«Αυτή η μανιώδης φιλοδοξία, που διακατέχει όλους τους Έλληνες, δεν είναι ένα θλιβερό πάθος. Δεν είναι πανάκεια για τον λαό, αλλά τον ανυψώνει πάνω από τα πιο ευτυχισμένα και πλούσια έθνη. Ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ψωμί. Ένας Έλληνας που δεν έχει να βάλει μπουκιά στο στόμα του τρέφεται με μία πολιτική συζήτηση ή ένα άρθρο στην εφημερίδα…»
Ένας Γάλλος παρατηρητής, ταξιδιώτης στην Αθήνα των μέσων του 19ου αιώνα, ο ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος Εντμόντ Αμπού, αναφέρεται στην κατάσταση της Παιδείας στη χώρα, που αναζητά τον δρόμο της ανεξαρτησίας ύστερα από τέσσερις αιώνες σκληρής σκλαβιάς. Η γέννηση του ελεύθερου κράτους των Γραικών είναι ταυτόχρονα υπόθεση παιδείας και πολιτική πράξη.
Ο Αμπού παρατηρεί πως οι έννοιες σχολείο και εκπαίδευση είναι πολύ συγκεχυμένες στα μυαλά των Ελλήνων, επισημαίνοντας ότι, «δεν έχουν καμία κλίση προς τις καθαρά θεωρητικές επιστήμες» και «αποκτούν με βουλιμία μόνο πρακτικές χρήσιμες γνώσεις».
Χαρακτηρίζει τον αριθμό και το επίπεδο εκπαίδευσης των ελληνικών σχολείων ως σημαντικά κατώτερα εκείνου των ευρωπαϊκών, όπου καλλιεργούνται επιστήμονες, προσθέτοντας ότι για τους Έλληνες μαθητές, η σταθερή επιμέλεια και προσήλωση στον στόχο είναι καθοριστική. «Έχω δει σε ένα μικρό χωριό καμμία δεκαπενταριά παιδιά καθισμένα στις φτέρνες τους, κάτω από τον ήλιο και με το βιβλίο στο χέρι» γράφει χαρακτηριστικά.
Στην πραγματικότητα, τα γράμματα ήταν για τον λαό καταφύγιο μυαλών που επιθυμούσαν έναν ανοιχτό ορίζοντα σκέψης. Η εκπαίδευση κατά την περίοδο της οθωμανικής κατοχής περιλάμβανε κοινά σχολεία στα οποία οι μαθητές διδάσκονταν αριθμητική και γραφή και ανάγνωση από εκκλησιαστικά κείμενα.
Οι Οθωμανοί δεν ενδιαφέρονταν για την εκπαίδευση των υπόδουλων και δεν παρεμπόδισαν την εκπαιδευτική δραστηριότητα, καθιστώντας τη διαδικασία συχνά κρυφή και σε ακατάλληλους χώρους. Ο όρος «κρυφό σχολειό» δεν απηχούσε την εκπαίδευση που παρείχετο κρυφά, αλλά την ανεπάρκεια διαθέσιμου εκπαιδευτικού προσωπικού.
Οι δάσκαλοι, συνήθως λόγιοι ιερείς, συγκέντρωναν τους μαθητές σε κελιά μοναστηριών ή σε σημεία όπου η φύση πρόσφερε στοιχειώδη καταφύγια. Το κρυφό σχολειό εξυπηρετούσε εθνικές σκοπιμότητες, καθώς κατέδεικνυε την καταπίεση του κατακτητή.
Στην Αθήνα, οι λόγιοι δέχονταν μαθητές στα σπίτια τους, και η διδασκαλία χωριζόταν σε δύο επίπεδα: το πρώτο για όσους ήθελαν βασικές γνώσεις και το δεύτερο για τους μαθητές της Θεολογίας και της Φιλοσοφίας.
Η διδασκαλία στην ύπαιθρο
Τα διδασκαλεία της εποχής περιλάμβαναν σχολεία όπως αυτά του Κορυδαλλέως και των Βενιζέλων, ενώ υπαίθριοι δάσκαλοι προσέφεραν γνώση κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. «Ως πάτωμα το σχολείον του είχε την γην και ως στέγην τον ουρανόν» περιγράφει ο Δ. Καμπούρογλου.
Ο Ηπειρώτης ηγούμενος Επιφάνιος, που έζησε στη Βενετία, ίδρυσε δύο σχολεία στην Ελλάδα, προσφέροντας πνευματική τροφή σε δεκάδες νέους. Ο Καποδίστριας, μετά την απελευθέρωση, αναγνώρισε την επιτακτική ανάγκη για εκπαίδευση και ίδρυσε το πρώτο σχολείο στην Τρίπολη.
Αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία θα αποτελούσε τη βάση για το μέλλον της Παιδείας στην ελεύθερη Ελλάδα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