Μια μοναδική μυτιληνιά ελιά, η κολοβή ελιά Μυτιλήνης παίρνει το δρόμο του χαρακτηρισμού ως Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ). Ήδη, ολοκληρώθηκε ο απαραίτητος φάκελος από τους ειδικούς επιστήμονες του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και όπως λέει η αρμόδια αντιπεριφερειάρχης πρωτογενούς παραγωγής της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου Αναστασία Αντωνέλλη, «θα κατατεθεί στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να χαρακτηριστεί η ντόπια ποικιλία ελιάς ‘κολοβή ελιά Λέσβου’ ΠΟΠ προϊόν».
Οι βρώσιμοι καρποί της συγκεκριμένης ποικιλίας έχουν ένα ιδιαίτερο προφίλ χαρακτηριστικών και είναι εύκολη η διάκρισή τους από καρπούς άλλων ποικιλιών ελιάς. Ο καρπός που είναι πράσινος και όταν ωριμάσει μετατρέπεται σε σκούρο μαυροκόκκινο, είναι μικρού έως μεσαίου μεγέθους, με λεπτό φλοιό και σχήμα ωοειδές ή σφαιρικό και κύριο χαρακτηριστικό την κοίλη απόληξη και την παρουσία θηλής ή ακίδας. Έτσι, οι κολοβές ελιές μοιάζουν με βελανίδια, με αποτέλεσμα να αποκαλούνται από τους ντόπιους και ως βαλανολιές.
Η συγκομιδή του καρπού γίνεται χειρωνακτικά, δηλαδή με το παραδοσιακό χειρομάδημα ή τη βοήθεια χειροκίνητων ή μηχανικών ραβδιών. Έτσι, παρατηρείται παρουσία μικρότερης ποσότητας χλωροφύλλης στο συγκομιζόμενο καρπό, με συνέπεια να έχει μεγαλύτερο χρόνο διατηρησιμότητας και να είναι απαλλαγμένος από χώμα ή τραυματισμούς που υποβαθμίζουν την ποιότητά του.
Το ελαιόλαδο από την κολοβή ελιά συσκευάζεται σε έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, ένα εξαιρετικής ποιότητας προϊόν που έχει χαρακτηρισθεί ως «Λάδι Μυτιλήνης / Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ)».
Όσον αφορά τώρα τις βρώσιμες ελιές που ζητείται ο χαρακτηρισμός τους ως προϊόν ΠΟΠ, παραδοσιακά ξεπικρίζονται και ζυμώνονται σε άλμη με θαλασσινό αλάτι από τις αλυκές της οριοθετημένης περιοχής, χωρίς κάποια επιπλέον επεξεργασία. Θετική συνέπεια η παραγωγή ενός προϊόντος με τη δυνατόν μικρότερη επεξεργασία. Σε κάποιες περιπτώσεις η άλμη εμπλουτίζεται και με αρωματικά φυτά του νησιού με στόχο να αναδειχθεί το έντονο άρωμα και η γεύση της ελιάς.
Σύμφωνα με τις παραδόσεις της Μυτιλήνης, ανάλογα με το επιθυμητό τελικό προϊόν, ακολουθούνται οι παρακάτω τρόποι επεξεργασίας του υπό χαρακτηρισμό ως ΠΟΠ προϊόντος:
– Παστές ή Ξηραλάτες: Η πολύ ώριμη κολοβή ελιά Μυτιλήνης ξεπικρίζεται με θαλασσινό νερό της οριοθετημένης περιοχής έως το καλοκαίρι χωρίς καμία επιπλέον επέμβαση, με την προϋπόθεση αλλαγής του νερού κάθε δυο εβδομάδες. Στη συνέχεια τοποθετείται σε ψάθινα καλάθια βάζοντας εναλλάξ μια στρώση ελιών και μια στρώση αλατιού, μέχρι να καλυφθεί το καλάθι. Σκεπάζονται με το «μπασκί» και επάνω τοποθετείται μία βαριά πέτρα, ώστε οι ελιές να ζυμωθούν και να αποβάλλουν μεγάλο μέρος της υγρασίας τους. Η ζύμωση διαρκεί από έξη έως εννέα μήνες.
– Χαρακωτή: Η ώριμες κολοβή ελιά Μυτιλήνης χαράζεται με μαχαίρι και ξεπικρίζεται όπως οι παστές. Στη συνέχεια, τοποθετείται σε άλμη με αλάτι από τις αλυκές του νησιού, εμπλουτισμένη με αρωματικά φυτά όπως βασιλικός, λεβάντα, φασκόμηλο, δυόσμος, θυμάρι, θρούμπι, δενδρολίβανο και ρίγανη της Λέσβου. Επίσης, η άλμη μπορεί να εμπλουτιστεί με έξτρα παρθένο ελαιόλαδο. Ακολουθεί η διαδικασία της ζύμωσης που διαρκεί έξη έως εννέα μήνες.
