Η μεταμόρφωση ενός αρχαιολογικού μουσείου, έστω και εν μέρει, ώστε σε αυτό να εκτεθούν για πρώτη φορά εικαστικά έργα (ζωγραφικοί πίνακες, χαρακτικά, γλυπτά), τα οποία μάλιστα δεν συνθέτουν μια ξεχωριστή ενότητα, αλλά τοποθετούνται ανάμεσα στα αρχαιολογικά ευρήματα δημιουργώντας εντυπωσιακούς συνδυασμούς νοημάτων και αισθητικών αναφορών, δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Όταν μάλιστα το αρχαιολογικό μουσείο βρίσκεται στην ελληνική περιφέρεια και τα έργα τέχνης προέρχονται από μια συλλογή εκ των σημαντικότερων της χώρας, όπως αυτή της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), τότε το εγχείρημα αυτό αποτελεί συνάμα και μια πρόκληση. Ωστόσο, όπως εύστοχα επισημαίνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καβάλας – Θάσου Σταυρούλα Δαδάκη, «χάρη στην άριστη επικοινωνία των πρόσωπων, την καλή χημεία που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς, τις ευνοϊκές συνθήκες και συγκυρίες, κατέστη δυνατό να υπάρξει ένα τέλειο αποτέλεσμα που δικαιώνει τους κόπους και τις προσπάθειες όσων το ολοκλήρωσαν».
Το αποτέλεσμα αυτής της πραγματικά πρωτότυπης συνεργασίας, φαίνεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας. Εκεί, φιλοξενούνται εικαστικά έργα από τη μεγάλη συλλογή της Τράπεζας της Ελλάδος που για πρώτη φορά ταξιδεύουν εκτός Αθήνας, ορισμένα δε και για πρώτη φορά εκτός του μουσείου της (ΤτΕ), προκειμένου να «συνομιλήσουν» με τις αρχαιότητες της Καβάλας και της ευρύτερης περιοχής.
Συνδημιουργία και πολιτιστική εμπειρία
Είναι η πρώτη φορά που ένας θεσμός εθνικής εμβέλειας, όπως η κεντρική τράπεζα της χώρας, εμπιστεύεται και δανείζει ορισμένα από τα σημαντικότερα εικαστικά έργα της του 19ου και 20ου αιώνα σε ένα αρχαιολογικό μουσείο, κάνοντας έτσι ένα σημαντικό άνοιγμα στην περιφέρεια και συνδημιουργώντας μια καθόλα ενδιαφέρουσα πολιτιστική εμπειρία προς όφελος του κοινού που θα μπορέσει να θαυμάσει από κοντά έργα μεγάλων Ελλήνων εικαστικών, όπως του Γύζη, του Ιακωβίδη, του Τσαρούχη, του Λύτρα, του Βολανάκη, του Αξελού, της Κατράκη, του Χαλεπά και πολλών άλλων.