«Καταγραφή της βιοποικιλότητας στους αρχαιολογικούς χώρους: Μια καινοτόμος πρωτοβουλία στο αμφιθέατρο της Εθνικής Πινακοθήκης»

«Καταγραφή της βιοποικιλότητας στους αρχαιολογικούς χώρους: Μια καινοτόμος πρωτοβουλία στο αμφιθέατρο της Εθνικής Πινακοθήκης»

Σχεδόν 4.400 είδη ζώων και φυτών καταγράφηκαν στους 20 εμβληματικούς χώρους που συμμετείχαν στο πρόγραμμα «Καταγραφή της βιοποικιλότητας στους αρχαιολογικούς χώρους», το οποίο παρουσιάστηκε σήμερα στο αμφιθέατρο της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου. Ένα νούμερο διόλου ευκαταφρόνητο αν αναλογιστεί κανείς την περιορισμένη έκταση των αρχαιολογικών χώρων που μελετήθηκαν -μιλώντας με αριθμούς τα καταγραφέντα είδη αποτελούν το 10,8% της ελληνικής βιοποικιλότητας από μια περιοχή που καλύπτει το 0,08% της συνολικής επιφάνειας της χώρας.

Από αυτά τα είδη πολλά είναι ενδημικά, ενώ στα πιο εξαιρετικά ευρήματα περιλαμβάνεται η καταγραφή νέων ειδών, όπως η πόα Lolium persicum που καταγράφηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα (και στην Ευρώπη!) από την αρχαία Νικόπολη, καθώς και η ανακάλυψη ενός είδους που φαίνεται ότι δεν έχει περιγραφεί ποτέ ξανά στο παρελθόν από επιστήμονες: Στην πηγή Κερνά στους Δελφούς συλλέχθηκε μικρό υδρόβιο σαλιγκάρι με μέγεθος κελύφους που δεν ξεπερνά τα 20 χιλιοστά. Μια επιπλέον, τέλος, είδηση αφορά τη Μικρομέρια της Ακρόπολης (Micromeria acropolitana), που μετά από προσεκτική μελέτη των νέων δεδομένων αποδείχτηκε ότι δεν αποτελεί ενδημικό είδος του Ιερού Βράχου, αλλά είναι μια μορφή της Micromeria nervosa.

Τα παραπάνω, που έχουν καταγραφεί στον τόμο «ΒΙΑΣ, ΒΙοποικιλότητα στους Αρχαιολογικούς χώρουΣ», παρουσιάστηκαν σήμερα το πρωί στην ημερίδα, τις εργασίες της οποίας άνοιξε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, η οποία είχε και τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία. «Τα αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος που ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 2024 υπήρξαν πραγματικά εντυπωσιακά και ξεπέρασαν και τις δικές μας προσδοκίες. Όχι απλώς επιβεβαίωσαν τις ενδείξεις ότι οι αρχαιολογικοί χώροι διαθέτουν ιδιαίτερα αξιόλογη χλωρίδα και πανίδα αλλά κατέδειξαν μια πυκνότητα και ποικιλία ειδών που τους καθιστά, χωρίς υπερβολή, φυσικά καταφύγια βιοποικιλότητας και οικολογικούς θησαυρούς ειδικά σε αντιπαραβολή με τις γύρω περιοχές», επισήμανε η υπουργός Πολιτισμού, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι «τα ευρήματα του έργου επιβεβαιώνουν την ανάγκη ολιστικής, συνθετικής και συμπεριληπτικής προσέγγισης στη διαχείριση του διττού φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου της χώρας. Το ΥΠΠΟ έχει θέσει στο επίκεντρο της πολιτικής του την ολιστική αυτή προσέγγιση».

«Διττός στόχος μας είναι αφενός να αποτυπώσουμε τη βιοποικιλότητα της Ελλάδας και αφετέρου να τη συμβάλουμε με τη μακραίωνη ιστορία μας, υπογραμμίζοντας ότι άνθρωπος και φύση είναι διαχρονικά άρρητα συνδεδεμένοι και αλληλοεξαρτώμενοι. Η προστασία της βιοποικιλότητας αποτελεί προτεραιότητα του ΥΠΕΝ», δήλωσε μεταξύ άλλων στον χαιρετισμό του ο Πέτρος Βαρελίδης, γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ).

«Η έκταση και σύνθεση της ερευνητικής ομάδας δεν έχει προηγούμενο καθότι αποτελούνταν από 49 επιστήμονες διαφορετικών πεδίων από 9 πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα και κάλυψε γεωγραφικά το σύνολο της επικράτειας. Τα αποτελέσματα του ΒΙΑΣ αναδεικνύουν ανάγλυφα τον ρόλο των αρχαιολογικών χώρων ως τόπο διατήρησης της πλούσιας και μοναδικής ελληνικής βιοποικιλότητας», σημείωσε ο καθηγητής Γεράσιμος Σιάσος, πρύτανης του ΕΚΠΑ.

Στο πλαίσιο του προγράμματος «ΒΙΑΣ» πραγματοποιήθηκε καταγραφή της χλωρίδας και της πανίδας σε 20 εμβληματικούς αρχαιολογικούς χώρους της επικράτειας, κάποιοι από τους οποίους ανήκουν στην παγκόσμια κληρονομιά της UNESCO, ενώ άλλοι στο δίκτυο NATURA. Αυτή η δράση συμβάλλει στην τεκμηρίωση και ανάδειξη της σπάνιας βιοποικιλότητας, συνδέοντας διαχρονικά την ιστορία των τόπων και των μνημείων της χώρας μας.

Loading

Play