Το Πανεπιστήμιο ως βασικός ιδεολογικός μηχανισμός στην αντίληψη της αριστεράς

Το Πανεπιστήμιο ως βασικός ιδεολογικός μηχανισμός στην αντίληψη της αριστεράς

Δεν αποτελεί ανακρίβεια ότι η σύγχρονη ελληνική μεταπολιτευτική ιστορία κληροδότησε στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο ένα βαρύ ιστορικό και ιδεολογικό φορτίο. Το φορτίο αυτό, χαρακτηριζόμενο από το διαχρονικά επιδεχθέν πολλών ερμηνειών άσυλο ιδεών, μετέτρεψε τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα σε ένα είδος «ιερής αγελάδας». Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά και η αριστερά ιδιοποιήθηκαν και χρησιμοποίησαν τον ένδοξο δημοκρατικό αγώνα των φοιτητών κατά της δικτατορίας ως όχημα νομιμοποίησης καταφανώς παράνομων πράξεων πολιτικής βίας. Τα χρόνια περνούσαν, αλλά το άσυλο ιδεών, ως ελευθερία της έκφρασης και βήμα στον πλουραλισμό, εξελίχθηκε σε μία πρωτοφανή για τα δεδομένα του δυτικού κόσμου κατάσταση ανομίας και υποβάθμισης των χώρων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.


Με μία βαθύτερη κοινωνιολογική παρατήρηση, μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει την αγωνία της αριστεράς να «μυήσει» φοιτητές στην ιδεολογία της, μία προσπάθεια καθόλου τυχαία, απευθυνόμενη στο θυμικό όλων εκείνων που επιλέγουν να προσεγγίζουν την πολιτική συναισθηματικά και ουτοπικά, παρά ορθολογικά και πραγματιστικά. Πρόκειται για μία προσπάθεια υπόγεια και συστηματική. Ένας από τους τρόπους που εκδηλώνεται αυτή, είναι η στοχοποίηση Καθηγητών και Πρυτανικών Αρχών, τους οποίους τεχνηέντως τοποθετούν απέναντί τους, προσδίδοντάς τους το φαντασιακό ρόλο της «εξουσίας», ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο, παρά εξαιρετικά καταρτισμένοι και μορφωμένοι άνθρωποι που επιτελούν το δημόσιο λειτούργημα μεταλαμπάδευσης των γνώσεων και καλλιέργειας του πνεύματος χιλιάδων φοιτητών. Αυτή η παραπλανητική κατηγοριοποίηση σε εξουσιάζοντες και εξουσιαζόμενους δημιουργεί μία κουλτούρα διαμαρτυρίας, ένα αίσθημα ανύπαρκτης αδικίας, μία νοοτροπία ότι το σύστημα, όταν δε θέλουν να το αντικαταστήσουν με τη δικτατορία του προλεταριάτου, «κάτι τους χρωστάει».


Εκτός από τη δημιουργία του τεχνητού, παραπλανητικού, μη υπαρκτού διπολικού συστήματος εξουσίας, ο πολιτικός αυτός χώρος επενδύει συστηματικά στην πολιτιστική προπαγάνδα με δράσεις μέσα στο Πανεπιστήμιο, ενίοτε παράνομες, αλλά σε κάθε περίπτωση άσχετες με τον κοινωνικό ρόλο και το συνταγματικά καθορισμένο σκοπό των ΑΕΙ.Η παράνομη αφισοκόλληση, συνεπαγόμενη την πολιτιστική υποβάθμιση των χώρων του Πανεπιστημίου, στοχεύει στην ασυνείδητη καθημερινή υποβολή των φοιτητών σε συνθήματα, ενώ την ίδια ακριβώς λογική υπηρετούν τα αντιεξουσιαστικά graffiti ,που λερώνουν τους χώρους των ΑΕΙ. Τις ως άνω δράσεις συμπληρώνουν συναυλίες, με τις οποίες κανείς φυσικά δε θα ασχολείτο, εφόσον αυτές ελάμβαναν χώρα σε οποιονδήποτε άλλο μέρος και όχι στο Πανεπιστήμιο, το οποίο δεν είναι συναυλιακός χώρος, πολλώ δε μάλλον χώρος διοργάνωσης δράσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.


Όλη αυτή η προπαγανδιστική προσπάθεια επιστεγάζεται και περιφρουρείται από ένα καθεστώς πρόκλησης φόβου και σε πολλές περιπτώσεις ωμής πολιτικής, δηλαδή παράνομης βίας. Οι καταλήψεις δημοσίων χώρων, οι επιθέσεις κατά φοιτητών, η ποινικού χαρακτήρα επίθεση στον Πρύτανη του ΟΠΑ, οι λεκτικές απειλές και η στοχοποίηση του Πρύτανη του ΑΠΘ, οι απρόκλητες επιθέσεις κατά της αστυνομίας, τα χτισίματα εισόδων, η μη ανοχή του διαφορετικού, εν προκειμένω της διαφορετικής πολιτικής πεποίθησης, είναι όλα μερικά δείγματα του τρόπου, με τον οποίο περιφρουρείται αυτή η προπαγάνδα.


Χαρακτηριστικό παράδειγμα μη ανοχής της αριστεράς στο διαφορετικό αποτελεί η περίπτωση του Πρύτανη του ΑΠΘ, ο οποίος έχει στοχοποιηθεί ίσως περισσότερο από κάθε άλλον Πανεπιστημιακό. Πως όμως αυτή η περίπτωση σχετίζεται με τη μη ανοχή του συγκεκριμένου χώρου στο διαφορετικό; Είναι γνωστό τοις πάσι ότι σε ομιλίες της ΚΝΕ προσκεκλημένοι είναι πάντοτε Πανεπιστημιακοί υπέρμαχοι της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Αυτό δηλαδή που ενοχλεί την αριστερά, όπως αποδεικνύει η αναντιστοιχία έργων και λόγων τους, δεν είναι η ιδεολογική ταύτιση του Πρύτανη του ΑΠΘ με συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, αλλά η ταύτιση με κάτι διαφορετικό σε σχέση με αυτό που οι ίδιοι πιστεύουν. Πρόκειται για τον ορισμό της μη ανοχής, αν όχι κάτι πολύ βαρύτερο.


Η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ίσως η πρώτη Κυβέρνηση που κοιτάει το πρόβλημα στα μάτια και λαμβάνει ουσιαστική δράση προκειμένου να αλλάξει αυτήν την κατάσταση ανομίας, όπως έχει διαμορφωθεί μεταπολιτευτικά, την οποία εκμεταλλεύεται ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος, εις βάρος όχι κάποιου αντίθετου κομματικού συμφέροντος, αλλά του ίδιου του Πανεπιστημίου και κατ’ επέκταση της πλειοψηφίας των φοιτητών που επιθυμούν ένα Πανεπιστήμιο εξωστρεφές, ανταποκρινόμενο στις διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες του «σήμερα» και του «αύριο». Η αλλαγή πρέπει να επέλθει μέσα από μία νίκη των πολλών, της λογικής, μιας άλλης τελικά αντίληψης για το σύγχρονο Πανεπιστήμιο. Με βελτίωση των συνθηκών φοίτησης μέσα από την αναβάθμιση των κτιριακών εγκαταστάσεων, που σήμερα θυμίζουν παρατημένα κτίρια της σοβιετικής ένωσης, με ένα αυστηρό πειθαρχικό πλαίσιο που θα αντιμετωπίζει δεόντως τις παράνομες πράξεις υποβάθμισης των πανεπιστημιακών χώρων και θα περιθωριοποιεί όποιον επιλέγει αυτή την έκνομη στάση, κάτι που κρίνεται αναγκαίο, καθώς η ελευθερία συνεπάγεται υποχρεώσεις, όχι μόνο δικαιώματα, αλλά και με τη διαδικασία της ελεγχόμενης εισόδου. Η πανεπιστημιακή αστυνομία είναι πράγματι ένα σημαντικό μέρος της λύσης του προβλήματος, αλλά δεν είναι η λύση. Η λύση θα πρέπει σε ένα επόμενο στάδιο να αναζητηθεί στην αντικατάσταση όλων των ως άνω αναφερθεισών πρακτικών του πολιτικού αυτού χώρου, που παραπέμπουν σε τρόπο οργάνωσης αυτοδιαχειριζόμενου αντιεξουσιαστικού κέντρου, με συνθήκες φοίτησης, υποδομές, κανόνες λειτουργίας και πρότυπο σπουδών όμοιων με αυτό του εξωτερικού, μεταβολή που νομοτελειακά θα εκτοπίσει κάθε πιθανή παραφωνία, ενόψει της σύγκρισης του κανονικού, του λογικού, του αυτονόητου με το αναχρονιστικό, το παράνομο, το περιχαρακωμένο στη μυωπική στασιμότητα.

* Του Αντώνη Μπάγιου, Φοιτητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Δείτε επίσης: Τα συγχαρητήρια του Ν. Καραγιαννακίδη στον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Αμερικής κ.κ. Ελπιδοφόρο (pic)

Loading

Play