Τα έθιμα και οι παραδόσεις της Πρωτοχρονιάς σε Μακεδονία και Θράκη

Τα έθιμα και οι παραδόσεις της Πρωτοχρονιάς σε Μακεδονία και Θράκη

Τα έθιμα και οι παραδόσεις του παρελθόντος αναβιώνουν την Πρωτοχρονιά στη Μακεδονία και στη Θράκη.

Συνήθειες από την αρχαία Ελλάδα που άντεξαν 2.500 χρόνια συνοδεύουν τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς. Συμβολισμοί που προέρχονται από τον μυθικό φοίνικα που ξαναγεννιέται από τις στάχτες του και παγανιστικά στοιχεία που συνδέθηκαν με την καθημερινότητα των ανθρώπων κάθε τόπου, αναβιώνουν τις συγκεκριμένες ημέρες. Κρύβονται καλά πίσω από τη φωτιά και τις μεταμφιέσεις. Δύο στοιχεία που κυριαρχούν σε πολλά μέρη της Μακεδονίας.

Υπάρχουν κάποια πράγματα ή μέσα που είναι διαχρονικά και μπορεί κάποιος να τα εντοπίσει σε πολλές κοινωνίες, όπου υπάρχει εορτασμός. Ένα από αυτά είναι η φωτιά που συμβολίζει το καινούριο, τη νέα αφετηρία, το καθαρτήριο, την ευετηρία, την καλοχρονιά.

Στην Καβάλα πολλοί κάτοικοι διατηρούν ακόμα κάποια από τα έθιμα που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, όπως το σπάσιμο του ροδιού μπροστά στην είσοδο του σπιτιού για καλή τύχη, αλλά και η μεταφορά μιας πέτρας, συνήθως από το μικρότερο μέλος της οικογένειας, στο εσωτερικό του σπιτιού για να είναι στέρεο το σπίτι και γερή ολόκληρη η οικογένεια τη νέα χρονιά.

Στη δημοτική κοινότητα Μυρτοφύτου του δήμου Παγγαίου, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς συνηθίζεται τα αγόρια που θα φύγουν στρατιώτες μέσα στη νέα χρονιά να συγκεντρώνουν μεγάλες στοίβες από ξύλα στην πλατεία. Το βράδυ θα ανάψουν μια εντυπωσιακή φωτιά ψέλνοντας τα κάλαντα. Στις δώδεκα ακριβώς, με το χτύπημα του ρολογιού της εκκλησίας, ξεκινάει ένα παραδοσιακό γλέντι με τσίπουρο και γλυκά.

Στην δημοτική κοινότητα Ποδοχωρίου του δήμου Παγγαίου τη πρώτη ημέρα του νέου χρόνου διατηρούν ακόμα αναλλοίωτο το έθιμο του «ποδαρικού», όπου τα πιο μικρά παιδιά επισκέπτονται όλα τα σπίτια του οικισμού μπαίνοντας μέσα σε αυτά με το δεξί πόδι, λένε ευχές στους νοικοκύρηδες του σπιτιού και δέχονται γλυκά και δώρα.

Στη Θάσο οι οικογένειες κρατούν ένα πολύ παλιό έθιμο, το σπόρδισμα των φύλλων. Κάθονται όλοι γύρω από το αναμμένο τζάκι, τραβούν την ανθρακιά προς τα έξω και ρίχνουν γύρω στα αναμμένα κάρβουνα, φύλλα ελιάς, βάζοντας στο νου τους από μια ευχή, χωρίς όμως να την πουν στους άλλους. Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο, εκείνου θα πραγματοποιηθεί και η ευχή του.

Στα Άβδηρα της Ξάνθης ορισμένες νοικοκυρές δεν ζυμώνουν βασιλόπιτα, αλλά, ανοίγουν φύλλο και παρασκευάζουν μία πίτα με πράσο, κιμά και μπαχαρικό κύμινο. Μέσα στην πρασόπιτα βάζουν το φλουρί. Η πίτα ψήνεται σε παραδοσιακό ταψί, που ονομάζεται σινί και τα παλιότερα χρόνια σερβίρονταν πάνω σε χαμηλό ξύλινο τραπέζι, το σορβά.

Στην Μαγνησία τα έθιμα της εορταστικής περιόδου, επικεντρώνονται κυρίως στον ερχομό της Πρωτοχρονιάς και εντοπίζονται πρωτίστως στις παραδόσεις του Πηλίου, όπου τα κορίτσια του χωριού θα πάνε και θα προσφέρουν στη βρύση με τα τρεχούμενα νερά της γειτονιάς τους, διάφορα γλυκά και λογής-λογής καλούδια, σποράκια αλλά και κέρματα για να καλοπιάσουν το στοιχείο του νερού. Τα γλυκά με τα οποία τρατάριζαν τις βρύσες τους ήταν χαμαλιά πηλιορίτικα (τρίγωνα γλυκά με γέμιση καρυδιού),λουκουμάδες, γαλαγκίτες, χριστόψωμο και κουραμπιέδες.

