Στις πυρόπληκτες περιοχές της Ρόδου βρέθηκε το προηγούμενο διάστημα ο Guardian, καταγράφοντας όλα όσα έγιναν και όσα βίωσαν οι κάτοικοι και οι τουρίστες του νησιού.
Είναι γεγονός πως η Ρόδος έχει πολύ στενές σχέσεις με τη Μεγάλη Βρετανία, καθώς κάθε χρόνο στην πρωτεύουσα των Δωδεκανήσων ταξιδεύουν χιλιάδες Βρετανοί πολίτες, κυρίως για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Η Ρόδος φέτος βίωσε μία από τις πιο μαύρες σελίδες των τελευταίων δεκαετιών, καθώς το νησί καιγόταν για δέκα ολόκληρες ημέρες.
O φωτογράφος Gideon Mendel και η δημοσιογράφος Ανδριάνα Θεοχάρη επέστρεψαν στη Ρόδο, ένα μήνα μετά τις φωτιές που συγκλόνισαν το νησί και κατέγραψαν το αποτύπωμά τους στις ζωές των ανθρώπων και το τοπίο.
«Ο Ιούλιος του 2023 ήταν ο πιο ζεστός μήνας που έχει καταγραφεί ποτέ και η Ρόδος στην Ελλάδα ήταν ένα από τα πολλά μέρη που αντιμετώπισαν καυτές θερμοκρασίες και πυρκαγιές. Δεν υπήρξαν ανθρώπινες απώλειες, αλλά η φωτιά κατέστρεψε περίπου 135.000 εκτάρια δάσους και βλάστησης, έκαψε περισσότερα από 50.000 ελαιόδεντρα και πολλά οικόσιτα ζώα, κατέστρεψε περίπου 50 σπίτια και οδήγησε στη μαζική εκκένωση τουριστών από την περιοχή.
Προχωρώντας μέσα σε μια φαινομενικά ατελείωτη τοπογραφία μαυρισμένων λόφων και κατεστραμμένων κτιρίων, δεν μπορούσα παρά να γίνω μάρτυρας αυτής της ανθρωπογενούς καταστροφής. Ελπίζω ότι αυτές οι εικόνες μπορούν να μιλήσουν για όλα τα τοπία και τις κοινότητες που ζουν την κλιματική έκτακτη ανάγκη με τόσο ακραίους τρόπους»
Την ώρα που ο Έβρος καίγεται εδώ και 14 ημέρες, φωτιά που χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, οι κάτοικοι της Ρόδου μετρούν τις πληγές τους μετά τις φωτιές του Ιουλίου. Κάτοικοι μοιράζονται τα όσα έζησαν και τις δυσκολίες που έχουν να αντιμετωπίσουν για να ξαναχτίσουν μια ζωή που γκρεμίστηκε στις φλόγες.
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, οι καταστροφικές φωτιές όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο Μάουι, τον Καναδά, την Τενερίφη και τη Γαλλία, ενισχύουν την αίσθηση ότι η κλιματική κρίση ανεβάζει ταχύτητα, πράγμα που ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες ονόμασε γλαφυρά «εποχή του παγκόσμιου βρασμού».
«Ξυπνούσα βλέποντας τη θάλασσα και τώρα βλέπω τοίχο»
«Ζούσα σε αυτό το σπίτι 25 χρόνια. Ξυπνούσα με τη θέα τη θάλασσας και τώρα, μετά τις φωτιές, κάθε πρωί βλέπω έναν τοίχο» συγκλονίζει η Μαίρη Λαουδίκου από το Κιοτάρι, που επλήγη βαριά από τις πυρκαγιές. «Η οικογένειά μου με διαβεβαίωσε ότι μετά το τέλος της τουριστικής περιόδου θα με βοηθήσει να ξαναχτίσω το σπίτι μου. Πρέπει να κάνω υπομονή, αλλά δεν είναι εύκολο» προσθέτει.
«Ακόμα δεν μπορώ να διαχειριστώ τα συναισθήματά μου γι’ αυτή την πανωλεθρία. Αλλά προσπαθώ να παραμείνω αισιόδοξη. Περπατώ στην καμένη αυλή μου και η λεμονιά μου, που τόσα χρόνια δεν άνθιζε, τώρα, μετά την καταστροφή ανθίζει» συγκινεί η κυρία Μαίρη.
«Μέσα σε δυο μέρες χάσαμε σπίτια που χτίσαμε με τα χέρια μας»
Η Μαρία Ανδριά και ο Δημήτρης Νικολάκης, 55 ετών και οι δύο, έχασαν δύο σπίτια στις φωτιές της Ρόδου, το εξοχικό τους στο Κιοτάρι και αυτό στο Ασκληπιείο. Η Μαρία εργάζεται σε εταιρεία διαχείρισης απορριμμάτων και ο Δημήτρης είναι δάσκαλος.
«Μέσα σε δύο μέρες χάσαμε δύο σπίτια. Είναι πολύ δύσκολο. Είχαμε δουλέψει πολύ σκληρά για να τα χτίσουμε με τα χέρια μας. Όταν τα είδα να καίγονται, ήταν σαν να κάηκε κι ένα κομμάτι της ψυχής μου. Έχω να βιώσω τέτοιο πόνο από την ημέρα που πέθανε η μητέρα μου, όταν ήμουν 18 ετών. Ελπίζω αυτός ο πόνος να φύγει κάποια μέρα» συγκλονίζει η Μαρία Ανδριά.
