Πολλοί αναρωτιούνται τι γεύση έχει η ζωή; Τι γεύση έχει η αγάπη, ο έρωτας; Τι γεύση έχει η… δύναμη μπροστά στις δυσκολίες; Τι γεύση έχει η χαρά της δημιουργίας και της προσφοράς; Η απάντηση δεν βρίσκεται στο σλόγκαν κάποια διαφήμισης αλλά ίσως βρίσκεται στα… Κομνηνά της Ξάνθης.
Σε αυτό το μοναδικής ομορφιάς ορεινό χωριό του Νέστου. Εκεί, που τελειώνει η κοιλάδα και το ποτάμι ετοιμάζεται να ξεκινήσει το ταξίδι του μέσα στα βουνά, μέχρι τα εντυπωσιακά Θρακικά Τέμπη, στους Τοξότες και τη Γαλάνη. Εκεί, βρίσκεται η απάντηση, δια στόματος της Γεύσης Τουλουμίδου. Μιας νέας και δραστήριας γυναίκας, μιας πολύτεκνης μάνας, μιας ακούραστης εργάτριας της γης που παρά τις δυσκολίες της ζωής, ακόμα και του σοβαρού προβλήματος υγείας που αντιμετώπισε στο παρελθόν, δεν εγκατάλειψε ούτε για μια στιγμή την προσπάθεια.
Συνεχίζει με πείσμα, δύναμη και αποφασιστικότητα έχοντας στο πλευρό της το σύζυγό της, Ηρακλή Ανανιάδη. Ένα γιγαντόσωμο άνθρωπο που μοιάζει με μυθικό ήρωα, αλλά με την καρδιά του αφιερωμένη στην οικογένεια, τη γη, και τα μελίσσια τους, τα… κορίτσια τους όπως τα αποκαλούν χαϊδευτικά. Αυτά τα «κορίτσια» λοιπόν, τα φροντίζουν και τους φροντίζουν με τον καλύτερο τρόπο και το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή αγνών, ανόθευτων φυσικών προϊόντων προερχόμενων από την κηρύθρα και το μέλι.
Έχοντας έξι παιδιά και μεγάλο κουράγιο για δημιουργία και προσφορά στον τόπο που γεννήθηκε, η “Γεύση των Κομνηνών”, όπως την αποκαλούν πολλοί φίλοι, ξυπνά καθημερινά απ’ τα χαράματα για να προλάβει τις δουλειές στο σπίτι, στο εργαστήριο και στο χωράφι με τα καπνά. Ως μελισσοκόμος παρασκευάζει με πολύ αγάπη και φροντίδα προϊόντα από το μέλι των ορεινών Νεστοχωρίων, παρασκευάζει αγνές σπιτικές μαρμελάδες, λικέρ από κράνα της περιοχής, σαπούνια, κηραλοιφές κι ότι άλλο ανόθευτο βγάζει η φύση των Κομνηνών. Κορυφαίο απ όλα το βουτυρόμελο τους, από τις πιο εύγεστες λιχουδιές που δύσκολα βρίσκει κάποιος σήμερα στα ράφια των σούπερ μάρκετ…
Γευστική εμπειρία μια επίσκεψη στο σπίτι
Μια επίσκεψη στο σπίτι της Γεύσης και του Ηρακλή, δοκιμάζοντας όλα τα σπιτικά γλυκά που φτιάχνει με πολύ όρεξη και μεράκι, αποτελεί πραγματική εμπειρία γεύσης, φιλοξενίας και περιποίησης. Η Γεύση, έχει ποντιακές ρίζες και είναι πολύ περήφανη για την καταγωγή της, διδάσκει παραδοσιακούς χορούς, τραγουδάει ποντιακά και παίζει νταούλι σε χορούς και πανηγύρια.
Είναι ένας άνθρωπος αυθεντικός. Τόσο δοτική και με ένα χαμόγελο που σε κερδίζει με την ειλικρίνεια, με την ευγένεια αλλά κυρίως με τη δύναμη της ψυχής της να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της αγροτικής ζωής, τις απαιτήσεις μιας πολυμελούς οικογενείας και την περιπέτεια της υγείας της που θέλει να αποτελεί μια κακή ανάμνηση.
Μέριμνα της Γεύσης και του Ηρακλή, είναι-λένε οι ίδιοι- “να προσφέρουν στα παιδιά τους ότι καλύτερο μπορούν ώστε στο μέλλον να ασχοληθούν με αυτό που πραγματικά θέλουν και αγαπούν για να είναι ευτυχισμένα”.
