Καταμεσής του καλοκαιριού και ενώ η σκέψη των περισσοτέρων ταξιδεύει στις παραλίες και στα καταγάλανα νερά, δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναπολούν τις «θερινές τους διακοπές» μέσα στα καπνοχώραφα και τις στολισμένες λιάστρες με τα αποξηραμένα καπνά που άφηναν ένα δικό τους μεθυστικό άρωμα.
Οι διακοπές στα ορεινά Πιέρια, αλλά και σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας ακολουθούσαν ένα απαραβίαστο, σταθερό πρόγραμμα που ξεκινούσε με το πρωινό ξύπνημα -σχεδόν αξημέρωτο, το μάζεμα, το αρμάθιασμα ή το «μπούρλιασμα» και τέλος την αποξήρανση του καπνού στις λίαστρες.
Σήμερα, από τις κάποτε εκατοντάδες οικογένειες που ασχολούνταν με την παραδοσιακή καλλιέργεια του καπνού στα ορεινά Πιέρια, έχουν μείνει συνολικά μόνο οκτώ οικογένειες να συνεχίζουν την παράδοση από το φύτεμα, το σκάλισμα, το μάζεμα, το αρμάθιασμα μέχρι και την αποξήρανση του άλλοτε «εθνικού» προϊόντος που στήριξε στην ελληνική οικονομία και τους χιλιάδες παραγωγούς του.
«Στα χωριά των Πιερίων λίγοι παραγωγοί ασκούν ακόμη αυτήν την παραδοσιακή καλλιέργεια. Μόλις μία οικογένεια στην Σφηκιά, εφτά οικογένειες στο ακριτικό Δάσκιο και καμία στους υπόλοιπους οικισμούς (Ριζώματα, Πολυδένδρι, Χαράδρα και Ελαφίνα)», ανέφερε χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αντιδήμαρχος Κοινωνικών Υποθέσεων του Δήμου Βέροιας, Θανάσης Δέλλας.
«Όσοι δούλεψαν έστω και ένα φεγγάρι στην καλλιέργεια και τη συγκομιδή του καπνού, θα την κατατάξουν στις δυσκολότερες εργασιακές εμπειρίες τους. Απαιτητική και κοπιώδης εργασία, απαιτούσε πολλές ώρες δουλειάς, κάθε ημέρα, από την αρχή της άνοιξης μέχρι και τα τέλη του Οκτωβρίου», πρόσθεσε.
Η παραδοσιακή καλλιέργεια του καπνού περιλάμβανε και την προετοιμασία του φυτώριου, με τη χρήση πολλές φορές επικίνδυνων ζιζανιοκτόνων, τη σπορά στο φυτώριο, το καθημερινό πότισμα και ξεβοτάνισμα και τέλος την αφαίρεση των φυτών και τη μεταφύτευσή τους στο χωράφι.
«Ο καπνός (τα καπνά) έθρεψε χιλιάδες ελληνικές οικογένειες στα “ πέτρινα” χρόνια», εξήγησε ο κ. Δέλλας, διευκρινίζοντας ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1950 αλλά και το 1960 και του 1970, στα ορεινά Πιέρια, η φύτευση γίνονταν μόνο με το χέρι με την χρήση απλών μικροεργαλείων που στην τοπική διάλεκτο αποκαλούνταν «τσιβιά». Στη συνέχεια οι μικροαγρότες, μικροϊδιοκτήτες γης, σκάλιζαν τα λίγα εύφορα εδάφη τους για να αφαιρέσουν τα ζιζάνια, ενώ πότιζαν όπως μπορούσαν τα καπνοχώραφα τους.
Όταν έφτανε η ώρα της συγκομιδής, άρχιζε το πιο απαιτητικό κομμάτι της εργασίας τους. Ξυπνούσαν από τα άγρια χαράματα για να μην «τους πιάσει» η ζέστη, για να συγκομίσουν τον καπνό, «σπάζοντας τον» φύλλο – φύλλο και συγκομίζοντας τον σε λινάτσες. Γεμάτα τα ρούχα τους πίσσα, νικοτίνη και λέρα, αλλά όσο μεγαλύτερη η συγκομιδή τόσο μεγαλύτερη και η ελπίδα για καλύτερο εισόδημα.
Μετέφεραν τον καπνό στο σπίτι, προς το μεσημέρι, είτε με ζώα -γαϊδουράκια και μουλάρια, είτε αργότερα με μηχανοκίνητα μέσα, όπως τρακτέρ με τις καρότσες τους. Μετά ξεκινούσε η ιεροτελεστία του αρμαθιάσματος του καπνού σε μεταλλικές βελόνες, στα υπόστεγα των αγροτικών κατοικιών της περιοχής. Συνήθως μαζεύονταν δύο – τρεις οικογένειες της γειτονιάς και είτε καθεμιά αρμάθιαζε το δικό της καπνό, είτε υπήρχε αλληλοβοήθεια. Δύσκολες αλλά και όμορφες στιγμές συνύπαρξης και συνεργασίας με τους γείτονες, ακούγοντας ραδιόφωνο, συνήθως μουσικές εκπομπές, αλλά και δελτία ειδήσεων. Αργότερα οι βελόνες αρμαθιάσματος αντικαταστάθηκαν από χειροκίνητες μηχανές που διευκόλυναν τη δουλειά τους.
Ο αρμαθιασμένος καπνός ξηραίνονταν σε ξύλινες «ηλιάστρες» τα πρώτα χρόνια και σε στεγασμένες με νάιλον καπνόπανα ξυλοκατασκευές ηλιαστήριων, που λέγονταν στο ιδίωμα μας «αράνια». Μετά την ξήρανση αποθηκεύονταν σε αποθήκες για να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για τη δεματοποίηση τους, «το μπασκί». Τέλος με τη χρήση ειδικών χειροκίνητων πρεσών, δεματοποιούνταν μέσα σε ξύλινα πλαίσια και περίμεναν «τις ορέξεις» των εμπόρων, όπως τις χαρακτήρισε ο κ. Δέλλας, σημειώνοντας πως «πολλές φορές δυστυχώς οι έμποροι εκβίαζαν τους αγρότες να πουλήσουν σε χαμηλή τιμή τον κόπο τους, ειδικά όταν έπαψε η κρατική παρέμβαση στον καθορισμό “ τιμής ασφαλείας” για την παραγωγή τους».
«Μερικές φορές οι εποπτικές υπηρεσίες του κράτους έβγαζαν ακατάλληλες για το εμπόριο ορισμένες ποσότητες καπνών και ανάγκαζαν τους μικροπαραγωγούς να τα κάψουν στην πλατεία του χωριού, αγοράζοντας μάλιστα με δικά τους έξοδα και το πετρέλαιο. Πάντως παρόλες τις δυσκολίες τα καπνά βοήθησαν στην διατήρηση μεγάλου μέρους του αγροτικού πληθυσμού στις προγονικές εστίες τους», κατέληξε ο αντιδήμαρχος Κοινωνικών Υποθέσεων του δήμου Βέροιας.
Άννυ Ταπάσκου
Τις φωτογραφίες του κοινοτάρχη Ριζωμάτων Βέροιας Γιώργου Μελιόπουλου, παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θανάσης Δέλλας