Καλά Χριστούγεννα με τον Δημοσθένη Βουτυρά

Καλά Χριστούγεννα με τον Δημοσθένη Βουτυρά

Καλά Χριστούγεννα με ένα διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά για μια γιορτή φτωχή -σαν τη φάτνη- μα και γεμάτη από χαρά της ζωής.

Ήταν, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, αφανής εταίρος του μοντερνισμού, γέμισε τους τόπους των διηγημάτων του με πρόσωπα και καταστάσεις μιας τολμηρής και εξημμένης φαντασίας, παρακολούθησε με διεισδυτικό βλέμμα τα μεγάλα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα του καιρού του, χωρίς να υποκύψει στον πειρασμό των εξαντλητικών λεπτομερειών ή της μετωπικής καταγραφής τους, και έγραψε πλήθος κομμάτια για ανθρώπους βασανισμένους οικονομικά ή σφηνωμένους στα κράσπεδα του κοινωνικού περιθωρίου, δίχως και πάλι να παρασυρθεί στην κραυγαλέα καταγγελία ή να υποκύψει στις στεγνές απαιτήσεις της στρατευμένης λογοτεχνίας. Αυτός ήταν ο Δημοσθένης Βουτυράς (1872-1958), ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους των ελληνικών γραμμάτων, τότε και σήμερα.

Θυμόμαστε σήμερα τον Βουτυρά με την ευκαιρία του διηγήματος «Δώρο χριστουγεννιάτικο», δημοσιευμένου το 1924.

Δώρο χριστουγεννιάτικο

Σε κάθε χτύπημα που τούδινε ο άνεμος σα να ζητούσε να το γκρεμίσει, το παλιόσπιτο έτρεμε, όπως κι εμείς μαζεμένοι εκεί μέσα.

Είχαμε φράξει, όσο μπορούσαμε, τις διάφορες τρύπες. Στα σπασμένα τζάμια του παραθύρου είχε κολλήσει ο Παδούλης χοντρό χαρτί μπλε, αλλ΄ απ΄ τις σχισμάδες της μισοσπασμένης πόρτας ενοιώθαμε την παγωμένη πνοή του θηρίου που μούγκριζε έξω, να μας έρχεται. μα ήταν αδύνατο να ζεσταθεί κείνη η κάμαρα!… Κάμαρα!… Ένα είδος σταύλου μακρόστενου, με χώμα κάτω, αντί για σανίδια, ένα χώμα μαύρο, μαύρο και σχεδόν πάντα υγρό. Ένα παράθυρο είχε, και αυτό στην αυλή έβλεπε, στην αυλήν τη γεμάτη από σωρούς πετρών τετράγωνων, μαυρισμένων και από ξύλα παλιά. Προς το δρόμο υπήρχε και άλλο δωμάτιο, λίγο καλύτερο απ΄ αυτό· αλλ΄ ο κύριος του σπιτιού έβαζε παλιοσίδερα και διάφορα άλλα παλιοπράγματα.

Κανείς δεν είχε όρεξη για ομιλίες. Μέναμε σιωπηλοί σε κείνο το παγωμένο δωμάτιο που σα νάταν η φωλιά του βοριά και να του την είχαμε ΄μεις πάρει, ακουγόταν αυτός απ΄ έξω να χτυπά, να φωνάζει, να ουρλιάζει άγριος, σα να ζητούσε να μπει μέσα να μας διώξει.

Ο Παδούλης καθότανε κάτω, πάνω σ΄ ένα ρούχο, και κοντά στη φωτιά που είχαμε ανάψει από ξύλα του σπιτονοικοκύρη μας, απ΄ εκείνα, που είχε στην αυλή, και κοίταζε τη φλόγα σκεπτικός.

Απάνω-κάτω ήξερα τι σκεπτόταν. Τον είχα ακούσει να λέει πρωτύτερα:

– Χριστούγεννα και να μη φάμε κέας.

Ήτανε ψευδός. Ποτέ η γλώσσα του δεν κατόρθωσε να συλλάβει το ρ.

Ο Λάμπας, πιο πέρα και πάνω σ΄ ένα χοντρόξυλο, με τα χέρια σταυρωμένα και καμπουριασμένος.

Ήτανε ψάλτης στην πατρίδα μας και άνθρωπος που ποτέ δεν έκανε κακή καρδιά. Αλλ΄ απ΄ την ημέρα, που οι Τούρκοι κλείσανε την Εκκλησιά και μας διώξανε, πάει η καλή καρδιά του Λάμπα. Εγώ τριγύριζα, περπατούσα πάνω-κάτω, τρέμοντας και τουρτουρίζοντας.

Αναμνήσεις κάποτε, σαν τα διωγμένα, τα κομματιασμένα σύννεφα, που τρέχανε έξω, περνούσαν απ΄ το νου μου…

Ξαφνικά κάτι άκουσα έξω και κοίταξα απ΄ τα γυαλιά του παραθύρου, έξω στην αυλή.

Νόμισα πως έβλεπα όνειρο!… Κοντά στο βρωμοπήγαδο δύο κιτρινωπές όρνιθες!

– Παδούλη!… φωνάζω με πνιγμένη φωνή.

– Τι τέχει; ρώτησε αυτός με την ψευδή μιλιά του.

