«Το βιβλίο θα έχει πάντα θέση στη διαμόρφωση της Παιδείας»

«Το βιβλίο θα έχει πάντα θέση στη διαμόρφωση της Παιδείας»

«Το βιβλίο θα έχει πάντα τη θέση του στη διαμόρφωση της Παιδείας» σημείωσε, στο χαιρετισμό του κατά τα εγκαίνια του 48ου «Φεστιβάλ Βιβλίου 2019» ο ΠτΔ κ. Προκόπης Παυλόπουλος υπογραμμίζοντας μεταξύ άλλων:«Είναι χρέος μου να συμβάλλω, με όλες μου τις δυνάμεις, στην αναζήτηση και συνειδητοποίηση της διαχρονικής και σταθερής αξίας του βιβλίου, ιδίως στην έντυπη μορφή του».

Η ομιλία του ΠτΔ στο 48ο «Φεστιβάλ βιβλίου 2019» είναι η ακόλουθη:

«Με ιδιαίτερη χαρά αλλά και τιμή παρευρίσκομαι, και φέτος, στο Φεστιβάλ Βιβλίου, συγκεκριμένα δε στο 48ο Φεστιβάλ Βιβλίου. Αυτή την χαρά και την τιμή την επαυξάνει το γεγονός, ότι το «Φεστιβάλ Βιβλίου 2019» έχει ως κεντρικό του θέμα την «Λογοτεχνία επί Σκηνής».

  1. Ως προς την αξία του βιβλίου -η ανάδειξη της οποίας αποτέλεσε την αφετηρία οργάνωσης αυτού του Φεστιβάλ πριν 50, σχεδόν, χρόνια- αρκούμαι να υπενθυμίσω εκείνα, τα οποία είχα επισημάνει σε όλες τις προηγούμενες εκδηλώσεις αυτής της μορφής:

Α. Είναι χρέος μου να συμβάλλω, με όλες μου τις δυνάμεις, στην αναζήτηση και συνειδητοποίηση της διαχρονικής και σταθερής αξίας του βιβλίου, ιδίως στην έντυπη μορφή του. Σπεύδω να διευκρινίσω -προκειμένου ν’ αποφευχθούν κάποιες παρεξηγήσεις, κυρίως εκ μέρους εκείνων που «θυσιάζουν» ανεξόδως στον βωμό ενός, δήθεν, «τεχνολογικού προοδευτισμού»- ότι αυτή η αναζήτηση και συνειδητοποίηση δεν σημαίνει, κατ’ ουδένα τρόπο, άρνηση ή, έστω, και αμφισβήτηση της σημασίας της εξέλιξης της Ηλεκτρονικής Τεχνολογίας στο πεδίο της πληροφόρησης και της Γνώσης, ιδίως δε ως προς την πτυχή της εκείνη, η οποία αφορά την ευεργετική για την δημιουργία του Ανθρώπου μετατροπή της πληροφορίας σε Γνώση. Απλώς, έχει ως στόχο ν’ αναδείξει γιατί και πώς το βιβλίο, στην έντυπη μορφή του, έχει και θα έχει πάντα την θέση του στην διαμόρφωση της Παιδείας -κατά κυριολεξία όμως- του Ανθρώπου. Με άλλες λέξεις, στην διαμόρφωση της Παιδείας που υπερβαίνει την άγονη πληροφόρηση και οδηγεί στην αξιοποίησή της για την παραγωγή Γνώσης και, εν τέλει, «Σοφίας», πρωτίστως με την έννοια της Επιστήμης.

Β. Την κατά τ’ ανωτέρω μεγάλη αξία του εξηγεί και το ότι το βιβλίο συνιστά, αναμφισβήτητα, ένα «ακεσώδυνο» για την αντιμετώπιση εκείνης της υποδόριας πνευματικής παθολογίας, η οποία σχετίζεται με την καθήλωση του Ανθρώπου, κυρίως του νέου, στο τέλμα της άγονης, όπως προείπα, πληροφόρησης. Αυτή η χρησιμότητα του βιβλίου έχει την βαθύτερη ρίζα της στο ότι το βιβλίο, ιδίως στην έντυπη μορφή του, «σφυρηλατεί» μιαν αναντικατάστατη υλική σχέση με τον αναγνώστη. Στον οποίο επιτρέπει να δημιουργεί μια γνήσια σχέση με τον Συνάνθρωπο και με τον Κόσμο, αποτελώντας έτσι πραγματικό ανάχωμα στην επέλαση κάθε πνευματικώς φθοροποιού εικονικής προσομοίωσης. Και τούτο διότι το βιβλίο, υπό τ’ ανωτέρω χαρακτηριστικά του, αποτρέπει, σε μεγάλο βαθμό, το «στέγνωμα» του νου, κατ’ εξοχήν μέσ’ από την «ζωογόνο δρόσο» της κριτικής σκέψης και φαντασίας.

