Παρά το γεγονός ότι η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους είναι οι πιο αναγνωρίσιμες γυναικείες προσωπικότητες της Επανάστασης, υπάρχουν πολλές άλλες που παραμένουν άγνωστες
Παρά τη συμπλήρωση δύο αιώνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, η μνήμη των ηρώων που έδωσαν τη ζωή τους για την ανεξαρτησία της χώρας παραμένει ζωντανή. Συχνά, όμως, η προσοχή στρέφεται κυρίως στους άνδρες ήρωες, με αποτέλεσμα να παραβλέπουμε την εξίσου σημαντική συνεισφορά των γυναικών. Αυτές, παρά τις κοινωνικές και πολιτικές δυσκολίες της εποχής, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απελευθέρωση της Ελλάδας, μερικές μάλιστα να ξεχωρίζουν για τη γενναιότητά τους και τις ηρωικές τους πράξεις.
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα (1771-1825), η «ναυμάχος» της Επανάστασης, έμεινε στην ιστορία όχι μόνο για την ηγετική της θέση στην καταπολέμηση των Οθωμανών, αλλά και για την τεράστια προσωπική θυσία που έκανε, διαθέτοντας ολόκληρη την περιουσία της για τον Αγώνα, όπως και τα πλοία της. Η ίδια είχε βιώσει την τραγωδία της οικογένειάς της όταν ο πατέρας της εκτελέστηκε από τους Τούρκους και η οικογένειά της καταδιώχθηκε. Παρ’ όλα αυτά, δεν δίστασε να ρίξει τον εαυτό της στην πρώτη γραμμή, με μια στρατηγική σκέψη που περιλάμβανε ναυτικές επιχειρήσεις και σφοδρές επιθέσεις.

Η Μαντώ Μαυρογένους (1796-1840), γνωστή για την ομορφιά και την εξαιρετική παιδεία της, προσέφερε άλλο ένα μοναδικό παράδειγμα της γυναικείας συμμετοχής στην Επανάσταση. Με την προσωπική της περιουσία και με την ενεργή συμμετοχή της σε στρατιωτικές εκστρατείες, όπως στην Κάρυστο, το Πήλιο και την Μύκονο, η Μαυρογένους καθιερώθηκε ως ηγετική φιγούρα του Αγώνα. Πέρα από τον ρόλο της στις μάχες, ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη για να προσελκύσει φιλέλληνες, ενώ η προσωπική της ζωή και ο δύσκολος θάνατός της ενίσχυσαν τη ρομαντική εικόνα της ηρωίδας, που όμως δεν απέφυγε την αίσθηση της προδοσίας από το κράτος μετά τη λήξη του Αγώνα.

Παρόλο που η Μαντώ Μαυρογένους και η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είναι οι πιο γνωστές ηρωίδες της Επανάστασης, πολλές άλλες γυναίκες προσέφεραν όλη τους την δύναμη και αφοσίωση για την ελευθερία της πατρίδας, με την ιστορία τους να παραμένει άγνωστη.
Κωνσταντίνα Ζαχαριά (1777-1843)
Η Κωνσταντίνα Ζαχαριά, σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Φ. Πουκεβίλ, ήταν μια από τις πρώτες γυναίκες που πήραν τα όπλα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Η Κωνσταντίνα, από τη Σπάρτη, ανέλαβε ηγετικό ρόλο, καθοδηγώντας 500 άνδρες σε μάχες και επιχειρήσεις.
Η προσωπική της ιστορία είχε δραματικές ρίζες. Στην τρυφερή ηλικία του βρέφους, το 1799, οι Τούρκοι σκότωσαν τον πατέρα της, Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη, στην Τρίπολη. Ο Ζαχαρίας ήταν ένας από τους πρώτους κλέφτες της εποχής και το γεγονός αυτό την σημαδεύει για πάντα. Η Κωνσταντίνα, μεγαλώνοντας, ορκίστηκε εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα της και αναζητούσε τη στιγμή να εκδικηθεί.
Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821, σε ηλικία 22-23 ετών, πήρε την απόφαση να πάρει μέρος στον αγώνα και, μετά από τη συμβουλή του επισκόπου Ηλείας Ανθίμου, οργανώνει την ομάδα της και κατευθύνεται στον πόλεμο. Οργανώνοντας τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, αναγκάζει τους Τούρκους να κλειστούν στο φρούριο του Μυστρά, ενώ ακολουθώντας τον ποταμό Ευρώτα, φτάνει μέχρι το Λεοντάρι Αρκαδίας.
