Αντιμέτωποι με το φαινόμενο των αλλαγών του κλίματος και των επιπτώσεών τους στην καλλιέργεια του κρόκου βρίσκονται οι καλλιεργητές της Κοζάνης, οι οποίοι για τρίτη συνεχόμενη χρονιά βλέπουν την παραγωγή τους να βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα.
Όπως αναφέρει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης, Βασίλης Μητσόπουλος, η συγκομιδή ξεκίνησε στις 26 Οκτωβρίου και φαίνεται ότι θα κυμανθεί στα επίπεδα του 2022 και 2023, παρότι υπάρχει μια μικρή αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, λίγο πάνω από τα 5.000 στρέμματα.
Το μέγεθος της παραγωγής του κρόκου δεν πρόκειται να ξεπεράσει τον ένα τόνο και ο κ. Μητσόπουλος εκφράζει την αγωνία του να προλάβουν οι παραγωγοί να συλλέξουν μέχρι και το τελευταίο λουλούδι του χωραφιού τους. Ως μικρό δείγμα της αρνητικής συμβολής των διακυμάνσεων του κλίματος στην καλλιέργεια του κρόκου, αναφέρει ότι πριν από 20 χρόνια, τα ίδια στρέμματα καλλιεργήσιμης γης έδιναν σε ετήσια βάση 2,1-2,5 τόνους κρόκου.
Η συγκομιδή των λουλουδιών είναι δύσκολη και επίπονη διαδικασία, καθώς οι εργάτες πρέπει να βρίσκονται συνεχώς, επί ώρες, σκυμμένοι στο έδαφος. Το ημερομίσθιο μαζί με το εργόσημο είναι περίπου 60 ευρώ. Το εργατικό δυναμικό, λόγω της δημογραφικής συρρίκνωσης αλλά και της απολιγνιτοποίησης, είναι λιγοστό.
Επιπλέον, πολλοί άνθρωποι δεν επιθυμούν να ασχοληθούν με την καλλιέργεια του κρόκου, παρόλο που ο συνεταιρισμός εξασφαλίζει την αγορά της παραγωγής και την άμεση πληρωμή του παραγωγού.
Ο Συνεταιρισμός Κροκοπαραγωγών έχει σήμερα περί τα 1.000 μέλη και η τιμή που πληρώνει στα μέλη του με την παράδοση του προϊόντος είναι περίπου 2.000 έως 2.200 ευρώ/κιλό κρόκου.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το σύνολο της παραγωγής πωλείται στην Ελλάδα και το εξωτερικό σε μορφή συσκευασίας, γεγονός που δεν συνέβαινε στο παρελθόν. Ο κρόκος Κοζάνης είναι από τα πιο ακριβά μπαχαρικά του κόσμου και είναι περιζήτητο για το χρώμα, το άρωμα και τις φαρμακευτικές του ιδιότητες.