II. Επιτρέψατέ μου στην συνέχεια ν’ αναφερθώ, φυσικά δι’ ολίγων, στο κεντρικό θέμα του 48ουΦεστιβάλ Βιβλίου, ήτοι, όπως προανέφερα, στην «Λογοτεχνία επί Σκηνής». Και οφείλω, εκ προοιμίου, να συγχαρώ εκείνους που σκέφθηκαν ένα τέτοιο αφιέρωμα, δοθέντος ότι αποτελεί, ίσως, και το πιο πρόσφορο παράδειγμα ανάδειξης της διαχρονικής σημασίας και αξίας του lato sensu βιβλίου, από την στιγμή της γέννησης της Λογοτεχνίας ως σήμερα.

Α. Όπως είναι προφανές, το θέμα «Λογοτεχνία επί Σκηνής» παραπέμπει -ευθέως μάλιστα- στην όσμωση ανάμεσα στην Λογοτεχνία και στο Θέατρο.

1. Πρόκειται για σχέση άρρηκτη, εκ γενετής σχεδόν, αν αναλογισθούμε ότι η πραγματική καταξίωση της Λογοτεχνίας επήλθε αφότου «ανέβηκε» στο Θέατρο και, μέσω αυτού, κατάφερε όχι μόνο να γίνει «κτήμα» του κοινού -άρα της Κοινωνίας- αλλά και να μεταδώσει σε αυτό τα μεγάλα μηνύματα των δημιουργών της Λογοτεχνίας, όπως αυτά έχουν καταγραφεί στα έργα τους που «ανέβηκαν» στην Σκηνή.

α) Υπ’ αυτή την έννοια η «Σκηνή», το Θέατρο, κατάφερε να «μετακενώσει» την λογοτεχνική δημιουργία στο κοινωνικό σύνολο, περισσότερο αποτελεσματικά μάλιστα από την ανάγνωση του έργου. Αλλά και, αντιστρόφως, το Θέατρο ανέβηκε στο βάθρο που του αναλογεί, στο πλαίσιο της συμβολής του για την τελείωση της Παιδείας του Ανθρώπου -φυσικά με την έννοια της ουσιαστικής του μόρφωσης- όταν, αντιστοίχως, «ανέβηκαν επί Σκηνής» τα μεγάλα δημιουργήματα της Λογοτεχνίας.

β) Δηλαδή, τα δημιουργήματα που δεν εξαντλούνται σε μιαν απλή ψυχαγωγική διήγηση, αλλά έχουν ως στόχο, από την πλευρά των συγγραφέων τους, να μεταδώσουν συγκεκριμένα μηνύματα. Μηνύματα υψιπετή πνευματικώς και, κατά τούτο, μηνύματα τεταγμένα στην υπηρεσία της Παιδείας και του Πνεύματος.

2. Το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της μεγάλης αλήθειας των προαναφερόμενων διαπιστώσεων συνιστά, δίχως αμφιβολία, η Τραγωδία, από την γέννησή της ως την κορύφωσή της.

α) Τούτο δεν σημαίνει υποτίμηση της Κωμωδίας, πλην όμως η κατά τον κλασικό πια ορισμό του Αριστοτέλους Τραγωδία εξηγεί, με πιο εύγλωττο και πειστικό τρόπο, την άρρηκτη σχέση ανάμεσα στην Λογοτεχνία και το Θέατρο. Και, μαζί με αυτήν, την καταλυτική επιρροή της επί Σκηνής διδασκαλίας πάνω στο κοινωνικό σύνολο, γεγονός το οποίο, κυρίως στο «λίκνο» της Τραγωδίας, στην Αρχαία Αθήνα, εξηγεί περαιτέρω και την συμπόρευση της σταθερής ανόδου, ως την κορυφή τους, του Θεάτρου και της Δημοκρατίας. Της άμεσης, βεβαίως, Δημοκρατίας, κατά το πνεύμα της οποίας ο Λαός μετέχει στα δρώμενα εντός Άστεως εξίσου π.χ. στην Πνύκα και στο Θέατρο του Διονύσου, με απαράμιλλη θέα τον Παρθενώνα και τους εμβληματικούς, πολυπρισματικούς, συμβολισμούς του.

