Ο εορτασμός για τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την κήρυξη του Αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας, που θα ξεκινήσει σε μερικούς μήνες, φέρνει καθημερινά στο προσκήνιο καινούργια βιβλία, τα οποία είτε προωθούν την επιστημονική έρευνα είτε συνοψίζουν με γλαφυρό τρόπο ήδη γνωστά συμπεράσματά της.
Η σύντομη, αλλά εξαιρετικά πυκνή μελέτη του Θάνου Μ. Βερέμη «21 ερωτήσεις και απαντήσεις για το ‘21», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, από τη μια πλευρά συνομιλεί εις βάθος με τη βιβλιογραφία της Επανάστασης (παλαιότερη και σύγχρονη) ενώ από την άλλη, κεφαλαιοποιεί για περαιτέρω συζήτηση, μέσω μιας σειράς κρίσιμων ερωτημάτων, όλα τα βασικά της ζητήματα: από τις μάχες, σε στεριά και θάλασσα, με τις οθωμανικές δυνάμεις, την επίδραση των διαφωτιστικών ιδεών στο φρόνημα τόσο των λογίων όσο και των πολεμιστών και την ταξική και τη φυλετική καταγωγή των αγωνιστών μέχρι τα πρώτα ελληνικά δάνεια, τον πολιτικό και τον στρατιωτικό ρόλο των ξένων μεγάλων δυνάμεων της εποχής και το βάρος ή τον χαρακτήρα της συμμετοχής της Εκκλησίας στα γεγονότα.
Το βιβλίο του Βερέμη συνδυάζει, όπως θα έλεγαν οι παλαιότεροι, το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Και έχουν μεγάλη σημασία και τα δύο: το ωφέλιμο γιατί ο Βερέμης έχει την άνεση να ενσωματώνει στα ολιγοσέλιδα κεφάλαιά του (κάθε κεφάλαιο απαντά σε ένα ερώτημα) έναν κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο όγκο ερευνητικών δεδομένων και το τερπνόν επειδή η ενσωμάτωση αυτή δεν πάσχει από οποιονδήποτε ακαδημαϊσμό, δεν αποθαρρύνει ούτε κατά διάνοια τον αναγνώστη (ακόμα κι αν είναι ελάχιστα εξοικειωμένος με τα εσωτερικά της ελληνικής Επανάστασης) από το να παρακολουθήσει το περίπλοκο δίκτυο εντός του οποίου κινείται ο λόγος της.
Και ιδού αίφνης πώς ανοίγει την ιστορική του βεντάλια ο Βερέμης. Ο Αγώνας μπορεί να ξεκινάει κατακερματισμένος και πολυδιασπασμένος, απεικονίζοντας μια προνεωτερική κοινωνία, με το κάθε κομμάτι της κλεισμένο σε ένα αδιαπέραστο κουκούλι, αλλά εξελίσσεται, όσο περνούν οι μήνες και τα χρόνια, σε ένα έργο με εθνική στόχευση, που αποσκοπεί στην καθιέρωση κεντρικής εξουσίας, στη δημιουργία ενός ενιαίου κράτους στραμμένου σαφώς πλέον προς την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα. Κι ας σημειωθεί πως η Ευρώπη, παρά τις ισχυρές συγκρούσεις και αντιθέσεις της, που κάνουν την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία να βρίσκονται συνεχώς στα μαχαίρια, είναι εκείνη που θα δώσει στον Αγώνα την πολιτική του προοπτική, συμβάλλοντας τα μάλα στην απόκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας, καθώς και στην εγγυημένη κατοπινή πορεία της.
Οι Έλληνες, βεβαίως, δεν τα έκαναν όλα σπουδαία: κατρακύλησαν σε δύο διαδοχικούς εμφυλίους, ηττήθηκαν κατά κράτος από τον Ιμπραήμ, άφησαν τους πολιορκημένους του Μεσολογγίου στην τύχη τους, κατασπατάλησαν τα χρήματα των δύο αγγλικών δανείων (ακόμα κι αν τα δάνεια ήταν στην πραγματικότητα πολύ μικρότερα από την ονομαστική τους τιμή), χωρίστηκαν σε αλληλοσπαρασσόμενες φατρίες, σκότωσαν τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον πρώτο δημόσιο άνδρα που προσπάθησε να συμπήξει συστηματικό κράτος, πέρασαν από δίκη αγωνιστές όπως ο Πλαπούτας και ο Κολοκοτρώνης και είδαν τις κεφαλές της Εκκλησίας τους όχι μόνο να φοβούνται την Πύλη, αλλά και να πέφτουν ανήμπορα θύματά της.
Παρόλα αυτά, οι Έλληνες πίστεψαν με δύναμη στην αρχαία καταγωγή τους (‘έστω κι αν την επικαλέστηκαν για ιδεολογικούς σκοπούς), εκμεταλλεύτηκαν τη γεωστρατηγική θέση της μικροσκοπικής τους χώρας, πότισαν με αίμα το έδαφός της και στο τέλος κατάφεραν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να ζήσουν οι ίδιοι και οι απόγονοί τους ελεύθεροι – και να γιορτάσουν τώρα οι τελευταίοι με όλες τις τιμές τη στρογγυλή επέτειο της ανεξαρτησίας τους.
Βιβλία όπως αυτό του Βερέμη μάς δείχνουν, πέραν των υπολοίπων, πως η αυτογνωσία δεν θεμελιώνεται σε εξιδανικεύσεις και ωραιοποιήσεις, αλλά κατακτιέται μέσα από μια πολυμερή και πολυφωνική διαδικασία συνειδητοποίησης – τη μόνη ικανή να ανοίξει διάπλατα τον δρόμο και για το μέλλον, το εγγύς και το απώτερο.
Β. Χατζηβασιλείου