ΜμΕ: Η διαχρονική τους πορεία, τα μεγέθη τους σήμερα και οι βασικές προκλήσεις

ΜμΕ: Η διαχρονική τους πορεία, τα μεγέθη τους σήμερα και οι βασικές προκλήσεις

Παρά τις όποιες νέες προκλήσεις που έχουν ενώπιον τους, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην χώρα μας αντιμετωπίζουν το μέλλον με αισιοδοξία καθώς οι προοπτικές τους σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις οικονομικών αναλύσεων και ερευνών είναι ευοίωνες.

Όπως επισημαίνουν οι οικονομικοί αναλυτές παρά τις σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία της, ημικρομεσαία επιχειρηματικότητα άντεξε τόσο στη δεκαετή οικονομική κρίση όσο και στις επιπτώσεις της πανδημίας και κατάφερε να σταθεί «όρθια».

Ποια όμως είναι σήμερα τα μεγέθη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην χώρα μας; Ποιες οι νέες προκλήσεις που έχουν μπροστά τους και γιατί οι προοπτικές είναι ευοίωνες;

Το 99,9% των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα (εξαιρούνται η γεωργία, η αλιεία-δασοκομία και ορισμένοι κλάδοι των υπηρεσιών, όπως η εκπαίδευση και η υγεία), το 83,5% της απασχόλησης και το 57% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ),  αντιπροσωπεύουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αποτελώντας τη βάση της οικονομικής δραστηριότητας. 
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ που περιλαμβάνονται σε οικονομική ανάλυση της Alpha Bank, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις συνιστούν την επικρατούσα μορφή επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα μας, αποτελώντας, το 2022, το 94,4% των επιχειρήσεων, έναντι 5% των μικρών, 0,5% των μεσαίων και 0,1% των μεγάλων επιχειρήσεων. Τα μερίδια των απασχολούμενων κυρίως στις πολύ μικρές και δευτερευόντως στις μικρές επιχειρήσεις είναι υψηλότερα στην Ελλάδα σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ αντίστροφη είναι η εικόνα στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις  Η εικόνα ωστόσο διαφοροποιείται σε όρους ΑΠΑ, με τα μερίδια να είναι υψηλότερα στην Ελλάδα σε σύγκριση με την ΕΕ-27 στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και χαμηλότερα στις πολύ μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις.

Ευοίωνες οι συνθήκες για ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων

Παρά τις έντονες πιέσεις που υπέστη, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα,  όπως επισημαίνεται στη μελέτη  της Alpha Bank που είδε το φως της δημοσιότητας, ανέκαμψε σημαντικά το 2022, με τον αριθμό των ΜμΕ να αυξάνεται κατά 3,6% (731,8 χιλ.), την απασχόληση κατά 5,1% (2,2 εκατ.) και την ΑΠΑ κατά 7,6% (34,8 δισ. ευρώ, σε τρέχουσες τιμές), σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2023 SME Country Fact Sheet).

Η αύξηση της απασχόλησης στις ΜμΕ ήταν η δεύτερη υψηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υστερώντας μόνο έναντι της Ιρλανδίας . Οι προοπτικές για την περαιτέρω ανάπτυξη των ΜμΕ παραμένουν ευοίωνες, εκτιμούν οικονομικοί αναλυτές της Alpha Bank, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας τους και της απασχόλησης κατά 8,9% και 2,1% το 2023, αντίστοιχα.

Διαχρονική εξέλιξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας –  παραγωγικότητα και προκλήσεις

Μετά την αποδυνάμωση της επιχειρηματικότητας τα χρόνια της ύφεσης την περασμένη δεκαετία, από το 2014 και μετά, οι μικρές επιχειρήσεις (10-49 απασχολούμενοι) ανέκαμψαν γρήγορα σε αριθμό και απασχολούμενους, ξεπερνώντας από το 2017 τα επίπεδα του 2008 . Το 2008 δραστηριοποιούνταν 25,4 χιλ. μικρές επιχειρήσεις με 487 χιλ. απασχολούμενους, ενώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2022 ο αριθμός τους διαμορφώθηκε σε 36,8 χιλ. με περίπου 648 χιλ. απασχολούμενους. Ωστόσο, η παραγωγή προστιθέμενης αξίας το 2022 (12,8 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές) υπολείπεται σημαντικά του 2008 (Ευρώ 16,6 δισ., σε τρέχουσες τιμές), γεγονός που υποδηλώνει ότι η παραγωγικότητα των μικρών επιχειρήσεων, η οποία ορίζεται ως η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο, δεν έχει κατορθώσει να επανέλθει στα επίπεδα που βρισκόταν πριν από την οικονομική κρίση. Η υστέρηση της παραγωγικότητας σε σύγκριση με το 2008 αφορά και τις υπόλοιπες κατηγορίες της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, δηλαδή τις πολύ μικρές (0-9 απασχολούμενοι) και μεσαίες επιχειρήσεις (50-249 απασχολούμενοι). ¨