β) Και για να γίνω σαφέστερος ως προς την αντιπροσωπευτική δύναμη της Τραγωδίας να συμβολίσει ιδανικά την άρρηκτη σχέση Λογοτεχνίας και Θεάτρου, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν:

β1) Χωρίς το Θέατρο -την Σκηνή και τον από «Μηχανής Θεό»- χωρίς τον Χορό και τους ηθοποιούς, που διαρκώς πολλαπλασιάζονταν όσο η παράσταση αποκτούσε τα πάγια και κλασικά θεατρικά της στοιχεία, η Τραγωδία, ως γραπτό κείμενο, δεν θα είχε γίνει «κτήμα εσαεί» στην συνείδηση των Αθηναίων -και όχι μόνο- συνακόλουθα δε οι μεγάλοι Τραγικοί δεν θα είχαν μεταδώσει το μεγάλο μήνυμα των έργων τους στο κοινό. Επέκεινα, το μήνυμα αυτό δεν θα είχε επιδράσει, με καίριο και ψυχωφελή τρόπο, στο θεατρικό κοινό της εποχής. Θα τολμούσα δε να πω -και δεν νομίζω πως κάνω λάθος- ότι χωρίς αυτή την θεατρική τους «αποθέωση», οι Τραγωδίες δεν θα είχαν φθάσει ως την εποχή μας, τουλάχιστον ως λαμπρές ψηφίδες της Λογοτεχνίας, προορισμένες όχι μόνο να τέρψουν το Πνεύμα αλλά, πολύ περισσότερο, να συμβολίσουν και να διδάξουν.

β2) Και αντιστρόφως: Χωρίς την πραγματική Λογοτεχνία, και για την ακρίβεια χωρίς την ανυπέρβλητη δημιουργία των Τραγικών της εποχής εκείνης, το Θέατρο δεν θα είχε αποκτήσει τα κατά τ’ ανωτέρω κλασικά στοιχεία που το χαρακτηρίζουν ως σήμερα. Κι ακόμη περισσότερο, το Θέατρο δεν θα είχε υπερβεί τα όρια μιας απλής ψυχαγωγικής παράστασης, αν οι Τραγικοί και οι Τραγωδίες τους δεν είχαν καθιερώσει το πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο η πραγματική αποστολή της Λογοτεχνίας, ως γνήσιου προϊόντος της δημιουργίας του Πνεύματος, είναι και να συμβάλλει καθοριστικώς στην τελείωση της Παιδείας του Ανθρώπου. Της Παιδείας υφ’ όλες της τις εκφάνσεις, μεταξύ των οποίων οπωσδήποτε συγκαταλέγεται εκείνη, η οποία αφορά και την δημοκρατική διαπαιδαγώγηση του θεατή, ώστε να καταστεί πραγματικός Πολίτης, συνειδητοποιημένος υπερασπιστής των αρχών και αξιών της Δημοκρατικής Αρχής. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι μεγάλο μέρος των σωζόμενων έργων των Τραγικών -ποιος ξέρει, άραγε, πόσα άλλα χάθηκαν και έτσι παραδόθηκαν στην λήθη πραγματικοί θησαυροί του Πνεύματος- αναφέρονται, αμέσως ή εμμέσως, από την μια πλευρά στην γέννηση της Δημοκρατίας και των θεσμικών της διαστάσεων. Και, από την άλλη πλευρά, στα «πάθη» της Δημοκρατίας σε περιόδους παρακμής της, ιδίως δε στις ολέθριες για την Πόλη επιπτώσεις ορισμένων Τυράννων και της Ύβρεως, η οποία στιγμάτισε τα έργα και τις ημέρες τους.

Β. Καταλήγω, προτείνοντας το ακόλουθο συμπέρασμα -το οποίο δεν πιστεύω ότι απέχει από την πραγματικότητα, το αντίστροφο- ως προς το πώς και γιατί, όπως προείπα, οι Τραγικοί και οι Τραγωδίες τους εκπροσωπούν κάτι παραπάνω από άρτια την άρρηκτη σχέση μεταξύ Λογοτεχνίας και Θεάτρου.

