Νέα ελληνική μέθοδος για πρώιμη διάγνωση της αμυλοείδωσης με παλιές εξετάσεις – Σημαντικός κίνδυνος για τους ασθενείς

Νέα ελληνική μέθοδος για πρώιμη διάγνωση της αμυλοείδωσης με παλιές εξετάσεις – Σημαντικός κίνδυνος για τους ασθενείς

Έλληνες καρδιολόγοι από την Α’ Καρδιολογική Κλινική του ΕΚΠΑ ανέπτυξαν μία νέα έξυπνη και συμφέρουσα για το σύστημα υγείας μέθοδο έγκαιρης διάγνωσης της καρδιακής αμυλοείδωσης τρανσθυρετίνης, η οποία, χωρίς θεραπεία, έχει εξαιρετικά κακή πρόγνωση. Η σχετική δημοσίευση έγινε στο επιστημονικό περιοδικό Amyloid.

Η αμυλοείδωση σχετίζεται με την παθολογική αναδίπλωση μιας πρωτεΐνης που μεταφέρει τη θυροξίνη, η οποία, αντί να απομακρύνεται από τον οργανισμό, συσσωρεύεται σε ζωτικά όργανα όπως η καρδιά και οι νεφροί, επιβαρύνοντας τη λειτουργία τους. Όταν αυτή η πρωτεΐνη συσσωρεύεται στα όργανα κάνει την αμυλοείδωση.

Στη διάρκεια μίας μεγάλης πολυκεντρικής μελέτης, ερευνητές ανέλυσαν αξονικές τομογραφίες 600 ασθενών με στένωση αορτής από διάφορα καρδιολογικά κέντρα στην Ελλάδα και την Κύπρο. Χρησιμοποιώντας εξελιγμένες τεχνικές τεχνητής νοημοσύνης, εντόπισαν τα χαρακτηριστικά που προειδοποιούν για τη συγκεκριμένη νόσο. Έτσι, αν κάποιος κάνει μία αξονική τομογραφία για άλλο λόγο, μπορούμε να βρούμε αν έχει αμυλοείδωση ή όχι.

Ο καθηγητής Καρδιολογίας ΕΚΠΑ και υπεύθυνος της Μονάδας Καρδιογενετικής και Αθλητικής Καρδιολογίας, Χαράλαμπος Βλαχόπουλος, σημειώνει ότι 1 στους 10 ασθενείς με στένωση αορτής πάσχει από καρδιακή αμυλοείδωση χωρίς να το γνωρίζει. Η ανακάλυψη ανακοινώθηκε σε συνέντευξή του στο Πρακτορείο Fm, αναδεικνύοντας την ανάγκη για έγκαιρη διάγνωση.

Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου με θέμα «Καρδιακή Αμυλοείδωση- Γενετικές Μυοκαρδιοπάθειες- Αθλητική Καρδιολογία», ο κ. Βλαχόπουλος τόνισε ότι η νόσος είναι συχνή, ιδιαίτερα σε μεγαλύτερους σε ηλικία και σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Η αμυλοείδωση προσβάλλει κυρίως μεγαλύτερους ανθρώπους και δεν ήταν γνωστή λόγω της έλλειψης διαγνωστικών μεθόδων.

Η θεραπεία της αμυλοείδωσης μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την πρόγνωση των ασθενών. «Αν κάποιος λάβει τη θεραπεία, η οποία είναι συνήθως ένα απλό χαπάκι, μπορεί να βελτιώσει μέχρι και 30% την πιθανότητα επιβίωσης και την ποιότητα ζωής του», τονίζει ο κ. Βλαχόπουλος. Εστιάζει επίσης στο γεγονός ότι η πρώιμη ανίχνευση μπορεί να μειώσει τα κόστη για το σύστημα υγείας, καθώς θα επιτρέπει τη γρηγορότερη χορήγηση των διαθέσιμων θεραπειών.

Loading

Play