Την καταδίκη της Ελλάδας αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για τη διαπόμπευση οροθετικών γυναικών το 2012.
Συγκεκριμένα, η απόφαση αφορά τη δημοσίευση ιατρικών και προσωπικών στοιχείων γυναικών που είχαν διαγνωστεί ως οροθετικές. Μάλιστα, υποβλήθηκαν υποχρεωτικά σε εξέταση αίματος, με τα στοιχεία να δίνονται στη δημοσιότητα από τις Ελληνικές Αρχές και τους τότε υπουργούς Υγείας και Προστασίας του Πολίτη, Ανδρέα Λοβέρδο και Μιχάλη Χρυσοχοΐδη αντίστοιχα.
(EUROKINISSI)
Με βάση την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το 2012 παραβιάστηκε το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Πλέον, το Ελληνικό Κράτος θα πρέπει να καταβάλει πρόστιμο 70.000 ευρώ, στις τέσσερις επιζήσασες οροθετικές γυναίκες, οι οποίες διαπομπεύτηκαν πριν από δώδεκα χρόνια, σε κοινή συνέντευξη Τύπου των δύο υπουργών.
Το χρονικό της υπόθεσης
Το 2012 στην Αθήνα διεξαγόταν για αρκετό διάστημα αστυνομική επιχείρηση, κατά την οποία συνελήφθησαν ιερόδουλες και μεταξύ αυτών ήταν και οι δέκα γυναίκες που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Μάλιστα, χρειάστηκε να υποβληθούν σε έλεγχο ταυτότητας, ιατρικό έλεγχο για σεξουαλικάμεταδιδόμενανοσήματα και εξετάσεις αίματος οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι ήταν θετικές στον ιό του HIV.
Με βάση τα αποτελέσματα των εξετάσεων, σε βάρος τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για απόπειρα πρόκλησης σοβαρής σωματικής βλάβης από πρόθεση, μαζί με το αδίκημα της απλής βλάβης. Ο εισαγγελέας διέταξε να δημοσιοποιηθούν τα ονόματα και οι φωτογραφίες τους, αλλά και οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον τους. Παράλληλα, έγινε και αναφορά στην οροθετική τους κατάσταση και όλα αυτά με βάση τον νόμο 2472/1997.
Τότε, τα ΜΜΕ διέδωσαν τα στοιχεία και τις φωτογραφίες των οροθετικών γυναικών, καθώς η εισαγγελική εντολή ανέβηκε στην ιστοσελίδα της Αστυνομίας. Ουσιαστικά, από εκείνο το σημείο και έπειτα άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι, καθώς μια γυναίκα έμαθε από γνωστό της ότι το όνομα και η φωτογραφία της προβάλλονταν σε ειδησεογραφικό πρόγραμμα, χωρίς η ίδια να είναι μεταξύ των συλληφθέντων. Συγκεκριμένα, είχε συλληφθεί η αδερφή της, η οποία ήταν ιερόδουλη και είχε διαγνωστεί με HIV.
Οι προσφεύγουσες ξεκαθάρισαν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δεν ζητήθηκε η συγκατάθεσή τους για να γίνουν οι εξετάσεις αίματος, εκφράζοντας -παράλληλα- την αντίθεσή τους στη διάδοση των προσωπικών και ιατρικών στοιχείων. Την προσφυγή είχαν καταθέσει συνολικά έντεκα Ελληνίδες, με τις δέκα εξ αυτών να είναι σεξουαλικά εργαζόμενες και να έχουν διαγνωστεί θετικές στον HIV, ενώ η τελευταία ήταν η αδερφή της μίας από αυτές, όλες γεννημένες από το 1976 μέχρι το 1986.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Έκρινε, ομόφωνα, ότι υπήρξαν δύο παραβιάσεις:
Πρώτον, παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα δείγματα αίματος που επιβλήθηκαν σε δύο αιτούσες ισοδυναμούσαν με παρέμβαση στην ιδιωτική τους ζωή. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι καμία από τις διατάξεις που επικαλέστηκε η κυβέρνηση δεν ήταν ικανή να δικαιολογήσει ιατρική παρέμβαση, είτε διενεργήθηκε από αστυνομικούς είτε γιατρούς, όπως αυτή που επιβλήθηκε στις ενδιαφερόμενες προσφεύγουσες.
Δεύτερον, παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης όσον αφορά τέσσερις αιτούσες, λόγω της δημοσίευσης δεδομένων που τους αφορούν. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η δημοσίευση των δεδομένων των τεσσάρων προσφευγουσών ισοδυναμούσε με δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμά τους στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Τα ονόματα και οι φωτογραφίες αυτών των αιτουσών και οι πληροφορίες ότι ήταν οροθετικές, είχαν μεταφορτωθεί στον ιστότοπο του αστυνομικού τμήματος και μεταδόθηκαν από τα μέσα ενημέρωσης, ενώ ο εισαγγελέας δεν είχε προσπαθήσει να εξακριβώσει εάν άλλα μέτρα, ικανά να εξασφαλίσουν λιγότερη έκθεση στα μέσα ενημέρωσης των αιτουσών, θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί στις υποθέσεις τους.
Τέλος, το Δικαστήριο αποφάσισε να αφαιρέσει από τον κατάλογό του τμήματα των αιτήσεων που αφορούσαν πέντε αιτούσες, τέσσερις από τις οποίες έχουν πεθάνει.
Απέρριψε επίσης τις καταγγελίες ορισμένων προσφευγουσών ως εκπρόθεσμες ή για μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων.