Μια ελπιδοφόρα γονιδιακή θεραπεία για παιδιά με νωτιαία μυική ατροφία ,που πήρε έγκριση στο 2020 στην ΕΕ, χορηγήθηκε ή έχει εγκριθεί η χορήγηση και στην Ελλάδα, σε 11 ασθενείς σε πέντε μεγάλα νοσοκομεία της χώρας.
Πιο ειδικά, στο πρόγραμμα αυτής της θεραπείας έχουν ενταχθεί δύο μικροί ασθενείς στο Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης, ένας στο Παπαγεωργίου, τρεις στο Παίδων Αγία Σοφία, τρείς στο Παίδων Πεντέλης και δύο το Αττικό.
Η νωτιαία μυική ατροφία είναι μία σπάνια γενετική διαταραχή, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας αποτελεί η προοδευτική εκφύλιση των κυττάρων των πρόσθιων κεράτων των α-κινητικών νευρώνων του νωτιαίου μυελού.
Έχει ως αποτέλεσμα τη συμμετρική μυϊκή αδυναμία και την εκφύλιση των κινητικών μυών και οφείλεται σε μετάλλαξη ενός γονιδίου που είναι υπεύθυνο για την επιβίωση του κινητικού νευρώνα.
Στη συγκεκριμένη νόσο υπάρχουν δύο περιοχές όπου μεταλλάσσονται στο γενετικό υλικό τα γονίδια επιβίωσης του κινητικού νευρώνα 1 και 2 (SMN1 και SMN2).
Όταν υπάρχει μετάλλαξη στο SMN1 το παιδί οδηγείται σε ασθένεια, αλλά η βαρύτητα των συμπτωμάτων εξαρτάται από το γονίδιο SMN2.
«Το χαρακτηριστικό του νοσήματος αυτού είναι ότι τα βρέφη συνήθως γεννιούνται φυσιολογικά και μέσα στους πρώτους μήνες της ζωής παρουσιάζουν προοδευτική παράλυση των άνω και κάτω άκρων καθώς και παράλυση των αναπνευστικών μυών και τελικά θα καταλήξουν μετά από κάποια λοίμωξη ή να βρεθούν σε κάποια Μονάδα, δεν θα μπορούν να υποστηρίξουν το αναπνευστικό τους και θα τραχειοστομηθούν. Χωρίς θεραπεία τα περισσότερα καταλήγουν στο 12ο μήνα ή μέχρι και τα δύο χρόνια της ζωής τους» ανάφερε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Παιδιατρικής -Παιδιατρικής Νευρολογίας ΑΠΘ Ευθυμία Βαργιάμη σε ανακοίνωση με θέμα «Γονιδιακές θεραπείες στην Παιδιατρική: Το παράδειγμα της νωτιαίας μυικής ατροφίας», που παρουσίασε στο 10ο Επιστημονικό Συνέδριο Τμήματος Ιατρικής ΑΠΘ.
Στη Θεσσαλονίκη, τις προσεχείς ημέρες αναμένεται η έγκριση για τη χορήγηση αυτής της θεραπείας σε ένα βρέφος στο Ιπποκράτειο.
Η θεραπεία αυτή έχει ήδη χορηγηθεί για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2020 στο Ιπποκράτειο σε ένα κοριτσάκι το οποίο σε ηλικία 3-4 μηνών παρουσίασε βαριά υποτονία, δεν μπορούσε να κουνήσει καθόλου τα κάτω άκρα, κουνούσε ελάχιστα τα άνω άκρα και διαγνώστηκε με νωτιαία μυική ατροφία.
Το βρέφος κρίθηκε κατάλληλο για να του χορηγηθεί γονιδιακή θεραπεία.
Η χορήγηση έγινε με ενδοφλέβια έγχυση, αφού προηγουμένως έλαβε κορτιζόνη.
Μετά από παρακολούθηση για κάποιο χρονικό διάστημα βγήκε από την κλινική σε καλή κατάσταση και δεν παρουσίασε κάποια από τις ανεπιθύμητες ενέργειες της θεραπείας αυτής.
Έξι μήνες μετά την έγχυση της γονιδιακής θεραπείας το βρέφος μπορούσε να γυρίζει και από τις δύο πλευρές , να σηκώνει τα χέρι να πιάνει αντικείμενο και να το φέρνει στη μέση γραμμή κάτι που δεν μπορούσε να το κάνει πριν τη χορήγηση της θεραπείας.
« Αν αφήναμε το βρέφος αυτό χωρίς καμία θεραπεία η φυσική πορεία της νόσου θα ήταν η κατάληξη στο να μην μπορεί να κάνει κάποια κίνηση και το παιδί να καταλήξει σε κάποια Μονάδα, να τραχειοστομηθεί , να γαστροστομηθεί και τελικά να επέλθει ο θάνατος» επεσήμανε η κ Βαργιάμη.
Σήμερα υπάρχουν δύο θεραπευτικά σχήματα για τη νωτιαία μυική ατροφία.
Η πρώτη θεραπεία είναι φάρμακο, η νουσινερσένη, το οποίο εγκρίθηκε το 2016 και χορηγείται ενδοραχιαία σε ορισμένες δόσεις κατά τακτά διαστήματα.
Η δεύτερη θεραπεία, η οποία θεωρείται επαναστατική, είναι η γονιδιακή με το φάρμακο Zolgensma το οποίο εγκρίθηκε στην Αμερική το 2019 και στην Ευρώπη τον Μάιο 2020 για χορήγηση σε ασθενείς κάτω των δύο ετών.
Το φάρμακο αυτό χορηγείται με ενδοφλέβια έγχυση και προορίζεται για τη θεραπεία ασθενών με κληρονομικές μεταλλάξεις στο γονίδιο SMN1, οι οποίοι έχουν διαγνωστεί είτε με νωτιαία μυικής ατροφία τύπου 1 (ο πιο σοβαρός τύπος) είτε διαθέτουν έως και τρία αντίγραφα του γονιδίου SMN2.
Στη θεραπεία αυτή χρησιμοποιείται ένας μη πολλαπλασιαζόμενος αδενοϊός που παρέχει στον οργανισμό το γονίδιο SMN1.
H θεραπεία αυτή είναι σχεδιασμένη για να εισάγει το λειτουργικό αντίγραφο του γονιδίου επιβίωσης του κινητικού νευρών.
Πιο συγκεκριμένα, ο αδενοϊός που χρησιμοποιείται έχει την ικανότητα να διαπεράσει τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και προκαλεί τη μεταγωγή του γονίδιο SMN1 στους κινητικούς νευρώνες.
Στις ανεπιθύμητες ενέργειες της γονιδιακής θεραπείας είναι η οξεία ιογενής συμπτωματολογία, η θρομβοκυτοπενία, η τρανσαμινασαιμία, η αύξηση τροποπίνης και πολύ σπάνια η θρομβωτική μικροαγγειοπάθεια.
Δείτε επίσης: Θράκη: Τροχαίο ατύχημα με όχημα που μετέφερε παράτυπα μετανάστες-πρόσφυγες