«Οι άνθρωποι ψάχνουν για πολλούς και διάφορους λόγους εργασία. Υπάρχουν αυτοί που έχουν πάρει μια άδεια παραμονής και έχουν πάρει απόφαση να μείνουν εδώ. Υπάρχουν άλλοι, που λένε ότι άμα βρουν δουλειά θα μείνουν. Είναι ένας φαύλος κύκλος. Δεν μπορούν να ενταχθούν αν είναι χωρίς κατοικία και εργασία».
Με αυτό τον τρόπο, η Μαίρη Ασβεστά, εργασιακή σύμβουλος στο Κέντρο Υποστήριξης Προσφύγων (Blue Refugee Center) της μη κυβερνητικής οργάνωσης “SolidarityNow” στη Θεσσαλονίκη, μεταφέρει το προφίλ των προσφύγων και των μεταναστών που αναζητούν αρωγή στη μάχη τους να εξασφαλίσουν μια θέση εργασίας στη χώρα μας, απευθυνόμενοι στο Κέντρο, που λειτουργεί από τον Νοέμβριο του 2016.
Εργασιακή σύμβουλος στο συγκεκριμένο κέντρο, το οποίο “παρέχει μια μεγάλη γκάμα υπηρεσιών, κοινωνικές υπηρεσίες, νομική υποστήριξη, μαθήματα σε διάφορες γλώσσες και εργασιακή συμβουλευτική, που σημαίνει υποστήριξη αυτών των ανθρώπων στο να βρουν εργασία”, η κα Ασβεστά περιγράφει στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ- ΜΠΕ, “Πρακτορείο 104,9 FM”, τη διαδικασία η οποία ακολουθείται: “αυτό που κάνουμε είναι ότι τους συναντάμε δια ζώσης και κατά μόνας και προσπαθούμε να κάνουμε από απλά πράγματα, όπως το να τους φτιάξουμε ένα βιογραφικό, να δούμε θέσεις εργασίας ή να τηλεφωνήσουμε σε εργοδότες, μέχρι πιο ουσιαστικά, όπως να κάνουμε πιο μακρόχρονο σχεδιασμό, να δούμε ποιες είναι οι δεξιότητες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εδώ και τώρα, ποιες είναι αυτές οι ικανότητες που μπορούν να αναπτυχθούν περαιτέρω, για να γίνουν βοηθητικές για μια καλύτερη εργασία”.
Τονίζει δε, πως σημαντικό ρόλο παίζει το “να μάθει ελληνικά αυτός ο άνθρωπος, για να έχει καλύτερη πρόσβαση στην αγορά εργασίας και με καλύτερους εργασιακούς όρους”. Σημαντικό μεν, όχι όμως κρίσιμο, αφού υπάρχουν επαγγέλματα στα οποία η καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας δεν κρίνεται απαραίτητη, επαγγέλματα μάλιστα στα οποία γίνονται πρακτικά ανάρπαστοι οι υποψήφιοι.
Τους διαλέγουν κυρίως όπου η εμπειρία σε ειδικευμένες εργασίες αντικαθιστά τη γλώσσα
“Επειδή οι άνθρωποι αυτοί έχουν μηδαμινή γνώση της ελληνικής γλώσσας, έχουν κυρίως πρόσβαση σε χειρωνακτικές εργασίες. Άλλες είναι ανειδίκευτες, π.χ εκφορτωτής ή σε αγροτικές εργασίες, μπορεί όμως να είναι και εξειδικευμένες και αυτές είναι καλύτερες περιπτώσεις. Μιλάμε για ανθρώπους που είναι τεχνίτες, π.χ. ξυλουργοί, ράφτες, μάγειρες, που η εμπειρία τους ζητείται στην Ελλάδα. Εκεί, αυτό που υπολείπεται σε γλώσσα, το συμπληρώνει σε εμπειρία” θα επισημάνει η κα Ασβεστά, που περιγράφει πως αυτά τα άτομα βρίσκουν πολύ άμεσα μια θέση αφού δεν υπάρχει σήμερα διαθεσιμότητα τεχνιτών σε πολλούς τομείς. Μια πραγματικότητα, που είναι απόρροια και του μείγματος των μη ενεργών εργασιακά Ελλήνων, που περιλαμβάνει περιορισμένο αριθμό ατόμων με τέτοιες δεξιότητες .