– Έλα δω, μωρέ!… Έλα γρήγορα. Δώρο μάς στέλνει ο Χριστός, δώρο!… Δύο όρνιθες!… Να!…

Ο Παδούλης πλησίασε γρήγορα στο παράθυρο, ενώ ο Λάμπας, χωρίς να πολυκινηθεί, με ορθωμένο μόνο το κορμί του μας κοίταζε.

– Τη ίγα!… έκανε ο ψευδός και κινήθηκε τυφλά δω και κει.

Ζητούσε μια σιδερένια μεγάλη ρίγα.

– Νά τοι, νά τοι!… Ωραία πάτε!… Απ΄ τ΄ αυγό στην κότα!… Κατά το παραμύθι!… Μπράβο σας!… Έτσι!… Χτες κλέψατε τα τρία αυγά της γειτόνισσας και τώρα θα της κλέψετε τις κότες!…

Άρχισε να μας μαλώνει ο Λάμπας.

– Αυτός, Γιώργο, να το ξέρεις, ο ψευδούλιακας, θα σε παρασύρει!…

Ο Παδούλης είχε βρει τη ρίγα και προχωρούσε προς την πόρτα. Ο Λάμπας όμως πετάχτηκε και θέλησε να του κλείσει το δρόμο.

– Βρε κάτσε απ΄ εκεί!…, του είπα, πήγαινε, κοιμήσου!…

– Στάσου βε!… του έκανε ο Παδούλης.

– Κάντε ό,τι θέλετε!… Εγώ να, νίπτω τας χείρας μου!… Στη φυλακή!… Και κλεψιά μέρα χρονιάρα, Χριστούγεννα!…

– Λέε, λέε!… Ψάλτης δεν ήσουνα;…

– Μωρέ, θα πάψεις;… Ας το διάολο!

Ο Παδούλης άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Την έκλεισα. Τον ήξευρα ότι ήτανε τρομερός κυνηγός των ορνίθων. Χωρίς να βγάζουνε φωνή, πέφτανε αυτές στα χέρια του.

Έγινε σιωπή και ούτε μάλιστα ο άνεμος ακούστηκε να μουγκρίζει απ΄ έξω απ΄ το παλιόσπιτο.

Σε λίγο έσπρωξε την πόρτα και την άνοιξε. Μπήκε μέσα κρατώντας τις δύο κιτρινωπές όρνιθες.

– Ωραία, ωραία!… Μπράβο σας!…

Μας έλεγε ο Λάμπας που είχε καθήσει στη θέση του.

– Χριστουγεννιάτικα!…

– Κόφ΄ τους το λαιμό, γιατί τις σταγκούλισα!…

Τους κόψαμε το λαιμό σ΄ ένα μέρος, που πλύναμε έπειτα, ύστερα σ΄ ένα τσουκάλι ρίξαμε νερό και το βάλαμε στη φωτιά.

Ο Λάμπας δε μιλούσε, μόνο μας κοίταζε.

Άμα ζεστάθηκε πολύ το νερό, τις ζεματίσαμε κι αρχίσαμε να τις μαδάμε. Και όταν έμειναν με μόνο το δέρμα, άσπρες, άσπρες, πήρε ο Παδούλης φτερά, πόδια, μάζεψε και τα φτερουλάκια, όλα, όλα, με προσοχή και τα πήγε έξω στην αυλή, όπου τα έθαψε σ΄ ένα λακκάκι, που άνοιξε, πατώντας έπειτα καλά το χώμα, που έριξε από πάνω.

Κοιτάξαμε και για τις σταγόνες το αίμα, που ήτανε δω και κει.

– Κλέφτες!… Σωστοί κλέφτες είσαστε!… μίλησε ο Λάμπας, που μας κοίταζε τι κάναμε.

– Δε θα φας; τον ρώτησα.

– Εγώ;… Ποτέ, ποτέ! να μαγαριστώ με κλεψιμέϊκο χρονιάρα μέρα!… Ποτέ!…

– Αν δεν ήτανε χρονιάρα μέρα;…

– Δεν ξέρω τι θάκανα!… Ούτε τότε!… Έφαγα απ΄ τ΄ αυγά;…

Ο αχρείος όμως ήξερε να μαγερεύει και του ζητήσαμε τη συμβουλή του.

Μας είπε πώς να την κάνουμε, αφού πάλι που πήρε θάρρος μ΄ αυτό, μας έβρισε.

Η φωτιά ήτανε στις δόξες της. Το παλιοδωμάτιο μοσχοβολούσε.

Καθισμένοι κοντά ακούγαμε το τραγούδι το γλυκό-γλυκό του τσουκαλιού, που έλεγε, έλεγε, νανούριζε, μας υποσχότανε τόσα και τόσα καλά…

Ο Λάμπας καθότανε λίγο τραβηγμένος και στην ομιλία μας, τη γεμάτη ευχαρίστηση και ευθυμία, δεν ανακατευότανε. Ξαφνικά τον ακούσαμε να τραγουδά:

«Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι…»

– Δυο όνιθες!… του είπε ο Παδούλης.

Αυτός, χωρίς να φανεί ότι πρόσεξε, ξακολούθησε:

«Άστρον λαμπρόν…»

Ο βοριάς, που φυσούσε έξω, είχε πέσει λίγο και δεν ακουγότανε να βογκά όπως πριν.

Και η φωτιά ήτανε στις δόξες της με πάνω της σα στέμμα το τσουκάλι, που σα να υμνούσε κι αυτό μαζί με το Λάμπα τη γέννηση του Χριστού έλεγε, έλεγε, έψελνε….

Loading

Play