Πέθανε η διάσημη γλύπτρια Σοφία Βάρη, σύζυγος του Φερνάντο Μποτέρο

Η εικαστικός και γλύπτρια Σοφία Βάρη άφησε την τελευταία της πνοή σε νοσοκομείο στο Μόντε Κάρλο, την Παρασκευή (5/5), σε ηλικία 83 ετών, μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο. – Στο πλευρό της μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν ο σύντροφός της, ο κολομβιανός γλύπτης Φερνάντο Μποτέρο.

Τα έργα της φιλοξενούνται στις μόνιμες συλλογές σημαντικών μουσείων όπως το Μουσείο Τέχνης Βασίλης και Ελίζα Γουλανδρή (Αθήνα), στο Παλάτσο Βέκιο (Φλωρεντία), στο Μουσείο Πέρα (Κωνσταντινούπολη) κ.α. και εκτίθενται σε αρκετούς δημόσιους χώρους (Αθήνα κ.α.)

propoli

Πληροφορούμενη την απώλεια της Σοφίας Βάρη, η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Εικαστική καλλιτέχνις με διεθνή πορεία, με παρουσία σε μεγάλα μουσεία και εγκαταστάσεις δημόσιου χώρου σε όλο τον κόσμο, η Σοφία Βάρη έφερε στο λαξευμένο μάρμαρο των έργων της τις μνήμες της Μεσογείου και το φως του Αιγαίου.

Σε πολύ κόσμο ήταν γνωστή κυρίως ως σύζυγος του Φερνάντο Μποτέρο, αλλά η Σοφία Βάρη είχε τη δική της, αυτοτελή και ξεχωριστή ταυτότητα ως καλλιτέχνις. Οι δύο γλύπτες, ως ζευγάρι εικαστικών, αλληλοσυμπληρώνονταν, διατηρώντας ο καθένας τη δική του προσωπική γλώσσα.

Αρχίζοντας από την παραστατική ζωγραφική, όταν δημιούργησε το εργαστήριό της στο Montparnasse, στο Παρίσι, όπου και γνώρισε τον Μποτέρο, η Σοφία Βάρη βρήκε στη γλυπτική την πραγματική της κλίση και με αυτήν ασχολήθηκε κυρίως, μέχρι το τέλος. Εχοντας ζήσει στο εξωτερικό και σε διαφορετικές χώρες για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, η Σοφία Βάρη ήταν μια γυναίκα που τη διέκρινε ο κοσμοπολιτισμός.

Όμως η Ελλάδα βρισκόταν πάντα στην ψυχή της, καθώς επέλεξε να κάνει τις μεγάλες τις αναδρομικές εκθέσεις στην Ελλάδα, το 2004 στο Μουσείο Μπενάκη και το 2014 στην Ανδρο, στο Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή.

Το εικαστικό της αποτύπωμα θα παραμένει στην Αθήνα, με ένα έργο δημόσιου χώρου, τον «Θησέα», στην πλατεία Κοτζιά. Εκφράζω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια στην οικογένεια και στους φίλους της”.

Ο Υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης σημείωσε από την πλευρά του:

“Η Σοφία Βάρη υπήρξε μια σημαντική γλύπτρια με έντονη και σημαντική παρουσία στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πολλά της έργα, μνημειακών διαστάσεων, δεσπόζουν στον δημόσιο χώρο και όμως αποπνέουν τη λιτότητα και την αρμονία κυκλαδικών γλυπτών και τις φόρμες προκολομβιανών πολιτισμών. Με πλούσια δραστηριότητα και πολυάριθμες εκθέσεις ευτύχησε να δει έργα της να εκτίθενται και να εγκαθίστανται σε ολόκληρο τον κόσμο.

Εκτός από τη γλυπτική, η Σοφία Βάρη ασχολήθηκε και με άλλες εικαστικές τέχνες ενώ ένα μεγάλων διαστάσεων υφαντό της καλωσορίζει τους επισκέπτες στην αίθουσα αφίξεων στο Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών. Είχα την χαρά να συνεργαστώ μαζί της στο πλαίσιο της έκθεσης της στο ΚΠΙΣΝ, να γνωρίσω από κοντά τον τρόπο σκέψης της και τον τρόπο με τον οποίο ήθελε τα έργα της να συνομιλούν με τον δημόσιο χώρο και το κοινό. Αποχαιρετούμε μια σπουδαία καλλιτέχνη που έφερε πιο κοντά την σύγχρονη Ελληνική δημιουργία στο διεθνές κοινό”.