Σε μία από τις μάχες της, απελευθερώνει το χωριό, καταστρέφει την ημισέληνο από τα τζαμιά και βάζει φωτιά στο σπίτι του Τούρκου στρατιωτικού διοικητή της περιοχής, του βοεβόδα, σκοτώνοντάς τον. Η ηρωική της δράση δεν περιορίζεται μόνο σε αυτήν τη νίκη. Η Κωνσταντίνα συμμετείχε και στην πολιορκία της Μεθώνης και της Κορώνης, ενώ οι ιστορικές πηγές δεν καταγράφουν τίποτα από τη συνέχεια της ζωής της μετά από αυτά τα γεγονότα.
Σταυριάνα Σάββαινα (1772-1868)
Η Σταυριάνα Σάββαινα ήταν μία ακόμα ηρωική γυναίκα της Επανάστασης του 1821 από τη Σπάρτη. Όταν ξεκίνησε ο Αγώνας, η Σταυριάνα ήταν περίπου 40 ετών και αποφάσισε να πάρει τα όπλα μετά τον θάνατο του συζύγου της, Γιωργάκη Σάββα, ο οποίος σκοτώθηκε από τους Τούρκους τις πρώτες μέρες της Επανάστασης.
Η Καλλιρρόη Παρρέν, στη δημοφιλή ιστορική στήλη της «Εφημερίδας των Κυριών» (1890), περιγράφει τη Σταυριάνα ως «τεσσαρακοντούτις, μελαχροινή, ευειδής, με ύφος αρρενωπόν, με φωνή βροντώδη και με παράστημα στρατιώτου», αποκαλύπτοντας το δυναμικό και ανδρείο χαρακτήρα της. Παρά την ηλικία της, η Σταυριάνα εντάχθηκε στο σώμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και έλαβε μέρος σε πολλές σημαντικές μάχες.
Η πρώτη της μεγάλη μάχη ήταν στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821), μια εξαιρετικά κρίσιμη νίκη για τους Έλληνες. Η Σταυριάνα, παρά το γεγονός ότι ήταν η μόνη γυναίκα ανάμεσα στους άνδρες αγωνιστές, αψηφούσε τις σφαίρες και με θάρρος μετέφερε πυρίτιδα από τον ένα προμαχώνα στον άλλο. Ο θάρρος της προκαλούσε έκπληξη ακόμα και στους σημαντικούς ηγέτες του αγώνα, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Μαυρομιχάλης και ο Πλαπούτας, οι οποίοι δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι μια γυναίκα μπορούσε να έχει τόσο μεγάλο θάρρος.
Η Σταυριάνα συνέχισε να πολεμά και στην πολιορκία της Τρίπολης, ενώ συμμετείχε και στη μάχη του Τρίκορφου. Ωστόσο, μετά την απελευθέρωση και την εγκαθίδρυση του κράτους του Όθωνα, η Σταυριάνα, όπως και πολλές άλλες ηρωίδες της εποχής, έζησε στην αφάνεια και εγκαταλείφθηκε στην τύχη της, ζώντας με τη βοήθεια των οικογενειών άλλων αγωνιστών.
Όταν πέθανε το 1868, η τύχη της ήταν αρκετά πικρή, καθώς χρειάστηκε να γίνει έρανος στο Ναύπλιο για να μπορέσουν να τη θάψουν. Παρά την παραμέληση που υπέστη από το νέο κράτος, η Σταυριάνα Σάββαινα παραμένει μια από τις σημαντικές φιγούρες της Επανάστασης, δείχνοντας τη γενναιότητα και το αδάμαστο πνεύμα των γυναικών που αγωνίστηκαν για την ελευθερία.
Δόμνα Βισβίζη (1783 – 1850)

Η Δόμνα Βισβίζη ήταν μια από τις ηρωικές γυναίκες της Ελληνικής Επανάστασης, γνωστή για τη σπουδαία συνεισφορά της στον αγώνα. Σύμφωνα με ιδιόχειρο έγγραφο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, που χρονολογείται από τον Μάιο του 1822, η Δόμνα Βισβίζη έσωσε τη ζωή του Ανδρούτσου και των ανδρών του, προμηθεύοντας τους με τρόφιμα και πολεμοφόδια. Χωρίς αυτήν την προμήθεια, ο στρατός θα διαλυόταν. Η ηρωική της πράξη συνέβαλε καθοριστικά στην επιτυχία του αγώνα σε μια κρίσιμη στιγμή.
