Ήταν Σεπτέμβριος του 1889, όταν τρεις Αυστριακοί αξιωματικοί έφταναν στην Αθήνα, με εντολή να βοηθήσουν στην οργάνωση μιας στρατιωτικής υπηρεσίας, που θα χαρτογραφούσε την Ελλάδα. Είχε προηγηθεί το αίτημα του Χαριλάου Τρικούπη προς την αυστριακή κυβέρνηση για την αποστολή στην Ελλάδα έμπειρων αξιωματικών του γεωδαιτικού τμήματος του Καισαροβασιλικού Στρατιωτικού Γεωγραφικού Ινστιτούτου της Βιέννης (KuK MGI), «προς καταρτισμόν του Γεωδαιτικού Τριγωνισμού, εφ’ ού επρόκειτο να στηριχθή ο καταρτισμός του κτηματικού και του τοπογραφικού χάρτου του Βασιλείου της Ελλάδος».
Ο αντισυνταγματάρχης Χάινριχ Χαρτλ (Heinrich Hartl), διευθυντής του KuK MGI, υποστηριζόμενος από τον λοχαγό Φραντς Λερλ (Franz Lehrl) και τον υποπλοίαρχο Τζούλιους Λορ (Julius Lohr) θα δημιουργούσαν τη «Γεωδαιτική Αποστολή» και εντάσσοντας στην ομάδα τρεις νέους Έλληνες αξιωματικούς του Μηχανικού -τον υπολοχαγό Ευλάμπιο Μεσσαλά, τον ανθυπολοχαγό Κωνσταντίνο Νίδερ και τον ανθυπολοχαγό Κωνσταντίνο Κωνσταντινόπουλο- θα ξεκινούσαν αμέσως εργασίες πεδίου. Η μέτρηση της βάσης του τριγωνισμού στο Θριάσιο Πεδίο, με το όνομα «Βάση Αθηνών» καταγράφηκε ως η πρώτη εργασία της «Γεωδαιτικής Αποστολής». Ήταν ο πρώτος σταθμός μιας -λαμπρής, αν και όχι πάντα ανέφελης- διαδρομής 130 χρόνων στα πεδία των μαχών, όσο και της πολιτικής.
«Αποτυπώσαμε το παρελθόν, χαράσσουμε το μέλλον», είναι άλλωστε το κεντρικό μήνυμα στις εκδηλώσεις για τα 130 χρόνια από την ίδρυση της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (ΓΥΣ), που κορυφώνονται αύριο (Πέμπτη 24/10, 11.30 π.μ.), στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών, με τα εγκαίνια έκθεσης χαρτών από το αρχειακό υλικό της ΓΥΣ, του ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης) και της Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του ΑΠΘ.
«Πρώτα ως Γεωδαιτική Αποστολή το 1889, μετά ως Γεωδαιτικό Απόσπασμα το 1891, ως Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού το 1895 και με τη σημερινή της ονομασία από το 1926, η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού τριγωνομέτρησε γεωδαιτικά την Ελλάδα, από τις κορυφές των βουνών στις πεδιάδες της και από τα νησιά στις νησίδες της, την αποτύπωσε τοπογραφικά και φωτογραμμετρικά σημείο προς σημείο και την απεικόνισε σε χάρτες, χαράσσοντας σήμερα την πορεία της με γνώση και πείρα στο ψηφιακό μέλλον», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διοικητής της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, Συνταγματάρχης Βαρδής Καγιαδάκης, για την εξέλιξη της υπηρεσίας από την ίδρυσή της, τις μετονομασίες της και το έργο με το οποίο ήταν από την αρχή επιφορτισμένη.
«Η ιστορία της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού είναι αναπόσπαστο τμήμα της σύγχρονης ιστορίας της χώρας μας. Ένα αντιπροσωπευτικό της μέρος παρουσιάζεται στην έκθεση αυτή, καλύπτοντας όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, με έμφαση στην αρχική -σχετικά άγνωστη στο κοινό, αλλά νομίζουμε σημαντική- ιστορική της πορεία», προσθέτει.
«Τα οκτώ κεφάλαια στην ιστορία της χαρτογραφικής υπηρεσίας»
Η επετειακή έκθεση, την οποία επιμελήθηκε ο ομότιμος καθηγητής Ανωτέρας Γεωδαισίας και Χαρτογραφίας του ΑΠΘ, Ευάγγελος Λιβιεράτος, αναπτύσσεται σε 52 θεματικές πινακίδες μεγάλου μεγέθους με χάρτες, φωτογραφίες, επεξηγηματικά κείμενα, διαγράμματα και επεξεργασίες, μέσα από τα αρχεία και τις συλλογές της ΓΥΣ, του ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ και της Βιβλιοθήκης & ΚΠ του ΑΠΘ, με τη συνεργασία του Εργαστηρίου Χαρτογραφίας και Γεωγραφικής Ανάλυσης ΑΠΘ. Χωρίζεται σε οκτώ κύρια κεφάλαια, με βάση τις περιόδους, που αποτέλεσαν τους σημαντικότερους σταθμούς στην ιστορία της υπηρεσίας.