Ποια ήταν η Σοφία Βάρη

Γεννήθηκε το 1940 στη Βάρη και το όνομά της ήταν Σοφία Κανελλοπούλου. Πήρε το καλλιτεχνικό της όνομα από την οικογενειακή της έπαυλη στην οποία υπογράφηκε η ιστορική Συμφωνία της Βάρκιζας. Ο πατέρας της ήταν Έλληνας και η μητέρα της από την Ουγγαρία.

Σε ηλικία 16 ετών άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και δυο χρόνια αργότερα ξεκίνησε τις σπουδές της στην École des Beaux-Arts στο Παρίσι.

Οι πρώτες της δουλειές ήταν πίνακες με πληθωρικές γυμνές γυναικείες φιγούρες που αντλούν στοιχεία από το μπαρόκ, τον μανιερισμό, τον εξπρεσσιονισμό καθώς και τη γλυπτική της ελληνιστικής εποχής.

Το 1977 απέκτησε εργαστήριο στη rue de l’Arrivée στη συνοικία Montparnasse του Παρισιού, και άριχσε να ασχολείται με τη γλυπτική η οποία γρήγορα αποτέλεσε το κύριο μέλημά της. Τα πρώιμα γλυπτά της, από χαλκό και από μάρμαρο, αποτελούν δισδιάστατες παραστατικές φιγούρες με ανθρωποκεντρική αφετηρία, οι οποίες σταδιακά εξελίσσονται σε πιο αφηρημένες μορφές. Στα έργα της χρησιμοποιούσε μπρούτζο και μάρμαρο και συνήθως είναι μεγάλων διαστάσεων.

Το 1978 γνώρισε τον Κολομβιανό καλλιτέχνη Φερνάντο Μποτερό με τον οποίο μοιράστηκε την υπόλοιπη ζωή της.

Το 1988 δημιούργησε το γλυπτό Soirées de Dimanche (1988), στο οποίο γίνεται για πρώτη φορά αντιληπτή η έμπνευση που αντλεί από πολιτισμούς της Λατινικής Αμερικής και από καλλιτέχνες όπως Donatello, Luca Della Rubia, Hans Arp, Joan Miró και Alexander Archipenko, ενώ παράλληλα σηματοδοτεί την πλαστική γλώσσα που θα χρησιμοποιήσει για το υπόλοιπο της καριέρας της.

Έχοντας πλέον υιοθετήσει νέες δυναμικές στη φόρμα και τη δομή, τα γλυπτά της σχημάτισαν αλυσιδωτές συνδέσεις ευέλικτων ελικοειδών όγκων που αναπτύσσονται ανοδικά ή κυκλικά συνθέτοντας αρμονικά επίπεδα που περικλείουν το εσωτερικό και δίνουν την αίσθηση της κίνησης.

Φιλοτέχνησε έργα για το δημόσιο χώρο που βρίσκονται στη Γαλλία, της Γερμανία, τις ΗΠΑ, την Ελλάδα, την Ελβετία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Κολομβία και σε άλλα μέρη του κόσμου.

Το 1992 δημιούργησε τα πρώτα της κολάζ και από το 1993 ταξιδεύει συχνά στο Μεξικό όπου μελετά την τέχνη των Μάγια και των Ολμέκων. Το 1994 εισήγαγε χρώμα στα γλυπτά της αναδεικνύοντας επιλεγμένους όγκους και επίπεδα. Το 1995 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στην ιαπωνική Μπιενάλε Γλυπτικής από το Ανοικτό Μουσείο Utsukushi-ga-hara.

Το έργο της έχει παρουσιαστεί σε πλήθος εκθέσεων. Το 2004 παρουσιάστηκε αναδρομική της έκθεση στην Αθήνα από το Μουσείο Μπενάκη και το 2014 στην Άνδρο από το Μουσείο Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή.

Έργα της βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, μερικές από αυτές οι συλλογές των: Fondation Veranneman (Βέλγιο), Museo de Arte Contemporáneo de Caracas (Βενεζουέλα), Musée de la Main (Ελβετία), Boca Raton Museum of Art (ΗΠΑ), Ulrich Museum of Art (ΗΠΑ), Utsukushi-ga-hara Open-Air Museum (Ιαπωνία), Museo de Antioquia (Κολομβία), Beeldenaanzeen Museum (Ολλανδία), Fundação Calouste Gulbenkian (Πορτογαλία) και Museo de Ponse (Πόρτο Ρίκο).

Δείτε επίσης: Σποράδες: Έτοιμες για νέα ρεκόρ το φετινό καλοκαίρι

Loading