Με βάση αυτά τα δεδομένα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, μια σημαντική πρόκληση για τις ΜμΕ είναι η αύξηση της παραγωγικότητάς τους. Αυτό προσδοκάται ότι θα προέλθει μέσω της ανόδου των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, σε συνδυασμό με την ψηφιοποίηση και την τεχνολογική αναβάθμιση που λαμβάνει χώρα με ιδιαίτερα έντονο ρυθμό μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Προς αυτή την κατεύθυνση, καθοριστικής σημασίας είναι η αξιοποίηση αναπτυξιακών εργαλείων όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ και η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης. Σημειώνεται ότι από τα 392 επενδυτικά σχέδια που έχουν υποβληθεί στο δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (μέχρι 30.4.2023), τα 236 προέρχονται από ΜμΕ με τον συνολικό προϋπολογισμό τους να διαμορφώνεται στα 2,75 δις. ευρώ.

Επιπλέον, στο σκέλος των επιδοτήσεων, ο δεύτερος πυλώνας του Σχεδίου αφορά την ψηφιακή μετάβαση, μέρος του οποίου είναι ο ψηφιακός μετασχηματισμός των ΜμΕ με συνολικό προϋπολογισμό 375 εκατ. ευρώ. Η αξιοποίηση αυτών των πόρων αναμένεται να συμβάλλει στη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην ψηφιοποίηση των ΜμΕ, ένα πεδίο στο οποίο η χώρα μας υστερεί. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας, ο οποίος παρακολουθεί τις ψηφιακές επιδόσεις των κρατών-μελών της ΕΕ-27, το 2021 μόλις το 39% των ΜμΕ παρουσιάζουν τουλάχιστον το βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης έναντι 55 % που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ-27.

Ωστόσο, σε άλλα πεδία η Ελλάδα έχει συγκλίνει ή ακόμα και υπερβεί τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Συγκεκριμένα, το 2021, το 20% των ΜμΕ πραγματοποίησαν πωλήσεις μέσω διαδικτύου (έναντι 18% στην ΕΕ-27), το 7% πραγματοποίησε ηλεκτρονικές πωλήσεις σε διασυνοριακό επίπεδο (έναντι 9% στην ΕΕ-27), ενώ το ηλεκτρονικό εμπόριο αντιπροσώπευσε το 11% του συνολικού κύκλου εργασιών των ΜμΕ (έναντι 12% στην ΕΕ-27).

Γενικότερα, όσον αφορά στην ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 22η θέση στο σύνολο των 27 χωρών, υστερώντας σημαντικά έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου στη χρήση προηγμένων ψηφιακών τεχνολογιών, όπως της τεχνητής νοημοσύνης (4% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα έναντι 8% στην ΕΕ-27) και του υπολογιστικού νέφους (17% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα έναντι 34% στην ΕΕ-27).

Σημειώνεται, ωστόσο, ότι σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (EIB Investment Survey 2022), το επιχειρηματικό περιβάλλον συνεχίζει να αποτελεί βασική ανησυχία των ΜμΕ προκειμένου να αυξήσουν την επενδυτική τους δραστηριότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, το 84% των ΜμΕ στην Ελλάδα αναφέρουν το θεσμικό πλαίσιο (business regulation) ως ένα σημαντικό εμπόδιο στην επενδυτική τους δραστηριότητα, έναντι 62% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Δυνατή ανάπτυξη το 2023 υποδηλώνει ο δείκτης Εμπιστοσύνης των ΜμΕ

Σύμφωνα με τακτική μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, με την ελληνική οικονομία να επανέρχεται με αξιοζήλευτη επιτάχυνση μετά το δίδυμο χτύπημα της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, κομβικό ζήτημα παραμένει η διάχυση της δυναμικής αυτής στο κομμάτι της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, με κοινή συνισταμένη των ευρημάτων της οικονομικής ανάλυσης να αποτελεί η αισιόδοξη οπτική των ελληνικών επιχειρήσεων για το μέλλον, η οποία μετουσιώνεται σε προσλήψεις και ενεργή επενδυτική ορμή. 

Ειδικότερα σύμφωνα με την μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, ανοδο 8 μονάδων κατέγραψε ο Δείκτης Εμπιστοσύνης των ΜμΕ το πρώτο εξάμηνο του 2023, μετά από ένα παρατεταμένο διάστημα επιδείνωσης λόγω των αλλεπάλληλων κρίσεων. Συγκεκριμένα, ήδη έχει καλύψει τα 2/3 των απωλειών που προκλήθηκαν αρχικά από την πανδημία και στη συνέχεια από την ενεργειακή κρίση. Η βελτίωση στο επιχειρηματικό κλίμα οδήγησε σε κάθετη αύξηση του ποσοστού των επιχειρήσεων που ακολουθεί στρατηγικές ανάπτυξης, το οποίο διαμορφώθηκε στο 57% του τομέα ΜμΕ (έναντι 47% κατά το προηγούμενο εξάμηνο).

Σημαντικό ρόλο στην βελτίωση του Δείκτη Εμπιστοσύνης διαδραμάτισαν κυρίως οι προσδοκίες ανοδικής ζήτησης για το επόμενο εξάμηνο, με τον αντίστοιχο δείκτη να καταγράφει άνοδο 29 μονάδων (έναντι οριακής αύξησης κατά 1 μονάδα σε όρους τρέχουσας ζήτησης). Αξίζει να σημειωθεί ότι αυξημένη αισιοδοξία εντοπίζεται σε επιχειρήσεις όλων των μεγεθών και κλάδων, με τις υπηρεσίες να ξεχωρίζουν καταγράφοντας ιστορικό υψηλό, αντανακλώντας εν μέρει τις ισχυρά θετικές προοπτικές της φετινής τουριστικής περιόδου. 

Ανθεκτικές οι επιχειρήσεις απέναντι στην αβεβαιότητα

Αν και εμφανώς αποδυναμωμένο, το αποτύπωμα των διαδοχικών κρίσεων παραμένει ορατό. Συγκεκριμένα, ως βασικοί παράγοντες πίεσης ξεχωρίζουν τα κόστη ενέργειας και πρώτων υλών (με 63-65% του τομέα να δηλώνει υψηλή επίδραση, παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωση των σχετικών τιμών). Ακολουθεί με ελαφρώς μικρότερη επίδραση η δυσκολία εύρεσης προσωπικού και η σχετικά αδύναμη ζήτηση, που πιέζουν σημαντικά το 46% και 43% του τομέα ΜμΕ αντίστοιχα.

Ωστόσο, το στοιχείο που αξίζει να υπογραμμιστεί σύμφωνα με την μελέτη είναι ότι  ότι η αβεβαιότητα που παραμένει δεν φαίνεται να στέκεται εμπόδιο στο επιχειρείν. Βασική ασπίδα αποτελεί το γεγονός ότι η χρηματοοικονομική υγεία των ΜμΕ παραμένει ανθεκτική, καθώς τόσο οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας όσο και αυτές που ακολουθούν στρατηγικές επιβίωσης βαίνουν μειούμενες (στο 8% και το 16% του τομέα αντίστοιχα). 

Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων (54% του τομέα) αναμένει ανοδικές πωλήσεις για το 2023 (έναντι 46% με αύξηση πωλήσεων την προηγούμενη τριετία) – εκτίμηση που ήδη δημιουργεί δυναμισμό καθώς τροφοδοτεί σχέδια αύξησης παραγωγικών συντελεστών. Σχεδόν 40% των ΜμΕ προγραμματίζουν για το 2023 είτε αύξηση προσωπικού είτε αύξηση παγίων (με το 12% του τομέα να συνδυάζει και τα δύο).  Ακόμα υψηλότερη δυναμική πωλήσεων αναμένουν οι επιχειρήσεις για την επόμενη τριετία, με μέση ετήσια μεταβολή της τάξης του 7% (έναντι 5% για το 2023).  Το 1/2 προγραμματίζει αυξημένες επενδύσεις συγκριτικά με την προηγούμενη τριετία. Πέρα από την ποσοτική ενίσχυση, άξια αναφοράς είναι η ποιοτική αναβάθμιση των επενδυτικών τους σχεδίων, τα οποία χαρακτηρίζονται από έναν εξαιρετικά ισορροπημένο συνδυασμό αύξησης δυναμικότητας (σε επίπεδο παραγωγής και προώθησης) και βελτίωσης αποτελεσματικότητας (κυρίως μέσω ψηφιακών δράσεων). Συνεπώς, όλα τα δεδομένα συγκλίνουν ότι ο αναπτυξιακός κύκλος των ΜμΕ που τώρα ξεκινά δομείται σε στέρεα θεμέλια, δημιουργώντας βάσεις διατηρησιμότητας στο χρόνο και ευρείας διάχυσης στο ελληνικό επιχειρείν.
Επιπρόσθετες προκλήσεις

Σε επιμέρους ουσιαστικές προκλήσεις για την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα κάνει αναφορά και η εταιρεία συμβούλων Nepa Economic Consulting. Ειδικότερα σύμφωνα με αναφορές του διευθύνοντα συμβούλου της εταιρίας Κωνσταντίνου Πατήρη  οι βασικές αυτές προκλήσεις είναι:

   – Η εξεύρεση λύσεων που θα επιτρέψουν σε υγιείς σήμερα εταιρείες που αντιμετωπίζοντας προβλήματα στο παρελθόν οδηγήθηκαν σε καθεστώς ρυθμίσεων με εξωδικαστικό συμβιβασμό αντιμετωπίζουν ζητήματα πρόσβασης σε νέες χρηματοδοτήσεις κεφαλαίου κίνησης και όχι μόνον. Η ζήτηση ενημερότητας με 70% παρακράτηση, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ήταν ένα μέτρο που πάρθηκε σε δύσκολες μέρες για τη χώρα, πρέπει να αρθεί για να μπορέσει να αναπτυχθεί μια μικρομεσαία επιχείρηση.
   – Η πρόσβαση στο Ταμείο Ανάκαμψης από μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων και ειδικότερα από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Με το κόστος δημιουργίας ενός επιχειρηματικού σχεδίου, όπως εκτιμά η εταιρία συμβούλων, να κυμαίνεται 8.000 έως 14.000 ευρώ, καθώς και την αναγκαιότητα εκπόνησης και υιοθέτησης πολιτικών ESG, που για μεγάλο αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι ακόμη σε αρχικά στάδια, η πρόσβαση στο Ταμείο Ανάκαμψης έχει αρκετές προκλήσεις που απαιτεί αλλαγές στο πλαίσιο σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
   – Η ψηφιοποίηση είναι μια ακόμη μεγάλη πρόκληση που αναγνωρίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς το κόστος είναι υπολογίσιμο. Χρειάζονται κίνητρα, επιδοτήσεις και χρηματοδότηση ώστε να προχωρήσουν.
   – Οι επενδύσεις στην πράσινη μετάβαση αποτελεί επίσης αναγκαιότητα, καθώς σταδιακά θα αποτελεί προαπαιτούμενο χρηματοδότησης ακόμη και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
   – Η εύρεση κατάλληλου προσωπικού καθώς και η διαρκής εκπαίδευση του προκειμένου να ανταπεξέρχεται στα νέα δεδομένα της αγοράς που αλλάζει.
   -Το ζήτημα της ρευστότητας, με έμφαση στην χρηματοδότηση για κεφαλαία κίνησης. Οι τράπεζες έχοντας ουσιαστικό ρόλο στο τομέα αυτό, θα πρέπει να δώσουν περαιτέρω έμφαση στη χρηματοδότηση κεφαλαίων κίνησης στις εταιρείες, ώστε να ανοίξουν οι πιστώσεις των εταιρειών προς τους πελάτες τους που θα έχει ως αποτέλεσμα μεταξύ άλλων να βελτιωθεί ο τζίρος τους, οι βασικοί οικονομικοί τους δείκτες και φυσικά τα EBITDA. Το τελευταίο διάστημα γίνεται μια συστηματική προσπάθεια εστιάζοντας στο άνοιγμα της πλατφόρμας του «Know your Customer», με τα κεφάλαια κίνησης από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, με 40% άτοκο, που στην περίπτωση μιας επιχείρησης που δεν έχει δανεισμό υπάρχει ένα επιπλέον bonus 3% στο επιτόκιο.

Δείτε επίσης: Τέλος οι ουρές στο Κτηματολόγιο από 28 Αυγούστου – Πώς θα λειτουργεί η νέα ψηφιακή πλατφόρμα

Loading

Play