Υπάρχει όντως γυναικεία γραφή κι αν ναι, τι ακριβώς αντιπροσωπεύει, με ποιους τρόπους θεσπίζει τους νόμους της και πώς τους υπερασπίζεται; Ανοίγει πράγματι η λογοτεχνία που γράφεται από γυναίκες τον δρόμο για ένα διαφορετικό σύμπαν; Αποτελεί ορκισμένο εχθρό του ανδρικού λόγου ή προτείνει απλώς μια εναλλακτική προοπτική; Τα ερωτήματα αυτά επανέρχονται επί πολλές δεκαετίες, αλλά η Αριστέα Παπαλεξάνδρου με το δίτομο έργο της «Δρέποντας τα όστρακα των διθυράμβων τους», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ενύπνιο, πηγαίνει πέρα από αυτά. Το βασικό ερευνητικό της ζήτημα δεν είναι η ποίηση γυναικών και ανδρών, αλλά πότε η κριτική παύει να τις αντιμετωπίζει συγκαταβατικά.
Η Παπαλεξάνδρου, ποιήτρια η ίδια, αναλύει την περίοδο 1974-2000 και έχει εξετάσει λογοτεχνικά περιοδικά, εφημερίδες, ανθολογίες και κριτικά έργα. Εξετάζοντας την ιστορία της κριτικής για τη γυναικεία ποίηση, αναδεικνύει την εικόνα της γυναικείας ποίησης μέχρι το κρίσιμο σημείο όπου θα περάσουμε στην τέχνη της ποίησης ανεξαρτήτως φύλου.
Οι γυναίκες προσήλθαν στην ποίηση από πολύ νωρίς, αλλά μόνο από τον 19ο αιώνα και μετά άρχισαν να διαμορφώνουν την προσωπική τους γλώσσα. Ο φεμινισμός έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη της υποκειμενικότητας. Σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική ποίηση, οι γυναίκες ξεκίνησαν από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και ενίσχυσαν τη θέση τους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το εσωτερικό τοπίο και η υπαρξιακή οδύνη αντικατοπτρίζουν την πορεία τους, προετοιμάζοντας τη νέα περίοδο που θα εγκαινιάσουν οι γυναίκες της γενιάς του 1970.
Το κριτικό ενδιαφέρον για τις ποιήτριες τείνει να αποκτήσει σάρκα και οστά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, με την κριτική να αποκτά τη δυνατότητα να παρακολουθεί τον γυναικείο λόγο σε διεθνείς όρους. Κατά την επόμενη δεκαετία, θα υπάρξει έκρηξη στην εκδοτική παραγωγή και την παρουσία των γυναικών στη δημόσια σφαίρα.
Η Παπαλεξάνδρου, μέσα από την έρευνά της, αναδεικνύει όχι μόνο καθιερωμένα ονόματα, αλλά και αφανείς περιπτώσεις που χάθηκαν στον χρόνο. Αυτό που κυριαρχεί είναι το πάθος της ερευνήτριας, που μας φέρνει κοντά στις σιωπές και τα κενά της ιστορίας της λογοτεχνίας.