κατοίκους αν ήξεραν κάποιον που να παίζει ούτι».
Τον μικρό Ανδρέα συνόδευε άλλοτε ο πατέρας του, άλλοτε ο παππούς του, πάντα όμως κάποιος ενήλικας συγγενής, ο οποίος όμως είχε κυρίως τον ρόλο του οδηγού. Μόνος του κρατούσε σημειώσεις ή ηχογραφούσε τις αφηγήσεις και τις μαρτυρίες των κατοίκων, που στην πλειοψηφία τους άνοιγαν την πόρτα τους με χαρά για να υποδεχθούν τον μικρό ερευνητή.
«Το δύσκολο κομμάτι ήταν να καταλάβουν για ποιο όργανο μιλάω, διότι οι περισσότεροι μπερδεύουν το ούτι με το λαούτο και έτσι οι περισσότεροι μας μιλούσαν για λαουτιέρηδες και όχι για ουτίστες», λέει ο Ανδρέας Σμάγας και δικαιολογεί τη σύγχυση αυτή, εξηγώντας ότι «στη Χαλκιδική υπήρχε μια παγκόσμια πρωτοτυπία: Οι ντόπιοι έβαζαν συρμάτινες χορδές στο ούτι, για να ακούγεται πιο δυνατά και μεταλλικά κλειδιά για καλύτερο κούρδισμα κι έτσι έμοιαζε ακόμη περισσότερο με το λαούτο».
Από την έρευνα που έκανε ο Ανδρέας Σμάγας κατάφερε να καταγράψει εκατόν δώδεκα (112) ουτίστες σε σαράντα επτά (47) χωριά από τα περίπου εκατό του νομού Χαλκιδικής. Οι ενενήντα έξι (96) από αυτούς κατάγονταν από ντόπια χωριά, γεγονός που αποδεικνύει ότι το ούτι προϋπήρχε της άφιξης των μικρασιατών προσφύγων, κάτι που πιθανότατα σχετίζεται με την μακραίωνη σχέση της Χαλκιδικής με τη μουσική.
Στη συνέχεια, ο μικρός μαθητής έγραψε το βιβλίο με τίτλο «το ούτι στην Χαλκιδική και οι ουτίστες της Σιθωνίας», την έκδοση του οποίου ανέλαβε ο ομώνυμος δήμος. «Το βιβλίο αυτό έρχεται να καλύψει ένα κενό που υπήρχε έως τώρα στη μουσική βιβλιογραφία, καθιστώντας την Χαλκιδική και την Σιθωνία αναπόσπαστο μέρος της», είπε στο Πρακτορείο FM η Αντιδήμαρχος πολιτισμού Κατερίνα Γιουβαρλάκη, τονίζοντας ότι από την πλευρά του δήμου, θεωρήθηκε καθήκον, τόσο απέναντι στον νεαρό δημότη όσο και στην περιοχή γενικότερα, να βοηθήσουν να προβληθεί αυτή η πτυχή του πρόσφατου μουσικού παρελθόντος του του τόπου τους.
Ο Ανδρέας Σμάγας συνεχίζει την ενασχόλησή του με τη μουσική, καθώς από το 2018 παρακολουθεί σεμινάρια μεταπτυχιακού επιπέδου στο ούτι, καθώς και μουσικές διαλέξεις καθηγητών πανεπιστημίου και διακεκριμένων καλλιτεχνών, με τους οποίους συμπράττει σε συναυλίες. Παραμένει ωστόσο αφοσιωμένος στα μαθήματά του και διαβάζει δεκάδες εξωσχολικά βιβλία, αφού δηλώνει σίγουρος ότι θα τον βοηθήσουν να πραγματοποιήσει την επιθυμία του, όταν μεγαλώσει να γίνει δάσκαλος.
Βαρβάρα Καζαντζίδου