Μικρός είναι ο αριθμός των εταιρειών στην Ελλάδα που έχουν εφαρμόσει πρακτικές εταιρικής υπευθυνότητας και βιώσιμης ανάπτυξης. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τα αποτελέσματα ετήσιας έρευνας για το 2018 του Κέντρου Αειφορίας (CSE) για την Έκδοση Εκθέσεων Εταιρικής Υπευθυνότητας, η οποία πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Εταιρικής Ευθύνης (CRI) και της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών (ΕΕΝΕ).
Οι 90 εταιρείες που μελετήθηκαν και εκδίδουν έκθεση εταιρικής υπευθυνότητας στο σύνολό τους απασχολούν περισσότερους από 170 χιλιάδες εργαζόμενους, ενώ ο κύκλος εργασιών τους ξεπερνά το 25% του ΑΕΠ της χώρας. Παρόλα αυτά το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων και της ηγεσίας τους δεν είναι ενεργό στην υιοθέτηση πρακτικών και προτύπων (standards) που σχετίζονται με την εταιρική υπευθυνότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Ένα από τα πιο σημαντικά συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι η εταιρική υπευθυνότητα όταν γίνεται στρατηγικά και στοχοθετημένα, βοηθάει τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς να δεσμευτούν δημόσια και να δηλώνουν με διαφάνεια τον τρόπο με τον οποίο επιστρέφουν αξία στην κοινωνία μέσα στην οποία δραστηριοποιούνται. Ως αποτέλεσμα, οι επιχειρήσεις αυτές έχουν κατά μέσο όρο ένα καλύτερο εργασιακό περιβάλλον, επενδύουν περισσότερο στις τοπικές κοινωνίες, έχουν θετικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και έχουν πελάτες που τις προτιμούν για τις αξίες τους.
Εξίσου σημαντική εμφανίζεται και η τάση στην οποία οι εταιρείες αναζητούν μετρήσιμα αποτελέσματα για το κοινωνικό τους αποτύπωμα είτε μέσω μελετών του κοινωνικο-οικονομικού τους αποτυπώματος, είτε μέσω της μεθοδολογίας SROI (για τη μέτρηση της κοινωνικής αξίας που δημιουργούν συγκεκριμένα προγράμματα των εταιρειών).
Κι ενώ κάποιοι κλάδοι είναι περισσότερο ενεργοί στα θέματα βιώσιμης ανάπτυξης, όπως για παράδειγμα οι κλάδοι της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και της υγείας, κάποιοι άλλοι, παρότι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για την ελληνική οικονομία, δεν έχουν κινητοποιηθεί ιδιαίτερα. Ο τουριστικός κλάδος, παρόλο που δείχνει να αντιδρά θετικά, δεν έχει υιοθετήσει στην πλειονότητά του ολοκληρωμένες στρατηγικές και διεθνή πρότυπα (standards), αλλά και ο ναυτιλιακός δεν έχει αντίστοιχα κινητοποιηθεί ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση της δημοσιοποίησης στοιχείων μέσω εκθέσεων εταιρικής υπευθυνότητας.
Τέλος, σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρας μας, με εξαίρεση τις πολύ μεγάλες εταιρείες, εξακολουθούν να αγνοούν τη σημασία της εφαρμογής της εταιρικής υπευθυνότητας και βιώσιμης ανάπτυξης στις λειτουργίες τους. Αγνοούν, έτσι, και τις πιθανές επιπτώσεις που θα έχει κάτι τέτοιο στην αξιοπιστία και εμπιστοσύνη του κοινού, αλλά και στην ενδεχόμενη μείωση της ανταγωνιστικότητας τους.