Στην Σκιάθο σύμφωνα με την παράδοση, οι καλικάντζαροι προετοιμάζονται ήδη από την 1η Δεκεμβρίου να κάνουν «απόβαση» στο νησί την παραμονή των Χριστουγέννων και να αρχίσουν να κυκλοφορούν στα σκοτεινά και στενά σοκάκια της Χώρας, τρομοκρατώντας τους κατοίκους. Οι καλικάντζαροι θα ρίξουν το καράβι τους στον γιαλό, και μέχρι τα Θεοφάνεια κανείς δεν τολμά να περπατήσει την νύχτα, γιατί αν συναντηθεί με τους καλικαντζάρους, αυτοί θα τον πάρουν την λαλιά.

Στην γειτονική Σκόπελο κάθε νοικοκυρά κάνει τις ετοιμασίες της για να υποδεχθεί τον καινούριο χρόνο. Την ονομάζουν «κλειδοχρονιά», δηλαδή αυτό που στην υπόλοιπη Ελλάδα ονομάζουν «ποδαρικό», ώστε να έχει το σπιτικό τους όλο το χρόνο υγεία, χαρά και αγάπη.

Στον Έβρο λένε τα «Σούρβαλα-Σούρβαλα» που είναι τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς. Τα διαλαλούν οι μικροί καλαντιστές στις γειτονιές των χωριών του Έβρου, τραγουδώντας «Άγιους Βασίλης έριτι απού την Καισαρεία, απού την Καισαρεία, βαστάει πένα κι χαρτί, χαρτί κι καλαμάρι». Το βράδυ ομάδες νέων καλαντιστών, ανύπανδρων ή αρραβωνιασμένων, επισκέπτονταν όλα τα σπίτια του χωριού και εύχονταν υγεία και ευημερία στους νοικοκύρηδες που τους αντάμειβαν δεόντως.

Ιδιαίτερη θέση μεταξύ των πρωτοχρονιάτικων εθίμων έχει και το φαγητό το οποίο, στον Έβρο συνδέεται με τον προγραμματισμό της νέας χρονιάς. Χαρακτηριστική είναι η τυρόπιτα, η εβρίτικη «αλμυρή βασιλόπιτα», που μεταξύ των φύλλων της έκρυβε, εκτός από το γνωστό σε όλους νόμισμα, διάφορα ξυλαράκια το καθένα με τον δικό του συμβολισμό (η κρανιά για την υγεία, το σουσάμι για την πληθώρα των αγαθών και της παραγωγής κ.α.) ενώ μέσω των συμβόλων γίνονταν και οι αναθέσεις των εργασιών του νέου έτους, π.χ. αυτός που τύχαινε το άχυρο θα φρόντιζε το στάβλο κ.ο.κ.

Την Πρωτοχρονιά ετοιμάζεται και το ζυμωτό ψωμί «κεντημένο» περίτεχνα με σχέδια της αγροτικής παραγωγής, το οποίο ο νοικοκύρης κρατά στον αέρα καλώντας τους συνδαιτυμόνες του να κόψουν ένα κομμάτι με το χέρι, σύμβολο υγείας και τύχης. Παραδοσιακά φαγητά της Πρωτοχρονιάς το χοιρινό με λάχανο τουρσί και το «Σουούσι», που είναι χοιρινό κρέας ψημένο επί αρκετές ώρες σε ειδικά πήλινα σκεύη, σε μορφή μικρής στάμνας, με καπάκι που σφραγίζεται με ζυμάρι. Το συγκεκριμένο φαγητό εφ’ όσον δεν αποσφραγιστεί διατηρείται έως και του Αγίου Αθανασίου.

Στην Κοζάνη συνοδεία της ποντιακής λύρας οι Μωμόγεροι γυρίζουν όλες τις γειτονιές των οκτώ δημοτικών διαμερισμάτων, χορεύουν και τραγουδούν σε κάθε σπίτι με ευχές για τη νέα χρονιά. Το έθιμο μπορεί να διαρκέσει μέχρι και τρεις ημέρες και ολοκληρώνεται αφού τα Μωμογέρια περάσουν από όλα τα σπίτια. Πραγματοποιείται σε οκτώ δημοτικά διαμερίσματα της Κοζάνης, Τετράλοφος, Άγιος Δημήτριος, Αλωνάκια, Σκήτη, Πρωτοχώρι, Κομνηνά, Ασβεστόπετρα, Καρυοχώρι και συνδέεται με την ισχυρή παράδοση που κράτησαν ζωντανή οι πρόσφυγες που προέρχονταν από ορισμένες περιοχές του Πόντου.