Η Δόμνα ήταν παντρεμένη με τον Αντώνη Βισβίζη, έναν σημαντικό πλοίαρχο και εφοπλιστή, ο οποίος προσέφερε σημαντική οικονομική βοήθεια στην Επανάσταση και ήταν κυβερνήτης του πλοίου «Καλομοίρα». Όταν ο σύζυγός της πέθανε υπό αμφιλεγόμενες συνθήκες, αφού αρνήθηκε να προδώσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, η Δόμνα ανέλαβε τη διακυβέρνηση του πλοίου και συνέχισε να το διαθέτει στον αγώνα για την ελευθερία.
Μετά τον θάνατο του συζύγου της, η Δόμνα έζησε φτωχικά και εγκαταλελειμμένη από το ελληνικό κράτος υπό τη διακυβέρνηση του Όθωνα. Παρόλο που υπήρξε από τις σημαντικότερες γυναίκες του Αγώνα, η αναγνώρισή της και η υποστήριξη από την ανεξάρτητη ελληνική κυβέρνηση ήταν περιορισμένες. Αυτή η αδικία που υπέστη, καθώς και η αδιαφορία για τη ζωή των γυναικών αγωνιστριών, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του διχασμού και της παραμέλησης που βίωσαν πολλοί αγωνιστές μετά την Επανάσταση, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους.
Δέσπω Μπότση (1770-1803)
Η Δέσπω Μπότση, μια ηρωική Σουλιώτισσα, έμεινε στην ιστορία ως σύμβολο αντίστασης και θυσίας κατά την Επανάσταση του Σουλίου το 1803, όταν η περιοχή βρισκόταν υπό την πίεση των στρατευμάτων του Αλή Πασά. Καταγόταν από τη σουλιώτικη οικογένεια των Σεχαίων και ήταν σύζυγος του Σουλιώτη οπλαρχηγού Γιωργάκη Μπότση. Η δράση της έγινε γνωστή για τον ηρωισμό της και τον τραγικό της θάνατο στον πύργο του Δημουλά, κοντά στο χωριό Ρηνιάσα, όπου με την οικογένειά της κλείστηκε για να αποφύγει τη σύλληψη από τους Τούρκους.
Το 1803, όταν οι Σουλιώτες αποφάσισαν να παραδώσουν το Σούλι στον Αλή Πασά και το κυνηγητό των Σουλιωτών άρχισε, η οικογένεια του Γιωργάκη Μπότση εγκαταστάθηκε στο χωριό Ρηνιάσα. Όμως, λίγο μετά την παράδοση του Σουλίου, οι στρατιώτες του Αλή Πασά επιτέθηκαν στην περιοχή. Η Δέσπω, χήρα πια και με την οικογένεια της υπό την προστασία της, αποφάσισε να κλειστεί στο Κάστρο της Ρηνιάσας (γνωστό και ως «Πύργος του Δημουλά») μαζί με τις νύφες και τα παιδιά της.
Εκεί, πολέμησε γενναία με το θάρρος μιας ηρωίδας, αρνούμενη να παραδοθεί στους Τούρκους. Όταν τα βόλια των όπλων της εξαντλήθηκαν, αποφάσισε να βάλει φωτιά στον πύργο, προτιμώντας να πεθάνει ηρωικά παρά να πέσει στα χέρια των εχθρών. Στον θάνατό της, την ακολούθησαν τα γυναικόπαιδα που είχε υπό την προστασία της, και μαζί με αυτούς θυσιάστηκε για την ελευθερία της πατρίδας.
Η θυσία της Δέσπως Μπότση καταγράφηκε στη δημοτική ποίηση, και το όνομά της έμεινε για πάντα συνδεδεμένο με τη γενναιότητα και τον ηρωισμό των γυναικών του ’21. Το γνωστό δημοτικό τραγούδι που τη θυμάται, εξιστορεί τον ηρωικό αγώνα της, τον πόλεμο που έδωσε με νύφες και αγγόνια και τη γενναία της απόφαση να αντισταθεί μέχρι τέλους.

«H Τζαβέλενα» (1760-1803)
Η Μόσχω Τζαβέλα, ή πιο γνωστή ως «Τζαβέλενα», είναι μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της Ελληνικής Επανάστασης, με το όνομά της να συνδέεται άρρηκτα με την αντίσταση και τον ηρωισμό των γυναικών του ’21. Ήταν σύζυγος του Λάμπρου Τζαβέλα και διακρίθηκε για την ανδρεία της κατά την πολιορκία του Σουλίου, όταν ο Αλή Πασάς έστειλε ισχυρό απόσπασμα για να καταλάβει την περιοχή. Κατά τη διάρκεια της μάχης, τα όπλα των ανδρών των Σουλιωτών είχαν αποδυναμωθεί από τη μεγάλη θερμοκρασία και οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε προσωρινή ανακωχή.
