Νέες αυξήσεις επιτοκίων εντός του 2023 προέβλεψε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας εκτιμώντας ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα έως το 2025, οπότε και αναμένεται να επιτευχθεί ο στόχος του πληθωρισμού που έχει θέσει η ΕΚΤ.
Ο ίδιος σε συνέντευξη που παραχώρησε στην “Ημερησία”, προειδοποιεί ότι η δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για να υλοποιηθούν οι προεκλογικές εξαγγελίες των κομμάτων.
Για την επενδυτική βαθμίδα εκτιμά ότι για τη σχετική απόφαση οι επενδυτικοί οίκοι θα λάβουν υπόψιν τους τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας Κυβέρνησης. Συμπλήρωσε δε ότι θα ήταν καλό να θα έχουμε μία σταθερή κυβέρνηση μακράς πνοής η οποία θα λάβει γρήγορα τις αποφάσεις που απαιτούνται, ούτως ώστε να λάβουμε την επενδυτική βαθμίδα. Αποφάσεις που θα τις συμπεριλάβει στις προγραμματικές δηλώσεις της.
Πιο αναλυτικά, για το θέμα των επιτοκίων ανέφερε ότι βρισκόμαστε κοντά στην κορύφωσή τους, ωστόσο, όπως είπε, δεν έχουμε φτάσει ακόμα. “Δεν μπορούμε να πούμε ακόμα πόσες αυξήσεις θα γίνουν. Αυτό θα εξαρτηθεί από τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό, την οικονομική ανάπτυξη και τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Όπως εξελίσσονται σήμερα τα πράγματα και, αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, μπορούμε να πούμε ότι μέσα στο 2023 θα τελειώσουν οι αυξήσεις των επιτοκίων” ανέφερε χαρακτηριστικά.
Εκτίμησε ωστόσο ότι επειδή πρέπει να καλύψουμε ακόμη σημαντικό έδαφος μέχρι την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στα επίπεδα που έχει θέσει ως στόχο η ΕΚΤ τα επιτόκια θα παραμείνουν εκεί που είναι σήμερα ή και παραπάνω για ένα διάστημα το οποίο δεν θα είναι μικρό.
“Όπως τα πράγματα εξελίσσονται σήμερα, προβλέπουμε ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη θα μειωθεί στο 2% το 2025. Βέβαια και το 2024 θα πλησιάσει το 2% αλλά δεν θα φτάσει το στόχο του 2%…” είπε ο κύριος Στουρνάρας.
Για τις ελληνικές τράπεζες διαβεβαίωσε ότι αυτή τη στιγμή είναι καλά κεφαλαιοποιημένες, έχουν καλούς δείκτες ρευστότητας, εποπτεύονται αυστηρά, υφίστανται συχνά δοκιμασίες ακραίων καταστάσεων. Εκτίμησε δε ότι η πιθανότητα να συμβεί κάτι στις ελληνικές τράπεζες είναι πολύ μικρή.
Για την επενδυτική βαθμίδα ανέφερε ότι είμαστε κοντά στην απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας, ωστόσο όπως προέβλεψε οι επενδυτικοί οίκοι θα περιμένουν τις πολιτικές εξελίξεις, “θα περιμένουν την επόμενη κυβέρνηση και θα κρίνουν εάν θα μας δώσουν την επενδυτική βαθμίδα, κυρίως από τις προγραμματικές δηλώσεις της επόμενης κυβέρνησης.”, ανέφερε χαρακτηριστικά.
Συμπλήρωσε δε ότι αυτό που χρειάζεται η ελληνική οικονομία είναι μια σταθερή κυβέρνηση μακράς πνοής, που να μπορεί να πάρει τις αποφάσεις που απαιτούνται. Και τούτο όχι μόνο για να πάρουμε την επενδυτική βαθμίδα, αλλά, κυρίως, να τη διατηρήσουμε αλλά και πάμε πάνω από αυτή.
Για την πορεία της οικονομίας ανέφερε ότι “τη στιγμή, που η οικονομία πηγαίνει καλά, χρειαζόμαστε μια επιβεβαίωση της αξιόπιστης οικονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια και σίγουρα χρειαζόμαστε σταθερότητα στην κυβέρνηση. Χρειαζόμαστε κυβέρνηση μακράς πνοής και βεβαίως μια κυβέρνηση αποφασιστική, η οποία θα πάρει και τις δημοσιονομικές αποφάσεις που απαιτούνται, διότι δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί που πρέπει. “
Αναφορικά με τις προεκλογικές εξαγγελίες των κομμάτων προειδοποίησε ότι δεν υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος στην Ελλάδα για να χωρέσουν όλες αυτές οι εξαγγελίες που γίνονται προεκλογικά. “Βεβαίως, καταλαβαίνω ότι προεκλογικά πολλοί λένε πράγματα, τα οποία δεν πρόκειται να εφαρμοστούν, διότι, αν κοστολογήσουμε ορθά αυτά τα οποία λέγονται, ξεπερνάμε κατά πολύ τον όποιο δημοσιονομικό χώρο“, υπογράμμισε ο διοικητής της ΤτΕ.
Ερωτηθείς για τις πρόσφατες επισημάνσεις του πρώην υπουργού Οικονομικών, Αλέκου Παπαδόπουλου περί εξωραϊσμού των δημοσιονομικών στοιχείων και κίνδυνο νέας χρεοκοπίας, ο κ. Στουρνάρς επεσήμανε ότι “οι αναλύσεις που γίνονται για τη δημοσιονομική πολιτική, και ειδικότερα αυτές της ΤτΕ, σε καμία περίπτωση δεν εξωραΐζουν τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να αναδειχθούν τα επιτεύγματα της δημοσιονομικής διαχείρισης. Παράλληλα, οι αναλύσεις και παρεμβάσεις της ΤτΕ έχουν επισημάνει τους κινδύνους που ελλοχεύουν από το δημοσιονομικό λαϊκισμό λόγω της προεκλογικής περιόδου.
Σαφώς υπάρχει βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την πανδημία. Αυτό οφείλεται στην υπεραπόδοση της οικονομίας, στη θετική επίπτωση του πληθωρισμού στους έμμεσους φόρους, αλλά και στην καλύτερη φορολογική συμμόρφωση μέσω της αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Η πτώση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι σημαντική. Κρατώ αυτό που λέει ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος, και είναι σωστό, ότι σε απόλυτα μεγέθη το χρέος αυξήθηκε. Αυτό, όμως, που μετράει είναι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και, ως ποσοστό του ΑΕΠ, το χρέος έχει μειωθεί σημαντικά.
Βεβαίως, έχουμε ακόμα το υψηλότερο χρέος στην Ευρώπη ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Δεν έχουμε πάρει ακόμα επενδυτική βαθμίδα. Δεν έχουμε πετύχει ακόμα πρωτογενές πλεόνασμα κυκλικά διορθωμένο 2% του ΑΕΠ για να εξασφαλίσουμε μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους”.
Δείτε επίσης: Νέο backstage (ΒΙΝΤΕΟ) του Κυριάκου Μητσοτάκη στο TikTok: Με bad hair day, πέναλτι και ντολμαδάκια