«Ξετυλίγοντας» το κουβάρι της ιστορίας της Κέρκυρας, βρίσκει το καρναβάλι στο νησί να ξεκινά περίπου στα τέλη του 14ου αιώνα, λίγα χρόνια μετά την επίσημη ένταξη της Κέρκυρας στη Βενετοκρατία, το 1386.
Οι γιορτές του καρναβαλιού, που ετυμολογικά σημαίνει αποχή από το κρέας, καθώς προέρχεται από το «φραγκικό λεξιλόγιο» από τις λέξεις carne-vale (κρέας-χαίρε δηλαδή αποχή από το κρέας ), ήρθαν επισήμως στο νησί με τους Βενετσιάνους, που γιόρταζαν την αλλαγή του χρόνου την Κυριακή της Τυροφάγου με την πρώτη μέρα του νέου έτους την Καθαρά Δευτέρα.
Βέβαια, δεν αποκλείεται στο νησί να προϋπήρχαν σημάδια μεταμφιέσεων, γλεντιού και αθυροστομίας, καθώς τα καρναβάλια έχουν τις ρίζες τους στις αρχαίες ελληνικές Διονυσιακές γιορτές.
Τα καρναβάλια κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας ξεκινούσαν την ημέρα των Θεοφανείων και ολοκληρωνόταν την Κυριακή της Τυροφάγου.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ήταν πως τις ημέρες εκείνες οι ανύπαντρες γυναίκες, ή οι χήρες επιτρεπόταν να βγαίνουν στους δρόμους, ασυνόδευτες, φορώντας μάσκα για να μην γίνονται αναγνωρίσιμες.
Παρότι τις ημέρες του καρναβαλιού υπήρχε μία πλήρης ισοπέδωση των κοινωνικών τάξεων, εντούτοις οι ευγενείς είχαν την ίδια αμφίεση, φορούσαν μαύρο μεταξωτό μανδύα με καλύπτρα, τρίκωχο καπέλο και λευκές μάσκες, ενώ οι γυναίκες φορούσαν χρυσοκέντητες τουαλέτες και μόνο μαύρες μάσκες.
Στην Κέρκυρα οι γιορτές των καρναβαλιών διεξάγονταν στην κατεδαφισθείσα σήμερα, Porta Reale, τον σημερινό μεγάλο πεζόδρομο της «χώρας» που κατακλύζεται από εμπορικά καταστήματα.
Στον επίσημο χορό του Βενετού άρχοντα του νησιού, σύμφωνα με το βιβλίο της Αλίκης Νικηφόρου-Τεστόνε «ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΤΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» λάμβαναν μέρος οι Σύνδικοι, οι Δικαστές, τα μέλη του Κονκλάβιου και Ευγενείς Κερκυραίοι.
Ο συνολικός αριθμός των καλεσμένων δεν ξεπερνούσε τα σαράντα άτομα, ενώ οι γυναίκες απαγορευόταν να παρευρίσκονται σε γεύματα, καθ’ όλη τη διάρκεια του καρναβαλιού, εκτός αν είχαν συγγενικό δεσμό με τον οικοδεσπότη.
Τα γεύματα που ακολουθούσαν τις επόμενες μέρες ήταν προς τιμήν των αξιωματούχων του βενετικού στόλου που παρευρίσκονταν στο νησί, περιείχαν πλούσια εδέσματα, ενώ το κρασί έρρεε άφθονο.
Κυρίαρχο στοιχείο των ημερών ήταν τα «μπομπάρια», δηλαδή τα καλαμπούρια.
Όπως αναφέρεται στο «corfu meseum», για πρώτη φορά τα «μπομπάρια» τα συναντάμε στη Βενετία, ως momaria από το 1441, στις επίσημες εκδηλώσεις όπως τα καρναβάλια. Αργότερα μετατράπηκαν σε κωμωδίες με υπόθεση. Σήμερα μπορούμε να τα συγκρίνουμε και με τα «πετεγολέτσα» έθιμο που αναβιώνει μέχρι και σήμερα στο νησί κατά τη διάρκεια της Αποκριάς.
Οι μάντσιες, δηλαδή τα πειράγματα σε μικρά θεατρικά, εξελίχθηκαν σε καβαλκίνες, μεγάλες χοροεσπερίδες μεταμφιεσμένων που φορούσαν περίτεχνες τουαλέτες, με πολύ υψηλό εισιτήριο για την ενίσχυση των ηθοποιών.
Το θέατρο ήταν αναπόσπαστο κομμάτι από τα καρναβάλια στην Κέρκυρα.
Ιδιαίτερη μνεία κάνει και ο Καζανόβας, στα απομνημονεύματα του, όταν υπηρέτησε στην Κέρκυρα ως ανθυπολοχαγός του βενετσιάνικου στρατού το 1747-1750.
Ιστορικά στοιχεία φέρουν όμως και το θίασο από τη Commedia dell’ Arte να έρχεται για τις μεγάλες αυτές γιορτές στο νησί, ενώ το σίγουρο είναι πως φιλοξενήθηκαν πολλά χορευτικά διάσημα μπαλέτα και όπερες της εποχής. Το San Giacomo, λέσχη της εποχής, με αίθουσα θεάτρου έζησε λαμπρές νύχτες. Σήμερα είναι το παλιό Δημαρχείο της Κέρκυρας.
Σε όλες αυτές τις γιορτές και τα καρναβαλιστικά στοιχεία προστέθηκαν με τα χρόνια νέα έθιμα, όπως «η μασκαράτα των τρελών».
Στον κόσμο των Βενετσιάνων ευγενών, των προνομιούχων Κερκυραίων, του στρατού, των ανωτέρω υπαλλήλων και των αξιωματικών του στόλου, μεταξύ άλλων, επικρατούσε και η χαρτοπαιξία, με τα τέσσερα τότε καζίνο του νησιού, να βρίσκονται στην ακμή τους.
Τα γλέντια τελείωναν την Κυριακή της Τυρινής, όπου γινόταν ο μεγάλος χορός. Εκείνη τη νύχτα έπεφταν και οι μάσκες.
Μπορεί η Ενετική κυριαρχία να τελείωσε στην Κέρκυρα στα τέλη του 18ου αιώνα όμως άφησε πίσω της μνήμες και πολιτιστικά δρώμενα που υιοθετήθηκαν και ενσωματώθηκαν στα κερκυραϊκά έθιμα δίνοντας μία μοναδική ιδιαιτερότητα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη.