Το τροπικό λεοντόψαρο, ο αχινός “diadema setosum” και ο λαγοκέφαλος, είναι τρεις από τους λεσσεψιανούς μετανάστες που μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, τα τελευταία χρόνια έχουν εγκατασταθεί στην Μεσόγειο – Ο Καθηγητής Θαλάσσιας Bιολογίας στο Τμήμα Βιολογίας του ΑΠΘ Χαρίτων-Σαρλ Χιντήρογλου μιλάει στο politic.gr για τους λόγους για τους οποίους επεκτάθηκαν στις ελληνικές θάλασσες αλλά και γιατί συνιστούν απειλή για τους γηγενείς πληθυσμούς.
Όπως εξηγεί ο κ. Χιντήρογλου, οι τρεις αυτοί εξωτικοί “μετανάστες”, «ήρθαν από τα νότια και εξαπλώθηκαν λόγω της καλής συνθήκης του κλίματος. Πρόκειται για δυναμικούς οργανισμούς που επικρατούν χρόνια σε δυναμικά περιβάλλοντα. Όταν έρχονται στις θάλασσές μας και βρίσκουν τους δικούς μας πληθυσμούς εξασθενημένους από την αύξηση της θερμοκρασίας και διάφορους άλλους παράγοντες, καταφέρνουν να κυριαρχήσουν πάνω στους αδύναμους».
Όποιος δεν έχει να φάει, θα χαθεί
Η παρουσία των “εισβολέων” στα μεσογειακά οικοσυστήματα, εγκυμονεί κινδύνους περιορισμού των τοπικών ειδών, καθώς δημιουργείται σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ τους. Σύμφωνα με τον καθηγητή, «περιορίζονται τα θρεπτικά αποθέματα για τα δικά μας είδη, οπότε αν κάποιος οργανισμός δεν έχει να φάει, θα χαθεί», ενώ συμπληρώνει πως «όταν ο ξενιστής καταλαμβάνει θέσεις των γηγενών ειδών και δεν μπορούν να αναπαραχθούν, αυτό οδηγεί στον περιορισμό τους». Ωστόσο, ξεκαθαρίζει πως μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να έχει κινδυνέψει κάποιο είδος με εξαφάνιση, αλλά αυτό είναι κάτι που απαιτεί χρόνο και μελέτες προκειμένου να διαπιστωθεί.
Δεν μπορούμε να “φρενάρουμε” την εξέλιξη
Σχετικά με το αν χρειάζεται να αποτραπεί η κυριαρχία των ξενικών ειδών, υποστηρίζει πως είναι θέμα της εξελικτικής διαδικασίας και όχι του ανθρώπου. «Δεν μπορούμε να φρενάρουμε την εξέλιξη των οικοσυστημάτων, η εξέλιξη θα αποφασίσει για το ποιός θα επικρατήσει», αναφέρει ο κ. Χιντήρογλου, ενώ επισημαίνει πως στο παρελθόν, πολλοί άλλοι “εισβολείς” επιδίωξαν να κυριαρχήσουν, χωρίς επιτυχία, καθώς οι γηγενείς πληθυσμοί ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Σημειώνεται, ότι τις τελευταίες δεκαετίες, περισσότερα από 1.000 είδη έχουν εισβάλλει στην ανατολική Μεσόγειο και στις ελληνικές θάλασσες.
Το τροπικό λεοντόψαρο
Το λιονταρόψαρο ή λεοντόψαρο, είναι μέλος του γένους Πτερόεις (Pterois), το οποίο είναι γένος δηλητηριωδών τροπικών θαλάσσιων ψαριών της οικογένειας των Σκορπαινίδων. Προέρχεται από τον Ειρηνικό και Ινδικό ωκεανό, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει εισβάλλει στη Μεσόγειο, στον δυτικό Ατλαντικό και στην Καραϊβική. Στην Ελλάδα, εθεάθη για πρώτη φορά το 2015 στη Ρόδο, ενώ πλέον έχει επεκταθεί σε θάλασσες της Κρήτης και της Β. Ελλάδας. Τρέφεται κυρίως με μικρά ψάρια, ασπόνδυλα και μαλάκια και έχει λίγους φυσικούς θηρευτές, πιθανότατα χάρη στα δηλητηριώδη αγκάθια του. Στους ανθρώπους, το δηλητήριό του μπορεί να προκαλέσει συστηματικά αποτελέσματα όπως πολύ έντονο πόνο, ναυτία, έμετο, πυρετό, δυσκολία στην αναπνοή, σπασμούς, ζάλη, ερυθρότητα στην πληγείσα περιοχή, πονοκέφαλο, μούδιασμα, παραισθησία, καούρα, διάρροια και εφίδρωση. Σπάνια, τέτοια τσιμπήματα μπορούν να προκαλέσουν προσωρινή παράλυση των άκρων, καρδιακή ανεπάρκεια, ακόμη και θάνατο.
Ο αχινός “diodema setosum”
Ο αχινός “diadema setosum” εισέβαλλε στη Μεσόγειο από τη Διώρυγα του Σουέζ, από τον Ινδο-Ειρηνικό ωκεανό. Η πρώτη καταγραφή του στην Ελλάδα έγινε το 2016 και από τότε όλο και αυξάνεται στις ελληνικές θάλασσες. Η διαφορά του diadema setosum από τα άλλα διάδημα, είναι πέντε χαρακτηριστικές λευκές κουκκίδες στο σώμα του. Παρά το γεγονός ότι είναι ικανός να προκαλέσει επώδυνα τσιμπήματα όταν τον πατήσουν, ο αχινός είναι ελαφρώς μόνο δηλητηριώδης και δεν αποτελεί σοβαρή απειλή για τον άνθρωπο.
Ο λαγοκέφαλος
Ο λαγοκέφαλος, με την επιστημονική ονομασία “Lagocephalus sceleratus” μετανάστευσε από τον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό στη Μεσόγειο, μέσω της Ερυθράς Θάλασσας και της Διώρυγας του Σουέζ το 2003. Είναι δυναμικό, σαρκοφάγο επιθετικό ψάρι που ανταγωνίζεται άλλα ψάρια που έχουν κοινή βάση τροφής. Η κατανάλωσή του, χωρίς να απομακρυνθούν πριν το μαγείρεμα μέρη του που περιέχουν τη δηλητηριώδη τοξίνη τετραδοτοξίνη, μπορεί να επιφέρει αναπνευστικές διαταραχές, ανεπάρκεια του κυκλοφορικού συστήματος, μυϊκή παράλυση ακόμη και θάνατο.
Με πληροφορίες από την ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια Wikipedia