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δε, παρουσιάζει και το ηλικιακό σύνολο, που αναζητά εργασία στην Ελλάδα, όπως και η προέλευσή των: “Κατά βάση περισσότεροι είναι οι άντρες που απευθύνονται σε εμάς απ΄ ό,τι οι γυναίκες, σε ποσοστό περίπου 80%. Προέρχονται από περισσότερες από 40 χώρες. Πολλοί είναι από αφρικανικές χώρες, Καμερούν, Γκάνα, Κογκό, Αιθιοπία, αρκετοί από το Πακιστάν, το Ιράκ, τη Συρία και λιγότεροι από το Ιράν και την Τουρκία και μετά άλλες εθνικότητες. Ο μέσος υποψήφιος εργαζόμενος είναι από 18 μέχρι 40 με 45 ετών” εξηγεί η κα Ασβεστά.
Η ροή προσέλευσης
“Πέρα από τις προσωπικές συμβουλευτικές δράσεις, κάνουμε και διάφορα ομαδικά εργαστήρια, γιατί το κέντρο έχει μεγάλη επισκεψιμότητα, μιλάμε για 600 ανθρώπους εβδομαδιαίως, εμείς είμαστε δύο σύμβουλοι εργασιακοί, οπότε πολλοί άνθρωποι ζητούν αυτήν την υποστήριξη και κάνουμε διάφορα εργαστήρια σε ομαδικό επίπεδο, τα οποία έχουν πληροφοριακό χαρακτήρα” εξηγεί η κα Ασβεστά, ερωτηθείσα για την πυκνότητα των αιτημάτων βοήθειας. Οι πληροφορίες που δίδονται περιγράφει πως περιλαμβάνουν για παράδειγμα, τι προβλέπουν οι νόμοι στην Ελλάδα, με ποια χαρτιά μπορεί κάποιος να εργαστεί, πως να ζητήσει εργασία. Σε πιο εξειδικευμένα θέματα γίνονται και εργαστήρια για να ενισχύουν από τη δομή “γυναίκες να ενταχθούν στην αγορά εργασίας είτε παιδιά που πλησιάζουν στην ηλικία της ενηλικίωσης και θα πάψουν να χαρακτηρίζονται ως ασυνόδευτα και να είναι σε προστατευτικές δομές” και έτσι η οργάνωση των υπηρεσιών μεταβάλλεται και ολοκληρώνεται “είτε σε ομαδικό, είτε σε ατομικό επίπεδο εργαστήρια, ανάλογα με τις ανάγκες των ανθρώπων”.
Γιατί και πότε θα αποφασίσουν να μείνουν συνειδητά στην Ελλάδα
“Προσωπική μου αίσθηση είναι ότι τους ταιριάζει η Ελλάδα, τους αρέσει, κυρίως λόγω κλιματολογικών συνθηκών σε σχέση με τις βόρειες χώρες”, θα εξηγήσει η κα Ασβεστά, που προσθέτει πως οι ενδιαφερόμενοι για εργασία λένε “ότι οι Έλληνες είναι πιο ανοιχτοί” (σε σχέση με κατοίκους άλλων χωρών). Όταν θα της ζητηθεί να αναφέρει άτομα που γνώρισε και επέλεξαν συνειδητά να εργαστούν στη χώρα μας αν και είχαν άλλη επιλογή, η κα Ασβεστά περιγράφει μια ιστορία που έκανε εντύπωση στο προσωπικό: “Ένας ζαχαροπλάστης είχε πάει στην Νορβηγία, όπου έπαιρνε περισσότερα από τα διπλάσια χρήματα, π.χ., της τάξης των τριών χιλιάδων ευρώ, αντί των χιλίων για την αντίστοιχη θέση εργασίας, όταν ήταν στην Ελλάδα, και επέστρεψε στη χώρα μας.
Όπως έλεγε, στη Νορβηγία μόλις τέλειωνε τη δουλειά δεν ήξερε και δεν έβλεπε κανέναν, ενώ εδώ έχει φίλους και έτσι αποφάσισε και ξαναγύρισε” περιγράφει η εργασιακή σύμβουλος και προσθέτει: “μας διαφοροποιεί ότι (εδώ στην Ελλάδα) ακόμη τουλάχιστον οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους και αυτό τους ταιριάζει και τους βοηθάει”, καταλήγει.
Όπως εξηγεί δε, υπάρχουν πάντα “και εκείνοι που θέλουν να βρουν δουλειά γιατί δεν αντέχουν να είναι μέσα σε ένα camp”, κάτι που κύρια αναφέρεται στον νεανικό πληθυσμό. “Μπορεί να είναι και άνθρωποι που ίσως είναι και χρόνια στο δρόμο, άνθρωποι που βρίσκονται πλέον σε ένα δομημένο περιβάλλον και προσπαθούν έτσι να εκμεταλλευτούν τους όρους για να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη” προσθέτει η κα Ασβεστά.