Η «Συμφωνία των Πρεσπών»: Τρία χρόνια μετά

Η «Συμφωνία των Πρεσπών»: Τρία χρόνια μετά

Πέρασαν ήδη τρία χρόνια από τις 25 Ιανουαρίου του 2019, τότε που η Ελληνική Βουλή με 153 θετικές ψήφους, επικύρωσε την Συμφωνία των Πρεσπών, που μετονομάζει και αναγνωρίζει καθολικά τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. 

Γράφει ο Χρήστος Μανταρτζίδης

Η κυβέρνηση του κ Τσίπρα, ωθούμενη αποφασιστικά από τις δογματικές της αριστερές αντιλήψεις, ¨τόλμησε¨ να κλείσει το Μακεδονικό ζήτημα, που όλες οι προηγούμενες Ελληνικές Κυβερνήσεις θέλανε διακαώς, αλλά καμιά  δεν τολμούσε. Ο δε Κυριάκος Μητσοτάκης επειδή συμφωνούσε με τον όρο Βόρεια Μακεδονία, προσπάθησε με κάθε τρόπο αφενός να μην χαλάσει η συμφωνία και αφετέρου να την εκμεταλλευτεί πολιτικά.

Ήταν δε  τόσο σφοδρή η επιθυμία της Ελληνικής πολιτικής σκηνής να τελειώσει το ζήτημα, που δεν σκέφτηκαν, καν, την περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής στη Βόρεια Μακεδονία και του ερχομού της εθνικιστικής αντιπολίτευσης.

 Σήμερα η πολιτική κατάσταση που επικρατεί στην Β. Μακεδονία είναι ρευστή και εγκυμονεί κινδύνους για την Ελλάδα. Η άνοδος των εθνικιστών του VMRO-DPMNE αποδεικνύει, ότι η Συμφωνία των Πρεσπών–αφού χρησιμοποιήθηκε από τους «Μακεδόνες», ως χαρτί για την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ (η ένταξη τους στην ΕΕ δεν έχει επιτευχθεί εξαιτίας του veto που άσκησε η Βουλγαρία τον Νοέμβριο του 2020)-αποτελεί πλέον για αυτούς ένα κουρελόχαρτο χωρίς σημασία και όπως φαίνεται την καταπατούν συνεχώς. Και αν λοιπόν τη συμφωνία δεν την τηρούσε η μετριοπαθής κυβέρνηση του κ Ζάεφ,  δεν είναι δύσκολο να φανταστείτε, τι θα συμβεί αν οι εθνικιστές του VMRO-DPMNE κάνουν κάποια στιγμή κυβέρνηση. Η δήλωση άλλωστε του αρχηγού του VMRO-DPMNE κ Χρίστιαν Μίτσκοσκι  ότι δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ το όνομα «Βόρεια Μακεδονία» καταδεικνύει του λόγου το αληθές. Σκεφτείτε de facto κατάργηση της Συμφωνίας αλλά όχι de jure… και τι θα κάνει η Ελληνική Κυβέρνηση; Θα ζητήσει από τους εθνικιστές του VMRO-DPMNE να τηρήσουν τη συμφωνία; Και αυτοί θα βάλουν τα γέλια…

Το Μακεδονικό αποτελούσε έναν «γόρδιο δεσμό» και μια ανοιχτή πληγή για την ελληνική εξωτερική πολιτική, που η συμφωνία των Πρεσπών -θετικά ή αρνητικά για την Ελληνική πλευρά- έκλεισε. Ένα χρόνιο ανοικτό ζήτημα που ήταν ήδη χαμένο για την Ελλάδα μετά τη λανθασμένη και ανεπιτυχή πολιτική διαχείριση όλων των κυβερνήσεων. Η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών παγκοσμίως αποκαλούσαν τη Βόρεια Μακεδονία σκέτο Μακεδονία. Βέβαια και τώρα Μακεδονία την αποκαλούν. Αν πιστεύουμε, ότι ο προσδιορισμός ο οποίος μπαίνει μπρος ή πίσω από το ¨Μακεδονία¨, έχει κάποια σημασία, γελιόμαστε. Δεν έχει καμία σημασία. Και αν συνυπολογίσουμε και τη γλώσσα και την εθνότητα που χάρισε ο ΣΥΡΙΖΑ…είναι χειρότερα..