Ο καθηγητής εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ποιες είναι οι περίοδοι αυτές, που χαρακτηρίζουν τη συνεχή πορεία της ΓΥΣ στα 130 χρόνια της: «Στο πρώτο κεφάλαιο η Ελλάδα εντός των πρώτων συνόρων της -από το 1832 έως το 1881- χαρτογραφείται στα 20 φύλλα του χάρτη της γαλλικής στρατιωτικής αποστολής, που ήλθε στη χώρα το 1828. Στο δεύτερο κεφάλαιο, που αναφέρεται στην περίοδο από το 1881 έως το 1889, περιγράφονται οι προσπάθειες σύνταξης ενός νέου χάρτη, που θα κάλυπτε όλη την έκταση της χώρας, έστω και σε μικρότερη κλίμακα από εκείνη του παλαιότερου γαλλικού. Την περίοδο 1889-1897 -τρίτο κεφάλαιο της έκθεσης- οι συνθήκες έμοιαζαν ώριμες για την απόφαση του Χαριλάου Τρικούπη να υποστηρίξει τον εκσυγχρονισμό της χώρας μέσα από την ίδρυση μιας δημόσιας υπηρεσίας κτηματολογίου και χαρτογράφησης, όμως η αρχή δεν έμελλε να είναι εύκολη, καθώς η πολιτική και οικονομική κρίση της περιόδου καθυστερεί τη χαρτογράφηση, παρά την μετονομασία του Αποσπάσματος σε Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού το 1895. Στο τέταρτο κεφάλαιο, που αφορά την περίοδο 1898-1919, περιγράφεται η ανασυγκρότηση της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας και η ανοδική της πορεία μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους. Η επόμενη φάση -πέμπτο κεφάλαιο της έκθεσης- της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας συνδέεται με τις δραστηριότητες του στρατεύματος στη Μικρά Ασία την κρίσιμη για τη χώρα περίοδο 1920-1922. Το έκτο κεφάλαιο αφορά στην τριακονταετία 1925-1955, που περιλαμβάνει τη μετονομασία -το 1926- της Χαρτογραφικής σε Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (ΓΥΣ), όπως είναι γνωστή μέχρι σήμερα η ιστορική υπηρεσία και ολοκληρώνεται με τη θεμελίωση του νέου κτιρίου της στο Πεδίον Άρεως, όπου λειτουργεί μέχρι σήμερα. Το έβδομο κεφάλαιο αναφέρεται στην περίοδο 1960-1990, η οποία ολοκληρώνεται με την επέτειο της εκατονταετίας (1889-1989) και οδηγεί την ιστορική ΓΥΣ στην επιστημονική και παραγωγική -σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων και θεσμικών υποχρεώσεών της- ωριμότητα. Στο όγδοο, τελευταίο κεφάλαιο της έκθεσης, η ΓΥΣ παρακολουθεί την ψηφιακή εποχή και συμμετέχει ενεργά με την οργάνωση και την εμπειρία της σε όλους τους τομείς της γεωματικής και της απεικονιστικής πληροφορικής».
Παρατηρώντας, όμως, τα τεχνικά έργα υποδομής της ΓΥΣ τα 130 χρόνια της ιστορίας της, ο επιμελητής της έκθεσης στέκεται στην αφανή, όπως τη χαρακτηρίζει, συμβολή των ανθρώπων της από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα. Όπως εξηγεί, «ένα τεχνικό έργο υποδομής, όπως η διαδικασία της χαρτογράφησης, μπορεί να είναι αφανές και να άυλο», καθώς πρόκειται «για μια σχεδόν αόρατη διαδικασία, που ενέχει διάφορες μετρήσεις στο πεδίο ανά την επικράτεια –ηπειρωτική και νησιωτική, οι οποίες δε φαίνονται, ένα πλέγμα μόχθου και γνώσης χωρίς ίχνη της ύλης, με τη χρήση περίεργων οργάνων μέτρησης και μια ανθρώπινη μοναξιά σε βουνοκορφές, πεδιάδες, βραχονησίδες, πόλεις και χωριά».
Στην επετειακή εκδήλωση της ΓΥΣ θα απευθύνει χαιρετισμό ο πρύτανης του ΑΠΘ, καθηγητής Νίκος Παπαϊωάννου. «Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έχει ισχυρούς λόγους να συμμερίζεται τη χαρά της Γεωγραφικής Υπηρεσίας για την ιστορική της επέτειο και να συμμετέχει ενεργά στον εορτασμό της», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρύτανης, σημειώνοντας τον συμβολισμό της γειτνίασης των εγκαινίων της έκθεσης με την 26η Οκτωβρίου, ημέρα εορτασμού της Απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης, που «θυμόμαστε ότι με τους νέους χάρτες της Γεωγραφικής -τότε Χαρτογραφικής- Υπηρεσίας, ο στρατός μας πέρασε τον Οκτώβριο του 1912 την ιστορική στενωπό της Μελούνας για τη νικηφόρο πορεία του από το Σαραντάπορο προς τη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη». Υπογραμμίζει, δε, ότι το ΑΠΘ εργάζεται για την προβολή της χαρτογραφικής κληρονομιάς της χώρας στο πλαίσιο και του μνημονίου συνεργασίας, που έχει συνάψει με τη ΓΥΣ το 2017.
Η έκθεση θα είναι επισκέψιμη μέχρι τις 4 Νοεμβρίου κατά τις ώρες λειτουργίας του Μουσείου.
Σμαρώ Αβραμίδου