Αντί να μείνει πίσω, η Μόσχω Τζαβέλα παρατήρησε την ανακωχή και υποθέτοντας ότι οι Οθωμανοί είχαν εξοντώσει τους Σουλιώτες, αποφάσισε να αναλάβει δράση. Επικεφαλής 400 γυναικών, επιτέθηκε στους Τουρκαλβανούς του Αλή Πασά, αναγκάζοντας τους να υποχωρήσουν. Οι άνδρες, βλέποντας το θάρρος των γυναικών, ακολούθησαν και τελικά ο εχθρός αιφνιδιάστηκε και απωθήθηκε. Η ηρωική αυτή ενέργεια της Μόσχως Τζαβέλα απέκτησε μεγάλο κύρος και σεβασμό από τους Οθωμανούς, ενώ εμπνέει τις λαϊκές παραδόσεις και τον ηρωισμό των γυναικών του Αγώνα.
Ελισάβετ Υψηλάντη (1768-1866)

Η Ελισάβετ Υψηλάντη υπήρξε μια από τις πιο καθοριστικές γυναίκες της Ελληνικής Επανάστασης, αναλαμβάνοντας ρόλο κεντρικής φιγούρας εντός της Φιλικής Εταιρείας. Η δράση της ξεχώρισε τόσο για την αφοσίωση στο σκοπό της Επανάστασης, όσο και για τις θυσίες που έκανε. Ως μητέρα των Αλέξανδρου, Δημήτριου και Νικόλαου Υψηλάντη, έπαιξε κομβικό ρόλο στην οργάνωση του Αγώνα, αφού, εκτός από την καθοδήγηση και την υποστήριξή της, προσέφερε την περιουσία της για την ενίσχυση των σκοπών της Εταιρείας.
Στο σπίτι της, στις 16 Φεβρουαρίου 1821, συγκεντρώθηκαν τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας για να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις για την προετοιμασία της Επανάστασης, και εκεί ελήφθη η τελική απόφαση για την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Μάλιστα, η ίδια έπαιξε καταλυτικό ρόλο και στη σύνταξη της ιστορικής προκήρυξης «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», η οποία έμελλε να σηματοδοτήσει την επίσημη έναρξη της Επανάστασης.
Η στήριξή της στον αγώνα ήταν απόλυτη και αφοσιωμένη. Όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης της ζήτησε να διαθέσει όλη την ακίνητη περιουσία της για τον σκοπό της Επανάστασης, εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη αποδέχθηκε την πρόταση. Αυτή η πράξη αυταπάρνησης και προσφοράς τιμήθηκε, με τον Αλέξανδρο να καταγράφει στην προκήρυξη την αναγνώριση του έργου της μητέρας του, σημειώνοντας την χαρακτηριστική φράση: «Ασπάζομαι την χείρα της μητρός μου».
Κάποιες σημαντικές ηρωίδες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, για τις οποίες δεν υπάρχουν εκτενείς ιστορικές καταγραφές, αλλά η δράση τους ήταν αξιοσημείωτη, είναι η Κυρά-Φροσύνη, που βοήθησε τους αγωνιστές της Στερεάς Ελλάδας οργανώνοντας στρατιωτικές και υποστηρικτικές ενέργειες, και η μοναχή Μαρία Δαμασκηνή, η οποία προσέφερε καταφύγιο και προμήθειες στους επαναστάτες. Η Σοφία Αρβανίτη από τα Επτάνησα έπαιξε ρόλο στη μεταφορά όπλων και πολεμοφοδίων, ενώ η Χρυσή Αλεξίου διακρίθηκε στη μάχη με τη γενναιότητά της. Η Ανδρονίκη Σαμαρτζή ηγήθηκε στρατιωτικών επιθέσεων εναντίον των Οθωμανών, και η Λεμονιά Παπαδοπούλου από τη Μάνη πολέμησε στο πλευρό των ανδρών, αποδεικνύοντας την ανδρεία της. Η Ελένη Φεσσίλη από την Πάρο ξεχώρισε για τις αποστολές της και τη συμβολή της στον αγώνα στα νησιά του Αιγαίου.