Η σημερινή κυβέρνηση του κ Μητσοτάκη θεωρεί το ζήτημα λήξαν παρά τις αντιδράσεις των βορειοελλαδιτών ψηφοφόρων. Βέβαια στο πρόσφατο παρελθόν, οι φανατικοί ¨Μακεδόνες¨ της Θεσσαλονίκης, ¨τιμώρησαν¨ παραδειγματικά τον ΣΥΡΙΖΑ για την «επαίσχυντη και προδοτική» συμφωνία, δίνοντας του 32% στις εκλογές του 2019… 

Η συμφωνία των Πρεσπών όπως έγινε και με τους όρους που έγινε, δεν είναι ¨συμφωνία¨ αλλά παραχώρηση. Η Ελληνική πλευρά δεν διαπραγματεύτηκε, δε συμφώνησε και δεν αποκόμισε τίποτα θετικό. Απλώς παραχώρησε τα πάντα: όνομα, εθνότητα, γλώσσα. Αποδέχτηκε μια “λύση” που αναγνωρίζει “μακεδονική” ταυτότητα, “μακεδονική” εθνότητα, “μακεδονική” γλώσσα, παίρνοντας ως αντάλλαγμα μια σύνθετη ονομασία. Έδωσε και δεν πήρε. Μηδενικό όφελος.

Διέθετε ένα ισχυρό όπλο, το βέτο και το απεμπόλησε, χωρίς να ζητήσει τίποτα, χωρίς να πάρει τίποτα ως αντάλλαγμα.  Διότι άλλο το γεωγραφικό Βόρεια Μακεδονία και άλλο η παραχώρηση της μακεδονικής γλώσσας και μακεδονικής εθνότητας. Με την υπογραφή της συμφωνίας η Ελληνική πλευρά παραχώρησε υπόσταση και έκανε κάποιους χωρίς Ταυτότητα σημαντικούς. Χάρισε Ελληνική ταυτότητα σε μη Έλληνες, Σλάβους.

Η συμφωνία είχε πολλά θετικά για την Β. Μακεδονία. Είσοδος στο ΝΑΤΟ και ενταξιακές συνομιλίες με την ΕΕ, εθνική Μακεδονική γλώσσα και ταυτότητα σε διάφορες διεθνείς εκθέσεις και αθλητικές διοργανώσεις. Η Ελλάδα δεν αποκόμισε κάτι θετικό από τη συμφωνία των Πρεσπών. Εκτός ίσως από το σταμάτημα του Βουλγάρικου εθνικισμού στην γειτονική χώρα. Στην ουσία όμως τίποτα δεν κέρδισε.

Τι γίνεται τώρα…

Η Συμφωνία των Πρεσπών υπογράφηκε από μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση  και επικυρώθηκε από ένα δημοκρατικά εκλεγμένο κοινοβούλιο. Τυχόν υπαναχώρησή της Ελληνικής πλευράς θα αποτελούσε σοβαρότατο ατόπημα της Ελληνικής διπλωματίας. Τελικά η κυβέρνηση του κ Τσίπρα έκανε ένα αναπάντεχο και πολύτιμο δώρο στην κυβέρνηση του κ Μητσοτάκη και η σημερινή κυβέρνηση το πάει ακόμη πιο πέρα.

Συνεχίζει να στηρίζει τη Συμφωνία των Πρεσπών, και επικεντρώνεται στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ακολουθεί σταθερά μια πολιτική λύση, η οποία αν και την καθιστά υπόλογο και δεν αρέσει στους Βορειοελλαδίτες, συνάδει με την πραγματικότητα. Αυτή άλλωστε είναι η πολιτική. Η επιμονή σε ζητήματα που έχουν οριστικά χαθεί, αποδυναμώνει και δημιουργεί επιπλέον προβλήματα. Δεν είναι δυνατόν να στηρίζονται καταστάσεις και ζητήματα που έχουν παγιωθεί για δεκαετίες και τα οποία δεν μπορούν πλέον να κερδιθούν. Αυτές οι μάχες με την πραγματικότητα είναι σκληρές, δύσκολες και χαμένες από χέρι…

Δείτε επίσης: Χρ. Σταϊκούρας: «Είμαστε Κυβέρνηση που μειώνει φόρους»

Loading

Play