Η μελισσοκομία μπήκε στη ζωή τους πριν από τέσσερα περίπου χρόνια. Καταγόμενοι από αγροτικές οικογένειες και οι δυο έμαθαν να αγαπούν τη γη και τα ζώα, να τα φροντίζουν και να παίρνουν ότι τους προσφέρουν. Αυτοί είναι και οι λόγοι που δε θα εγκατέλειπαν ποτέ το χωριό τους. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Ηρακλής μετά την κρίση η εκτροφή των προβάτων δυστυχώς δε μπορούσε να ζήσει την οικογένεια. Τα εισοδήματα ήταν λίγα και τα έξοδα πάρα πολλά. Επίσης, οι τιμές στις οποίες πωλούνταν τα ζώα ήταν ιδιαίτερα χαμηλές και σε κάποιες περιπτώσεις υπήρχε αισχροκέρδεια από τους εμπόρους.
«Τις μέλισσες τις ταΐζει ο Θεός»
«Την περίοδο της κρίσης», τονίζει ο Ηρακλής μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ «αποφασίσαμε με μεγάλο πόνο να πουλήσουμε τα ζώα. Έτσι, κάναμε μια μεγάλη στροφή προς τη μελισσοκομία. Οι απαιτήσεις και τα έξοδα είναι λιγότερα. Τις μέλισσες τις ταΐζει ο θεός και αν διαχειριστείς σωστά τα μελίσσια, αν αγαπήσεις τις μέλισσες, αν τις φροντίζεις και τις προσέχεις τότε θα σου δώσουν το μέλι τους και θα βγάλεις το χειμώνα».
«Σε μια καλή χρονιά», τονίζει η Γεύση, «οι μέλισσες μπορούν να δώσουν μέχρι και εξήντα κιλά μέλη κι αυτή είναι παραγωγή με ικανοποιητικό εισόδημα. Δεν υπάρχει πιο αγνό προϊόν από το μέλι. Ποιο άλλο αγροτικό προϊόν μόλις το παράξεις μπορείς να το γευτείς, έτσι, χωρίς επεξεργασία, χωρίς να το πλύνεις καν. Οι μέλισσες φροντίζουν το μέλι που παράγουν, το καθαρίζουν πριν το αποθηκεύσουν ώστε στη συνέχεια να έρθει σε μας αγνό και θρεπτικό».
Η Γεύση και ο Ηρακλής δεν κρύβουν ότι ο χειμώνας που πέρασε ήταν δύσκολος καθώς υπήρχαν πολλές βροχές αλλά και ξηρασίες με αποτέλεσμα το μέλι να είναι περιορισμένο αφού οι μέλισσες λόγω των καιρικών συνθηκών δεν μπορούσαν να βγουν έξω. Για τους ίδιους πάντως, από τις δυσκολότερες περιόδους ήταν αυτή της καραντίνας που αναγκάστηκαν να κλειστούν στο σπίτι, αντιμετωπίζοντας δύσκολα την καθημερινότητα αφού είχε “παγώσει” κάθε παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα.
Στοχεύοντας μόνο στην ποιότητα
Σήμερα, η Γεύση, εκμεταλλεύεται όλα τα παράγωγα του μελιού. Παράγει μαρμελάδες με βάση το μέλι και εποχιακά φρούτα που μαζεύει από τον κάμπο του Νέστου. Παράγει σαπούνια, κηραλοιφές, πρόπολη, γύρη, βουτυρόμελο και βέβαια μέλι. Ανθόμελο, πευκόμελο, καστανόμελο, μέλι από βελανίδια και βότανα του βουνού (όπως λεβάντα, δεντρολίβανο, μελισσόχορτο, φασκόμηλο, λεμονόχορτο, σε αυτή την περίπτωση απαραίτητη προϋπόθεση να βοηθήσει ο καιρός)αλλά και μέλι από πιρένια (ρείκια ή σουσούρα για τους μη θρακιώτες).
Επιθυμία και στόχος της είναι να συστήσει μια οικοτεχνία, τη Meligeysis, που θα είναι επισκέψιμη ώστε όλοι να γνωρίσουν από κοντά τα προϊόντα τους, να αγαπήσουν την ποιότητα και την αγνότητα της φύσης που περικλείεται μέσα σε αυτά. Όπου μπορεί κάνει η ίδια τη διανομή των προϊόντων. Όσοι τα επιλέγουν συνεισφέρουν στην προσπάθεια που κάνουν άτομα όπως η Γεύση να μείνουν και να ορθοποδήσουν στα ορεινά χωριά της πατρίδας μας.
«Στις μέρες μας», τονίζει η ίδια, «ο κόσμος ξέρει από ποιότητα, την αναζητάει και αυτό θέλουμε να διαφυλάξουμε. Κάθε μέρα που περνάει επιδιώκουμε να γινόμαστε καλύτεροι σε αυτό που κάνουμε. Η δύναμή μας είναι οι μέλισσες και ο κόσμος που μας γνωρίζει και μας εμπιστεύεται».