– Νερουλιά: Παρασκευάζεται με ακριβώς την ίδια διαδικασία, χωρίς το στάδιο της χάραξης του καρπού.
– Τσακιστές (ή Κλαστάδες): Η πράσινη κολοβή ελιά Μυτιλήνης, μετά τη συγκομιδή θρυμματίζεται με τη βοήθεια πέτρας. Ακολουθεί η ίδια διαδικασία ξεπικρίσματος και στη συνέχεια τοποθετείται σε άλμη με αλάτι από τις αλυκές του νησιού, η οποία μπορεί να έχει εμπλουτιστεί με κομμάτια λεμονιού, δενδρολίβανου ή μάραθου, ενώ μπορεί να προστεθεί και ντόπιο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο. Ακολουθεί η διαδικασία της ζύμωσης που διαρκεί ένα έως δυο μήνες.
– Ξυδάτες (αφορά τις μελαμψές-μωβ, ούτε οι πράσινες ούτε μαύρες): Γίνεται επιλογή στις μεγαλύτερες ελιές, οι οποίες τοποθετούνται σε μπουκάλια. Σε αυτά γίνεται προσθήκη κιτρικού οξέος, αλάτι, νερό και ξίδι. Έπειτα σφραγίζεται το μπουκάλι από Νοέμβρη μέχρι το Πάσχα.
– Μεγάλες Διαλεκτές Μαύρες: Αρχικά, γίνεται χάραξη των ελιών με μαχαίρι. Έπειτα τοποθετούνται σε γυάλα με νερό, το οποίο πρέπει να αλλάζεται καθημερινά για 30 – 40 ημέρες ώστε να ξεπικρίσουν. Όταν αυτό επιτευχθεί προστίθενται σε ασβεστόνερο για ένα εικοσιτετράωρο. Τέλος, ξεπλένονται και τοποθετούνται σε άλμη έως ότου καταναλωθούν.
Αναγκαία είναι η σωστή συσκευασία της κολοβής ελιάς Μυτιλήνης σε γυάλινα βαζάκια ή πλαστικές συσκευασίες εγκεκριμένες για χρήση σε τρόφιμα, είτε σε κενό αέρος (vacuum) είτε σε έξτρα παρθένο ελαιόλαδο Μυτιλήνης. Όλα τα στάδια της παραγωγής, επεξεργασίας και συσκευασίας του υπό χαρακτηρισμό προϊόντος θα πρέπει να εκτελούνται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής ζώνης παραγωγής.
«Ο περιορισμός της συσκευασίας εντός της γεωγραφικής ζώνης είναι αναγκαίος προκειμένου να διασφαλίζεται η ποιότητα του προϊόντος κολοβή ελιά Μυτιλήνης, να εξασφαλίζεται ο αποτελεσματικότερος έλεγχος της καταγωγής του τελικού προϊόντος και να διαφυλάσσεται η εξαιρετική του φήμη» τονίζει η Αναστασία Αντωνέλλη.
Ο φάκελος περιλαμβάνει την έρευνα που ολοκλήρωσε το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, η οποία καταδεικνύει τα παραδοσιακά αλλά και τα οργανοληπτικά στοιχεία που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό ΠΟΠ της κολοβής ελιάς Λέσβου.
«Ο καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Σέρκο Χαρουτουνιάν, που είναι και αντιπρόεδρος του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων, την περασμένη εβδομάδα έδωσε σε συνέντευξη Τύπου λεπτομέρειες για αυτή τη διεκδίκηση» λέει η Αναστασία Αντωνέλλη. Και καταλήγει: «Η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου προχώρησε σε προγραμματική σύμβαση με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο. Αρχικά, η έρευνα αφορούσε τρία προϊόντα, στη συνέχεια όμως, αποφασίστηκε να εξετάσει μια σειρά προϊόντων και αν συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά να διεκδικήσουν τον χαρακτηρισμό ΠΟΠ-ΠΓΕ. Μετά τη σύνταξη φακέλου για τη Σαρδέλα Καλλονής Λέσβου, το Μελί Άναμμα Ικαρίας, το Άνυδρο ντοματάκι Χίου, των οποίων οι φάκελοι ήδη έχουν κατατεθεί και αναμένεται η έγκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήρθε η σειρά της κολοβής ελιάς Μυτιλήνης να διεκδικήσει τον χαρακτηρισμό Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης».