Η νόσος Mpox αποτελεί σπάνια ιογενή λοίμωξη, η οποία κυρίως μεταδίδεται από άγρια ζώα που συναντώνται σε περιοχές της Δυτικής και Κεντρικής Αφρικής. Προκαλείται από τον ιό της ευλογιάς των πιθήκων, έναν DNA ιό που ανήκει στο γένος Orthopoxvirus.
Η μετάδοση συμβαίνει κυρίως μέσω δαγκώματος ή γρατζουνιάς μολυσμένου ζώου, κυρίως τρωκτικού, αλλά σπανιότερα μπορεί να προκύψει από την κατανάλωση μη επαρκώς μαγειρεμένου κρέατος ή από επαφή με το δέρμα ή το τρίχωμα μολυσμένου ζώου.
Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, η μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο γίνεται μέσω επαφής με δερματικές βλάβες ή σωματικά υγρά του μολυσμένου ατόμου, κυρίως κατά τη διάρκεια σεξουαλικής επαφής, καθώς και μέσω μολυσμένων αντικειμένων και αναπνευστικών σταγονιδίων μετά από παρατεταμένη στενή επαφή. Ο χρόνος επώασης της νόσου κυμαίνεται από 6 έως 13 ημέρες, με δυνατότητα διακύμανσης από 5 έως 21 ημέρες.
Στις 14 Αυγούστου 2024, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) κήρυξε την επιδημία Mpox στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και σε τέσσερις γειτονικές χώρες (Μπουρούντι, Κένυα, Ρουάντα, Ουγκάντα) ως επείγουσα κατάσταση δημόσιας υγείας με διεθνές ενδιαφέρον (Public Health Emergency of International Concern). Κρούσματα έχουν αναφερθεί και σε περιοχές της Νοτίου Αφρικής.
Στις 14 Αυγούστου 2024, δηλώθηκε το πρώτο κρούσμα Mpox φυλογενετικής ομάδας Ιb στην Ευρώπη, σε ταξιδιώτη από την Αφρική.
Τα συμπτώματα της λοίμωξης από Mpox περιλαμβάνουν πυρετό, πονοκέφαλο, μυαλγίες, οσφυαλγία, λεμφαδενοπάθεια, ρίγος και εξάντληση, με τη νόσο να είναι ήπια σε πολλές περιπτώσεις. Το χαρακτηριστικό εξάνθημα εμφανίζεται συνήθως 1 έως 5 ημέρες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, όπως οι έγκυες γυναίκες, τα μικρά παιδιά και άτομα με ανοσοκαταστολή, η νόσος μπορεί να είναι σοβαρή.
Αυτή τη στιγμή, ο κίνδυνος μετάδοσης είναι μέτριος για άτομα με πολλαπλούς σεξουαλικούς συντρόφους και χαμηλός για τον γενικό πληθυσμό. Ωστόσο, για άτομα που επισκέπτονται περιοχές όπου αναφέρονται κρούσματα Mpox και έχουν στενή επαφή με τον τοπικό πληθυσμό, ο κίνδυνος είναι υψηλός, σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ.
Στους ταξιδιώτες που επισκέπτονται χώρες με αναφορές κρουσμάτων Mpox, ιδιαίτερα σε υψηλού κινδύνου ταξιδιώτες, όπως ναυτικούς και σώματα ασφαλείας, συνιστάται να είναι ενημερωμένοι για τη μετάδοση της νόσου πριν από το ταξίδι και να τηρούν τα ακόλουθα μέτρα ατομικής προστασίας:
– Συχνό πλύσιμο χεριών με νερό και σαπούνι ή χρήση αλκοολούχου αντισηπτικού όταν τα χέρια δεν είναι ορατά λερωμένα.
– Αποφυγή επαφής των χεριών με το πρόσωπο.
– Αποφυγή επαφής με άγρια ζώα, ζωντανά ή νεκρά, και κατανάλωση μη επαρκώς μαγειρεμένου κρέατος.
– Αποφυγή χρήσης προϊόντων που προέρχονται από άγρια ζώα.
– Εφαρμογή ασφαλών σεξουαλικών πρακτικών.
– Αποφυγή επαφής με άτομα που παρουσιάζουν συμπτώματα, ιδιαίτερα δερματικές βλάβες ή βλάβες στα γεννητικά όργανα, καθώς και με τα ρούχα και τα κλινοσκεπάσματά τους.
– Αποφυγή άμεσης επαφής με ασθενείς και σωματικά υγρά τους.
– Αναβολή του ταξιδιού στην περίπτωση εμφάνισης συμπτωμάτων συμβατών με την ευλογιά των πιθήκων.
– Συστήνεται εμβολιασμός για άτομα που ανήκουν σε κατηγορία υψηλού κινδύνου, όπως αυτές περιγράφονται στην ιστοσελίδα του ΕΟΔΥ (https://eody.gov.gr/disease/proin-eylogia-ton-pithikon-mpox/).
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, εάν εμφανιστούν συμπτώματα, είναι απαραίτητο να ζητηθεί άμεσα ιατρική φροντίδα και να αποφεύγεται η επαφή με άλλα άτομα. Εάν ο ταξιδιώτης αναπτύξει συμπτώματα κατά την επιστροφή του, θα πρέπει να αναζητήσει ιατρική βοήθεια κατά την άφιξή του, αναφέροντας το πρόσφατο ιστορικό ταξιδιού, προκειμένου να αποτραπεί η περαιτέρω διασπορά της νόσου και να διευκολυνθεί η διαδικασία ιχνηλάτησης επαφών.
Μετά την επιστροφή, οι ταξιδιώτες συνιστάται να παρακολουθούν την υγεία τους για 21 ημέρες και στην περίπτωση εμφάνισης συμπτωμάτων να ζητούν άμεσα ιατρική φροντίδα, αναφέροντας το πρόσφατο ταξίδι.
Σύμφωνα με τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, δεν υπάρχουν περιορισμοί σε ό,τι αφορά το εμπόριο και τις διεθνείς μετακινήσεις.