«Κάθε μέρα ξυπνάω από εφιάλτη ότι καίγεται το μαξιλάρι μου»
«Σχεδόν ένα μήνα μετά τις φωτιές, ξυπνάω κάθε μέρα από εφιάλτη ότι καίγεται το μαξιλάρι μου. Τα όνειρά μου είναι γεμάτα φωτιές και βλέπω συνέχεια το μαγαζί μου να καίγεται» περιγράφει ο Δημήτρης Χατζηφώτης, που είχε ταβέρνα στο Κιοτάρι.
«Δεν κατάφερα να σώσω τίποτα από την ταβέρνα, ούτε ένα παλιό σφυρί του νεκρού πατέρα μου. Πρέπει να έλιωσε γιατί δεν μπορώ να το βρω» συγκλονίζει.
«Εδώ στο Κιοτάρι, οι πυρκαγιές έκαψαν τα πάντα: δάση, σπίτια, ξενοδοχεία, δέντρα και την ταβέρνα μου. Πήγα να σώσω τα σπίτια στο χωριά και τις περιουσίες και άλλων ανθρώπων αλλά δεν είχαμε νερό. Πολλοί άνθρωποι με χαρακτήρισαν ήρωα αλλά εγώ απλά προσπάθησα να σώσω ό,τι μπορούσα» λέει ο κ. Δημήτρης.
«Είδα το σπίτι μου να καίγεται σε ένα βίντεο στο Facebook»
«Έμαθα ότι το σπίτι μας στο Ασκληπιείο καίγεται από ένα τηλεφώνημα και το είδα σε ένα βίντεο στο Facebook» λέει ο Γιάννης Παπαβασιλείου. «Είχαμε φύγει με τη γυναίκα μου και τα τρία μας παιδιά και ποτέ δεν φανταστήκαμε τι θα γινόταν. Η μάχη με τις φλόγες ήταν άνιση. Οι νέοι έδωσαν τεράστιο αγώνα για να σώσουν το χωριό και αυτό είναι πολύ συγκινητικό. Η αντίδραση της κοινότητας με γεμίσει αισιοδοξία για την κλιματική κρίση» λέει ο κ. Γιάννης.
«Βλέπω ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου καμένο»
«Είναι η τρίτη φορά που έρχομαι εδώ στο σπίτι και μου είναι πολύ δύσκολο να βλέπω ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου καμένο. Στέκομαι συντετριμμένη» λέει η Γεωργία Χατζηδιάκου. «Μετακόμισα στον Καναδά όταν ήμουν 16 χρονών και μέχρι τα 23 μου είχα τρία παιδιά. Δούλεψα σκληρά και πάντα ήθελα να επιστρέψω στο Κιοτάρι, όπου πέρασα τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων» περιγράφει.
«Επέστρεψα πριν από 25 χρόνια και έχτισα τη ζωή μου από την αρχή. Έχτισα αυτό το σπίτι με τα ίδια μου τα χέρια. Το να χάνεις ένα σπίτι είναι συνταρακτικό και πιθανότατα δεν θα το ξαναχτίσω. Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής για κάποιον στην ηλικία μου είναι δυσβάσταχτες».
«Σβήναμε τις φωτιές με φτυάρια και μπουκαλάκια νερού»
Τις δυσκολίες που είχαν στην κατάσβεση των φωτιών περιγράφιε ο Γιώργος Παπαγεωργείου που είχε καφενείο στο Κιοτάρι.
«Σβήναμε τις φωτιές με φτυάρια, μπουκαλάκια νερού και ρούχα. Έτσι σώθηκε ό,τι σώθηκε στο Ασκληπιείο. Θα μπορούσαμε να είχαμε σώσει τα χωριά και τα σπίτια μας αν υπήρχε γεννήτρια ρεύματος στο πηγάδι και παροχή νερού» λέει.
«Η οικογένειά μου κι εγώ βοηθήσαμε ξενοδοχεία και τουρίστες και μας διαβεβαίωσαν ότι η φωτιά δεν θα έφτανε σε εμάς αλλά όσο εμείς βοηθούσαμε άλλο, κάηκε το καφενείο μας».
«Έρχομαι κάθε μέρα στο καμένο σπίτι μας για να ποτίσω τα δέντρα»
«Αυτό ήταν το σπίτι μας για 25 χρόνια» λέει η Δήμητρα Σταματίου, που έφυγε όταν είδε ότι η φωτιά πλησίαζε και πρόλαβε να σώσει μόνο το διαβατήριο του συζύγου της, Moσλέμ Γκολάμι. «Η περιβαλλοντική καταστροφή έχει αφυπνίσει την οικολογική συνείδηση της κοινότητας» τονίζει.
Ο Γκολάμι βοήθησε τουρίστες που έπρεπε να εκκενώσουν το χωριό. «Έρχομαι κάθε μέρα στο καμένο σπίτι μας για να ποτίσω τα δέντρα και να ταΐσω τις γάτες οι οποίες δεν φεύγουν παρά το ότι όλα έχουν γίνει στάχτη» συγκινεί και ελπίζει μέχρι τα Χριστούγεννα να έχουν ξαναχτίσει το σπίτι τους.
Δείτε επίσης: Πήρε έγκριση το νέο εμβόλιο της Pfizer για τον κορονοϊό