Περπατώντας στα σοκάκια της παλιάς πόλης της Βέροιας και προσπαθώντας να ιχνηλατήσει κανείς τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα που κρύβει στα «σπλάχνα» της -απόρροια της μακραίωνης ιστορίας της- «σκοντάφτει» πάνω σε κτίρια που τον …αναγκάζουν να σταματήσει, να τα περιεργαστεί και να μάθει τα «μυστικά» τους.
Ένα τέτοιο πέτρινο κτίριο, με πλούσιο και περίτεχνο εσωτερικό διάκοσμο, κρύβεται στο βορειοδυτικό άκρο μιας ανοιχτής αυλής στη λιθόστρωτη εβραϊκή συνοικία της πόλης, την περίφημη Μπαρμπούτα. Είναι το κτίριο της συναγωγής, της παλαιότερης σωζόμενης συναγωγής στην Ελλάδα και μιας από τις αρχαιότερες σε όλα τα Βαλκάνια, απ’ όπου λέγεται πως κήρυξε και ο Απόστολος Παύλος, όταν πέρασε από τη Βέροια.
Η συναγωγή, που στη σημερινή της μορφή χτίστηκε το 1850 και λειτούργησε έως την 1η Μαΐου 1943, όταν οι ναζιστικές δυνάμεις κατοχής συνέλαβαν εκατοντάδες μέλη της εβραϊκής κοινότητας της Βέροιας, λειτούργησε ως κέντρο της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής της πολυάριθμης τότε κοινότητας και «σιώπησε» μεμιάς, όταν ο ζόφος του πολέμου έπεσε σαν βαριά σκιά πάνω στην πόλη.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη σελίδα του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος (ΚΙΣΕ) στο διαδίκτυο, «η συναγωγή επισκευάστηκε εκ βάθρων με σουλτανικό φιρμάνι του 1850 και συγκεντρώνει αρχιτεκτονικά στοιχεία προγενέστερών της μικρών συναγωγών της Θεσσαλονίκης. Τέσσερις κίονες στο κέντρο του χώρου ορίζουν το Βήμα (Τεβά), ενώ το Ιερό (Εχάλ) βρίσκεται στον ανατολικό τοίχο. Το πάτωμα είναι φτιαγμένο από ξύλινες σανίδες και στο κέντρο είναι διακοσμημένο με μωσαϊκά διακοσμητικά πλακάκια. Πίσω από τη συναγωγή διασώζεται ακόμη το μικβέ (θρησκευτικός λουτρώνας)».
«Δυστυχώς δεν ξέχασαν κανέναν….»
Την αποφράδα εκείνη ημέρα, όταν άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την εβραϊκή κοινότητα της Βέροιας, αλλά και τα όσα δραματικά ακολούθησαν, θυμάται «σαν χθες» ένας από τους τελευταίους επιζώντες της κοινότητας, που σήμερα ζει πια στη Θεσσαλονίκη. Είναι ο Ιωσήφ Στρούμσας, ο οποίος στα 14 του χρόνια αναγκάστηκε να …μεγαλώσει μέσα σε μια νύχτα και ν’ αφήσει το σπίτι του και την ανεμελιά τής εφηβείας για να ξεφύγει από το μένος των ναζί. «Ήταν τόσο δραματικές, τόσο ισχυρές οι τελευταίες μνήμες πριν από τον πόλεμο, που έχουν χαραχτεί στο μυαλό μου και είναι ολοζώντανες», αφηγείται στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Στρούμσας, ο οποίος διανύει πλέον την ένατη δεκαετία της ζωής του.
«Το πογκρόμ στη Βέροια, ειδικά στη Βέροια, δεν άρχισε… Δηλαδή, μόλις μάθαμε ότι στη Θεσσαλονίκη άρχισαν να μαζεύουν τους Εβραίους, τότε και στη Βέροια καταλάβαμε ότι κάτι βαρύ γινόταν. Μέχρι τότε νομίζαμε πως στη Βέροια, μια μικρή πόλη τότε 17-18.000 κατοίκων, πιθανόν να μας ξεχάσουν… Αλλά δεν ξέχασαν κανέναν». λέει. Την εποχή εκείνη οι Εβραίοι της Βέροιας δεν ξεπερνούσαν τα 600 άτομα κι απ’ αυτούς οι 450 έφυγαν για τα στρατόπεδα και οι 150 κρύφτηκαν στο βουνό. Απ’ αυτούς γύρισαν οι 140. Οι υπόλοιποι «καταδόθηκαν, συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν», θυμάται ο κ. Στρούμσας.
Ο ίδιος, οι γονείς του, ο αδελφός του κι η γιαγιά του, με παρότρυνση του τότε διοικητή της Χωροφυλακής Γεωργίου Σταυρίδη, κατέφυγαν στο χωριό Συκιά, όπου ένας γενναίος ιερέας, ο παπά- Νέστορας, αψηφώντας τον κίνδυνο τούς έσωσε τη ζωή. Οι δύο αυτοί άνθρωποι «ξέπλυναν την ντροπή της ανθρωπότητας…», συνηθίζει να λέει σε κάθε αναφορά του γι’ αυτούς ο κ. Στρούμσα.