To έθιμο των Μωμόγερων συμπεριελήφθηκε- πριν από έναν χρόνο -μετά από πρόταση του υπουργείου Πολιτισμού στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας (ΟΥΝΕΣΚΟ).

Στα περισσότερα ορεινά χωριά του Βοΐου Κοζάνης και των Γρεβενών αναβιώνουν τα Ρουγκατσάρια, όπου οι νέοι του χωριού, ντυμένοι με τις παραδοσιακές τους στολές, άλλοι μεταμφιεσμένοι φορώντας προβιές και κεφάλια ζώων, άλλοι με αυτοσχέδιες μάσκες αλλά με κεντρικό πρόσωπο την «μπούλα» που είναι άντρας μεταμφιεσμένος σε νύφη και τον «ρογκατσιάρη» δηλαδή τον αράπη, περνούν από όλα τα σπίτια πίνοντας, χορεύοντας και ανταλλάσσοντας ευχές και πειράγματα με τους οικοδεσπότες.

Ο ρογκατσιάρης έχει μαύρο πρόσωπο από το φούμο, καμπούρα και είναι ζωσμένος στην μέση και την πλάτη του με κυπροκούδουνα από τα γιδοπρόβατα. Στα χέρια του κρατά ένα ρόπαλο, σαν όπλο και με αυτό υπερασπίζεται την «μπούλα», την οποία καθόλη τη διάρκεια της βραδιάς έως και την άλλη μέρα το πρωί, κάποιοι προσπαθούν να κλέψουν. Ο ρογκατσιάρης μαζί με την υπόλοιπη ομάδα ζωσμένοι με τα κυπροκούδουνα κάνουν όσο το δυνατόν περισσότερο θόρυβο, για να εξαφανιστούν όπως λένε οι καλικάντζαροι.

Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς και αφού έχουν περάσει από όλα τα σπίτια, μαζεύονται στην κεντρική πλατεία και συνοδεία με χάλκινα, νταούλια και ζουρνάδες στήνουν ένα τρικούβερτο γλέντι.

Το πρώτο καρναβάλι της χρονιάς γίνεται στο Άργος Ορεστικό Καστοριάς και διαρκεί δύο ημέρες. Το κυρίαρχο στοιχείο στην παρέλαση είναι η πολιτική και κοινωνική σάτιρα, διακωμωδείται κάθε κοινωνική έκφανση, ενώ ξεχωριστή θέση στη σάτιρα έχει το έργο και η παρουσία των τοπικών πολιτικών της περιοχής. Ακόμη δεν ξεφεύγει από την ανατρεπτική σάτιρα των «μπουλουκιών» οι συνήθειες και ο τρόπος ζωής των κατοίκων αυτής της μικρής κωμόπολης.

Λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, στη Χαλάστρα γεμίζουν τις γειτονιές οι Ρουγκατσάρηδες που με τον θόρυβο των σπαθιών τους, τους ζουρνάδες και τους χορούς ξεσηκώνουν τους κατοίκους του χωριού. Βγαίνουν στους δρόμους αφού παίρνουν πρώτα την ευχή της εκκλησίας και στήνουν ένα μεγάλο παραδοσιακό γλέντι.

Τα κάλαντα σηματοδοτούν την έναρξη του καινούριου

Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα τα κάλαντα σηματοδοτούν την γιορτή, το αύριο, την έναρξη του καινούργιου. Τότε τα αποκαλούσαν χελιδονίσματα και η αρχή του έτους ήταν τον Μάρτιο.

Όπως δηλώνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η λαογράφος του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη», Σταυρούλα Πισιμίση «αν και ήταν ταυτισμένα με την αρχή της άνοιξης εμπεριέχουν επίσης όπως και στις μέρες μας ευχετικούς στίχους για την καλοχρονιά, έχουν σχέση για την νοικοκύρη, τα μέλη της οικογένειας.