1. Ο ορισμός του Αριστοτέλους -στο έργο του «Περί Ποιητικής»- για την Τραγωδία, ένας ορισμός που συνιστά ανεκτίμητης αξίας ανάθημα στον Ναό του Πνεύματος, εκφράζει, σαν φιλοσοφικό, δωρικού ρυθμού, «κιονόκρανο», το πώς η μεν Λογοτεχνία δεν θα είχε φθάσει στον «Όλυμπό» της δίχως το Θέατρο, εξίσου όμως το Θέατρο δεν θα είχε βρει την θέση του στο «Πάνθεον» της Παιδείας και του Πνεύματος δίχως την στέρεη αντηρίδα της Λογοτεχνίας. Με άλλες λέξεις, όταν αναφερόμαστε στην σχέση Λογοτεχνίας και Θεάτρου, ταιριάζει απόλυτα ο στίχος του Αισχύλου -«σπάραγμα» αβέβαιου έργου- «ποία ξυνωρίς τήσδε καρτερωτέρα»; Ας θυμηθούμε, λοιπόν, αυτό τον ορισμό του Αριστοτέλους: «Ἔστιν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».

2. Και να τι προκύπτει από τον ορισμό του Αριστοτέλους, ως προς το πώς και γιατί η Τραγωδία είναι νοητή μόνον «επί Σκηνής», ενώ η Σκηνή χωρίς την Τραγωδία μοιάζει άδεια. Τέσσερα σημεία του ορισμού τούτου μας οδηγούν με ασφάλεια προς αυτή την κατεύθυνση:

α) Πριν απ’ όλα, η Τραγωδία είναι «μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας». Αυτό το συστατικό της δείχνει ότι η Τραγωδία μεταφέρει «επί Σκηνής» την ανθρώπινη δράση. Όχι όμως οποιαδήποτε δράση. Και τούτο διότι η δράση αυτή πρέπει ν’ αφορά ένα σπουδαίο γεγονός για το κοινωνικό σύνολο -και, πολλές φορές, για την ίδια την Πόλη- το οποίο, επιπλέον, προσφέρει ένα συγκεκριμένο κορυφαίο παράδειγμα, είτε προς μίμηση είτε προς αποφυγή. Και είναι ακριβώς αυτό το πρώτο συστατικό της Τραγωδίας, ήτοι η «μίμησις πράξεως», το οποίο καθιστά τον ηθοποιό -ως μιμούμενο μεν κατ’ αρχήν αλλά και, ταυτοχρόνως και ιδίως, ως «ποιούντα ήθος»- καίριο συντελεστή της.

β) Κατά δεύτερο λόγο, η Τραγωδία είναι μεν κατ’ ουσίαν «μίμησις πράξεως», πλην όμως, επιπροσθέτως, πράξεως «ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις».

β1) Γεγονός που σημαίνει ότι ένα άλλο συστατικό της Τραγωδίας είναι το μέτρο. Δηλαδή το ότι έχει πληρότητα, με την έννοια ότι ούτε μικρή μπορεί να είναι, σε σημείο που ν’ αφήνει δυσαναπλήρωτα κενά, ούτε όμως πολύ μεγάλη, ώστε να προκαλεί κόπωση και ανία, οι οποίες αποδυναμώνουν το νόημα και το μήνυμά της.

β2) Μα δεν φθάνει αυτό. Η Τραγωδία, όπως ήδη διευκρινίσθηκε, δεν περιορίζεται στην διήγηση. Το περιεχόμενό της το διανθίζει, σε μεγάλο βαθμό, ο ρυθμός, η μελωδία και η αρμονία, οι οποίες εκφράζονται κυρίως δια του Χορού.

β3) Επίσης, η πληρότητα της Τραγωδίας εκδηλώνεται και από το ότι τα μέρη της έχουν συγκεκριμένη «αρχιτεκτονική» και δεν οικοδομούνται τυχαίως και ατάκτως. Έτσι η Τραγωδία έφθασε στην οριστικοποιημένη δομή της, η οποία περιλαμβάνει, κατά βάση, διαδοχικώς τον Πρόλογο, την Πάροδο, το Επεισόδιο, το Στάσιμο, την Έξοδο και τον Κομμό.

