Ο νέος νόμος για το κλίμα της ΕΕ, στηρίζεται σε υγιείς αρχές, αλλά δεν διαθέτει τα κατάλληλα εργαλεία για να εξασφαλίσει ότι όλοι οι μικρομεσαίοι σε όλες τις χώρες της ΕΕ-27 θα μπορούν να ακολουθήσουν τον οδικό του χάρτη. Η παρουσίαση του νέου «Κλιματικού Νόμου», επιβεβαιώνει τις βασικές αρχές, που υποστηρίζουν την δραστηριότητα της Επιτροπής για την επίτευξη της «κλιματικής ουδετερότητας» το αργότερο μέχρι το 2050.
Αυτό αναφέρει σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς Βασίλης Κορκίδης αξιολογώντας το νέο Κλιματικό Νόμο για τις ΜμΕ της ΕΕ
Ωστόσο, συνεχίζει ο ίδιος, λαμβάνοντας υπόψη τον βασικό ρόλο των μικρομεσαίων για την ευημερία και την κοινωνική συνοχή στην ΕΕ, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θα έπρεπε να προβλέψουν και να εκτιμήσουν τις ειδικές επιπτώσεις για τις ΜμΕ στη πορεία τους έως το 2050.
Επιπλέον, ο Κλιματικός Νόμος θα έπρεπε να διασφαλίζει με μακροπρόθεσμη βεβαιότητα και να συνοδεύεται από συγκεκριμένα μέτρα που θα επιτρέπουν στις ΜμΕ να πραγματοποιήσουν με επιτυχία τη μετάβαση τους σε μια πιο πράσινη ΕΕ.
Θετικό είναι το γεγονός, σημειώνει ο πρόεδρος, ότι ο νέος νόμος για το κλίμα αναφέρεται ρητά στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της ΕΕ, στην οικονομική προσιτότητα και την ασφάλεια του εφοδιασμού, καθώς και στις καλύτερες διαθέσιμες και πλέον επιστημονικές αποδείξεις ως βασικά στοιχεία της πορείας προς την επίτευξη της «κλιματικής ουδετερότητας». Αυτά είναι θέματα που ανέκαθεν τονίζουν οι ευρωπαϊκές επιχειρηματικές οργανώσεις στις προτάσεις τους στον Κλιματικό Νόμο, μαζί με άλλες σημαντικές έννοιες, όπως η τεχνολογική ουδετερότητα στην καινοτομία και η εξέταση των διεθνών προσπαθειών για συμμόρφωση με τις συμφωνίες του Παρισιού. Οι έννοιες αυτές είναι στη βάση της στρατηγικής για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας στην ΕΕ το αργότερο μέχρι το 2050.
Η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, πρέπει να είναι η ευκαιρία να καταστεί η ΕΕ κατάλληλη για τον παγκόσμιο ανταγωνισμό τις επόμενες δεκαετίες και με τη τοποθέτηση της να αναδειχθεί ηγέτης μιας ακμάζουσας βιώσιμης οικονομίας. Η ανάγκη εξασφάλισης δίκαιης και κοινωνικά δίκαιης μετάβασης υποστηρίζεται βεβαίως τόσο από το ΕΒΕΠ, όσο και από τα άλλα Επιμελητήρια. Χωρίς την πλήρη συμμετοχή όλων των τομέων και των συνιστωσών κάθε κοινωνίας, η «πράσινη επανάσταση» θα προκαλέσει αναταραχές και βαθύτερα λαϊκιστικά συναισθήματα στα κράτη μέλη, κάτι που θα υπονομεύσει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την επίτευξη του τελικού στόχου. Σε αυτή τη διαδικασία δεν επιτρέπεται να μείνουν πίσω ολόκληροι τομείς και ιδιαίτερα οι ΜμΕ που λειτουργούν σε κάθε τοπική κοινωνία και οικονομία.
Στα αρνητικά του Κλιματικού Νόμου είναι ότι δεν αναγνωρίζει επαρκώς τις ΜμΕ ως το κλειδί για την επιτυχία οποιασδήποτε πρωτοβουλίας σε μια πιο βιώσιμη ΕΕ, είτε πρόκειται για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής είτε για την επίτευξη της κυκλικής οικονομίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο νόμος για το κλίμα πρέπει να προβλέπει συγκεκριμένες εκτιμήσεις των επιπτώσεων των ΜμΕ για κάθε πρωτοβουλία που αποσκοπεί στην επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας. Επιπλέον, ο Κλιματικός νόμος θα πρέπει να εξασφαλίζει μακροπρόθεσμη βεβαιότητα και να συνοδεύεται από στρατηγική ευνοϊκό πλαίσιο που θα επιτρέψει στις ΜμΕ να ολοκληρώσουν τη μετάβαση σε πιο πράσινα επιχειρηματικά μοντέλα. Αυτό θα τους επιτρέψει να παραμείνουν στην αγορά εξασφαλίζοντας θέσεις εργασίας και βιώσιμη ανάπτυξη. Η ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, στη τεχνική βοήθεια σε τοπικό επίπεδο, στην αναβάθμιση και στην επανακατάρτιση του εργατικού δυναμικού και οι στοχοθετημένες πληροφορίες σχετικά με τις ευκαιρίες για το κλίμα είναι τα βασικά ζητούμενα των μικρομεσαίων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.