Τα πράγματα αλλάζουν για πρώτη φορά όταν 153 πΧ οι ανώτατοι άρχοντες του ρωμαϊκού κράτους άρχισαν να αναλαμβάνουν το αξίωμά τους την 1η Ιανουαρίου. Από τότε η ημέρα αυτή άρχισε να θεωρείται ως αρχή του έτους. Οι Χριστιανοί όμως δεν γιόρταζαν την 1η αλλά την 6η Ιανουαρίου, που ήταν η βάπτιση του Χριστού. Το 354 πΧ στα μέσα του 4ου αιώνα διαχωρίστηκε στη Ρώμη η γιορτή γεννήσεως του Χριστού κι έγινε στις 25 Δεκεμβρίου. Έτσι καθιερώθηκε ως ημερομηνία γέννησης του Χριστού η 25η Δεκεμβρίου και η 1η Ιανουαρίου ως η πρώτη μέρας της νέας χρονιάς».

Από τότε λοιπόν έως σήμερα τα κάλαντα είναι από τα πιο γνωστά έθιμα κατά το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, «γνωστά κι ως το καλιάντασμα» όπως διευκρινίζει η κ. Πισιμίση.

«Ξεκινούν από την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς κυρίως τα παιδιά αλλά και μεγάλοι και βγαίνουν στους δρόμους. Η παράδοση και ο λαϊκός πολιτισμός θέλει τα παιδιά της υπαίθρου να κρατούν στο χέρι τους ένα χλωρό ραβδί από την φύση που έχουν κόψει είτε από κρανιά από άλλο δέντρο και με αυτό χτυπούν την πόρτα του σπιτιού το οποίο επισκέπτονται. Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές στα κάλαντα ανά περιοχή ως προς τις ευχές», τονίζει στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Πισιμίση.

Η Πρωτοχρονιά συνδέεται με συνήθειες που εξασφαλίζουν το καλόπιασμα

Σύμφωνα με τις παραδόσεις η Πρωτοχρονιά, το πέρασμα στον νέο χρόνο συνδέεται με συνήθειες που εξασφαλίζουν το καλό, αλλά και με αποφυγή ενεργειών που μπορεί να σημαίνουν κακό για τον χρόνο που έρχεται.

Η αντίληψη για το καλόπιασμα του νέου χρόνου είναι σχετική με την επίσκεψη στη βρύση, από όπου οι νοικοκύρηδες αφού έδιναν κέρασμα έπαιρναν αμίλητοι νερό για να ραντίσουν το σπίτι και τα μέλη της οικογένειας. Επίσης, το ίδιο νόημα έχει το κρέμασμα στην πόρτα του φυτού αγριοκρεμμύδα (ασκελετούρα στην Κρήτη, σκιλλοκρέμυδο, μπότσικας αλλού), βολβού μεγάλης αντοχής, γνωστού από την αρχαιότητα για την ιδιότητα του να αποτρέπει το κακό. Έντονη είναι η επιθυμία για πρόγνωση του μέλλοντος στην αρχή του νέου χρόνου. Στο παρελθόν συνήθιζαν να τοποθετούν φύλλα ελιάς στο τζάκι ή κόκκους σιταριού, προκειμένου να δουν κατά πόσο θα υπάρχει υγεία τον χρόνο που έρχεται.

Η βασιλόπιτα συνηθίζεται να παρασκευάζεται μέχρι και σήμερα σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Σύμφωνα με την παράδοση συνδέεται με τον Άγιο Βασίλειο, επίσκοπο της Καισαρείας, το γνωστό μας Αϊ Βασίλη και παρασκευάζεται με διαφορετικό τρόπο από τόπο σε τόπο. Έτσι αλλού (Θεσσαλία, Μακεδονία κ.α.) είναι τυρόπιτα, αλλού γλύκισμα (πρόσφυγες Μ. Ασίας) ή ψωμί ζυμωμένο με διάφορα μυρωδικά. Εκτός από το νόμισμα, που συνεχίζει να τοποθετείται μέχρι σήμερα μέσα στη βασιλόπιτα, παλιότερα συνήθιζαν να τοποθετούν και σύμβολα κύριας ασχολίας των μελών της οικογένειας πχ ο αμπελουργός τοποθετούσε ένα μικρό κομμάτι από κλίμα, ο γεωργός σιτάρι ή άχυρο κλπ. Η κοπή της βασιλόπιτας γινόταν την πρωτοχρονιά από τον αρχηγό της οικογένειας και μερίδιο είχαν όλα τα μέλη κατά σειρά ηλικίας, καθώς και οι ξενιτεμένοι και οι φιλοξενούμενοι, όπως και ο Αϊ-Βασίλης, ο Χριστός, το σπίτι.

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Δείτε επίσης: Θεσσαλονίκη: Ο τροχονόμος επέστρεψε και πάλι παραμονή Πρωτοχρονιάς με το βαρέλι του στο Λευκό Πύργο (vid)

Loading

Play