Τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούν στα κέντρα προσφύγων των ελληνικών νησιών αναλύει η DW, τονίζοντας την επιδείνωση του προβλήματος και την άρνηση της κυβέρνησης να βελτιώσει την κατάσταση.
Παρά τις όποιες προσπάθειες έχει καταβάλει η ΕΕ, άνθρωποι που αναζητούν άσυλο εξακολουθούν να καταφθάνουν στα ελληνικά νησιά. Μάλιστα ο αριθμός αυτών που φθάνουν στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου από την Τουρκία υπερβαίνει τον αριθμό εκείνων που αποχωρούν από αυτά, δημιουργώντας ασφυκτικές συνθήκες στα κέντρα υποδοχής προσφύγων, τα οποία, βάσει των στοιχείων που ανέλυσε η DW, στεγάζουν διαρκώς υπεράριθμους αιτούντες άσυλο.
Η διεθνής νομοθεσία προβλέπει οι αιτήσεις χορήγησης ασύλου να εξετάζονται ξεχωριστά. Παρά τη συνδρομή της Διεθνούς Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), ο αριθμός των αιτήσεων ανά αρμόδιο υπάλληλο έχει αυξηθεί σημαντικά στην Ελλάδα. Στις αρχές του 2013 σε κάθε υπάλληλο αντιστοιχούσαν 26 αιτούντες άσυλο, ενώ το 2017 ο αριθμός των αιτούντων ανά υπάλληλο εκτοξεύθηκε σε 88.
Οι αρμόδιες αρχές ναι μεν αύξησαν το προσωπικό, ωστόσο αυτό δεν συνέβη αρκούντως γρήγορα.
Εγκλωβισμένοι στα ελληνικά νησιά
Βάσει της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό, όσοι αιτούντες άσυλο φθάνουν στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας αλλά δεν πληρούν τα κριτήρια για χορήγηση ασύλου μεταφέρονται πίσω στην Τουρκία. Παρά την αισθητή μείωση του αριθμού των αφίξεων από τότε που η συμφωνία τέθηκε σε εφαρμογή, ο αριθμός όσων φθάνουν είναι μεγαλύτερος όσων αποχωρούν από τα ελληνικά νησιά.
Μετά από δύο χρόνια εφαρμογής της συμφωνίας 2.367 άτομα που δεν πληρούσαν τα κριτήρια για άσυλο επέστρεψαν στην Τουρκία.
Το πόσο μικρός είναι αυτός ο αριθμός καθίσταται σαφές αν αναλογιστεί κανείς ότι μόνο τον Οκτώβριο του 2018 3.370 άνθρωποι έφθασαν μέσω θαλάσσης στα ελληνικά νησιά, σύμφωνα με στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Η Τουρκία κάνει δεκτούς μόνον μετανάστες που φιλοξενούνται στα νησιά. Αυτός ο γεωγραφικός περιορισμός σημαίνει ότι οι ελληνικές αρχές δεν μπορούν να μεταφέρουν τους αιτούντες άσυλο σε δομές φιλοξενίας της ενδοχώρας προκειμένου να αποσυμπιέσουν τα hot spots των νησιών.
Πάντως, παρακάμπτοντας τον συγκεκριμένο περιορισμό, οι αρμόδιες αρχές μετέφεραν 23.000 ευάλωτα άτομα –όπως αρρώστους, γυναίκες και παιδιά- στην ενδοχώρα μεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου 2018, όπως είπε στην DW εκπρόσωπος του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής.
Αναγνωρίζοντας μεν τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι αρμόδιες ελληνικές υπηρεσίες, εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) δήλωσε στην DW ότι αυτές δεν επαρκούν: «Στο διάστημα των τελευταίων τριών μηνών η UNHCR βοήθησε την ελληνική κυβέρνηση να μεταφέρει 8.000 αιτούντες άσυλο από τα νησιά σε καλύτερα καταλύματα στην ενδοχώρα.
Ωστόσο, περί τις 10.000 νέες αφίξεις μέσω θαλάσσης καταγράφηκαν την ίδια περίοδο. […] Η επίσπευση της μεταφοράς (σ.σ.: από τα νησιά στην ενδοχώρα) πρέπει να εξακολουθήσει να αποτελεί προτεραιότητα».
Αργή μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες της ΕΕ
Ένας ακόμη τρόπος να ανακουφιστούν τα ελληνικά νησιά θα ήταν να μετεγκατασταθούν πρόσφυγες που έχουν γίνει δεκτοί από την Ελλάδα σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως προέβλεπε το πρόγραμμα μετεγκατάστασης που είχε εκπονηθεί το 2015.
Εντός δύο ετών επρόκειτο να μετεγκατασταθούν από την Ελλάδα 50400 άτομα, όμως μέχρι τον Οκτώβριο του 2018 μόλις 21.999 άνθρωποι αποχώρησαν από το ελληνικό έδαφος προς άλλα κράτη-μέλη.
Εφόσον οι άνθρωποι δεν αποχωρούν από τα κέντρα υποδοχής, μια άλλη λύση θα ήταν η διεύρυνσή τους. Οι δομές στη Λέσβο, τη Σάμο και τη Χίο είναι αυτές που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα υπεραριθμίας.
Αν και τα κέντρα φιλοξενίας περιβάλλονται από κενές εκτάσεις, αυτές είναι ιδιωτικές, με τις ελληνικές αρχές να διστάζουν να προβούν σε επέκταση των hot spots, δεδομένων των αντιδράσεων και των εντάσεων που έχουν προκληθεί στα νησιά κατά των εγκαταστάσεων αυτών.
Αντιδρώντας στη σοβαρότητα της κατάστασης, η ΕΕ διέθεσε επιπρόσθετα κονδύλια στην Ελλάδα. Πέραν των προβλεπόμενων 561 εκ. ευρώ προς την Ελλάδα για το διάστημα 2014-2020, η Κομισιόν διέθεσε επιπλέον 948 εκ. ευρώ μέσω μηχανισμών έκτακτης χρηματοδότησης.
Τα χρήματα διοχετεύονται σε προγράμματα βελτίωσης στη διανομή τροφίμων και στην ποιότητα των καταλυμάτων, σε βελτίωση των υποδομών και διάθεση μετρητών σε μετανάστες και πρόσφυγες.
Πάντως, τα συγκεκριμένα προγράμματα στήριξης των ελληνικών αρχών ήρθαν να επισκιάσουν υπόνοιες για παρατυπίες στη διάθεση μέρους των κονδυλίων της ΕΕ για το προσφυγικό στην Ελλάδα.
Με τις σχετικές έρευνες να βρίσκονται σε εξέλιξη, η αρμόδια για την υπόθεση Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) αρνήθηκε να προβεί σε κάποια δήλωση για το θέμα.
Παρ’ όλα τα προβλήματα, οι τοπικές αρχές, ευρωπαίοι αξιωματούχοι και ο τοπικός πληθυσμός καταβάλλουν προσπάθειες να αποκλιμακώσουν την κατάσταση.
«Τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα πρέπει να αναλάβουν δράση και όχι και αρνούνται να δουν όλο αυτό ως ευρωπαϊκό ζήτημα», υπογράμμισε στην DW ο Σταύρος Μυρογιάννης, υπεύθυνος στο κέντρο προσφύγων του Καρά Τεπέ.
Κατά τη γνώμη του, εάν δεν δοθεί ευρωπαϊκή λύση, όσα εκατομμύρια κι αν δαπανηθούν, τα προβλήματα θα παραμείνουν.