γ) Τρίτο συστατικό της Τραγωδίας είναι η δράση. Με την έννοια ότι η Τραγωδία δεν περιορίζεται στην απαγγελία -και στην κατά τα προλεχθέντα διήγηση- αλλά μεταφέρει στην Σκηνή την δράση των ανθρώπων, ακόμη δε και των θεών, με κορυφαία εκδήλωση τον «από Μηχανής Θεό», όταν η παρέμβαση του θείου θεωρείται από τον συγγραφέα απαραίτητη, για να έλθει στην επιφάνεια η ατέλεια και η ανεπάρκεια του ανθρώπινου παράγοντα. Κάπως έτσι, αυτό το τρίτο στοιχείο της δράσης έρχεται να συμπληρώσει το πρώτο, ήτοι την πράξη, δίνοντας στην Τραγωδία, μέσ’ από την ευθεία σύνδεση Λόγου και Πράξης, τα χαρακτηριστικά της αέναης κίνησης και της αντίθεσης προς την κάθε μορφής στασιμότητα, όπως, άλλωστε, ταιριάζει στην ζωή που διαρκώς «ρέει».

δ) Τέλος, τέταρτο συστατικό της Τραγωδίας -ίσως μάλιστα αυτό που την διαφοροποιεί ουσιωδώς από κάθε άλλο λογοτεχνικό είδος- είναι η «κάθαρση». Η «κάθαρση», η οποία οδηγεί στο πέρας της Τραγωδίας «δι’ ελέου και φόβου».

δ1) Αυτή η κάθαρση είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της ψυχικής ισορροπίας του θεατή, ώστε να προσλάβει το μήνυμα της Τραγωδίας και να το αφομοιώσει, δίχως να το απορρίπτει από τρόμο και απέχθεια. Ο «έλεος» και ο «φόβος» παίζουν μεγάλο ρόλο στην «κάθαρση», αφού το μήνυμα φθάνει στον θεατή μέσ’ από το δίδαγμα ότι τα πάθη των ανθρώπων πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται είτε με τον «έλεο» της κατανόησης και της συμπόνοιας, είτε με τον «φόβο» της επανάληψης πράξεων, οι οποίες επιφέρουν μεγάλα δεινά.

δ2) Με τον τρόπο αυτό η «κάθαρση» σηματοδοτεί, εν τέλει, και την ισορροπία ανάμεσα στον «έλεο» και στον «φόβο». Μια ισορροπία που προσδίδει στο έργο όλο το λυτρωτικό τραγικό του μεγαλείο, το οποίο κορυφώνεται με το μήνυμα που εκπέμπει προς τον θεατή. Και εδώ η Τραγωδία αποδεικνύει πως απώτερος στόχος της, μέσ’ από τη νοοτροπία αλλά και την τέχνη των Τραγικών και των συντελεστών της παράστασης, είναι να κάνει τον Άνθρωπο ελεύθερο και ανώτερο, ως μέλος του κοινωνικού συνόλου και, ιδίως, ως Πολίτη.

Με τις σκέψεις αυτές συγχαίρω ειλικρινώς τους οργανωτές και λοιπούς συντελεστές του 48ουΦεστιβάλ Βιβλίου και τους ευχαριστώ για την τόσο τιμητική πρόσκληση να παρευρίσκομαι στην έναρξή του, γεγονός το οποίο μου έδωσε την ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις που προεξέθεσα, αναφορικά με το βιβλίο και την σχέση Λογοτεχνίας και Θεάτρου. Εύχομαι κάθε επιτυχία και στο Φεστιβάλ αυτό, προσθέτοντας ότι τούτο θα συμβάλει ώστε να συνεχισθεί, για πολλά ακόμη χρόνια, αυτός ο τόσο χρήσιμος θεσμός για την Παιδεία μας γενικότερα. Όπως, επίσης, εύχομαι, για μιάν ακόμη φορά, οι αναγνώστες των βιβλίων να πληθαίνουν και η ανάγνωση, ως κορυφαία στάση αντίστασης απέναντι στην φθορά, ν’ αποτελεί πιστό συνοδοιπόρο του Ανθρώπου στην ανηφορική πορεία της ζωής, ιδίως μάλιστα στους ταραγμένους και αβέβαιους καιρούς μας».

 

© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.

Loading

Play