Σαράντα χρόνια έχουν περάσει από την πρεμιέρα της «Λούφας και Παραλλαγής» το 1984. Η σπαρταριστή σάτιρα του Νίκου Περάκη, μία εξαιρετική ταινία που επανασύνδεσε το κοινό με τη λαϊκή κωμωδία, ήρθε σε μια εποχή που το νέο ελληνικό σινεμά, με την εσωστρέφειά του και τους επιτηδευμένους συμβολισμούς του, προκαλούσε τα «πιο βαθιά χασμουρητά».
Δεν είναι τυχαίο ότι το 2016, σε ψηφοφορία του περιοδικού Αθηνόραμα, απέσπασε τον τίτλο της «Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας 1976-2016». Η ταινία του Περάκη γνώρισε την καταξίωση με τον χρόνο, ενώ από την αρχική χλιαρή κριτική, το κοινό την αναγνώρισε και την ανέδειξε με 400.000 εισιτήρια στην πρώτη προβολή. Δυστυχώς, από το 2016 δεν έχει υπάρξει άλλη ταινία που να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία της «Λούφας».
Το ιστορικό της ταινίας ξεκινά από τα βιώματα του Νίκου Περάκη από τη στρατιωτική του θητεία, καθώς αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το σενάριο. Η τοποθέτησή του στη νεοσύστατη Τηλεόραση Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και οι σκληρές εμπειρίες του στον στρατό, διαμόρφωσαν την καλλιτεχνική του προσέγγιση.
Η ταινία ακολουθεί τις κωμικές και τραγικές καταστάσεις της καθημερινότητας των στρατιωτών, αναδεικνύοντας τον παραλογισμό που επικρατούσε στις τάξεις των αξιωματικών. Οι χαρακτήρες βασίζονται σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, διεισδύοντας στην εποχή με αυθεντικότητα και χιούμορ.
Τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιήθηκαν χωρίς άδειες, κυρίως στην εγκαταλελειμμένη Σχολή Ευελπίδων, επιβεβαιώνοντας την επαναστατική διάθεση των δημιουργών. Η επιτυχία της ταινίας οφείλεται στο ταλέντο του Περάκη και στο χαρισματικό ηθοποιό καστ, που συμμετείχε ενεργά στη δημιουργία αυτής της μοναδικής κωμωδίας.
Η «Λούφα και Παραλλαγή» δεν ήταν απλώς μια άριστη σάτιρα, αλλά ένα ψυχογράφημα των Ελλήνων της εποχής, που απεικονίζει την αμηχανία και τον παραλογισμό που επικρατούσαν, καθώς η χώρα έμπαινε σε μια νέα εποχή.
Η «Λούφα και Παραλλαγή» συμπλήρωσε 40 χρόνια και ο Νίκος Περάκης 80 χρόνια, με τον ελληνικό κινηματογράφο να συνεχίζει να αναζητά την ταυτότητά του μέσα από τη λαϊκή και αιχμηρή κωμωδία.