Εκατομμύρια άνθρωποι μετά την παρακολούθηση της ταινίας «Τα σαγόνια του καρχαρία» σταμάτησαν να πηγαίνουν στα βαθιά, τσαλαβουτώντας μαζί με τους μπόμπιρες εκεί που σκάνε τα κύματα. Άλλοι έβλεπαν εφιάλτες με σατανικούς καρχαρίες ή προσπαθούσαν να διακρίνουν εκεί που ενώνεται ο ορίζοντας με τη θάλασσα αν ξεχωρίζει κάτι απειλητικό. Η αλήθεια είναι ότι η κλασική πλέον ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, υπήρξε ένα από τα επιδραστικότερα φιλμ όλων των εποχών, όχι μόνο για τις φοβίες που ξύπνησε σε εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά κυρίως για την υποδειγματική κινηματογραφική της αφήγηση, την αριστοτεχνική σκηνοθεσία και το σημαντικότερο, μιας πολιτικής αλληγορίας, για την αλαζονεία του ανθρώπου προς τη φύση και τον αδηφάγο καπιταλισμό.
Μπορεί ο Σπίλμπεργκ να χαρακτήρισε τα γυρίσματα της ταινίας του ως την «πιο ψηλή βουτιά που μπορούσε να γίνει σε ενάμισι μέτρο νερό», αλλά το κύμα που σήκωσε με την πρεμιέρα της ούτε ο ίδιος μπορούσε να το περιμένει, καθώς αποτέλεσε έναν εισπρακτικό και καλλιτεχνικό θρίαμβο, γεννώντας την έννοια του μπλοκμπάστερ και καθιστώντας το καλοκαίρι ως την εμπορικότερη περίοδο του αμερικάνικου box office.
Συμπληρώνοντας μισό αιώνα από την πρεμιέρα της, είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε πώς γεννήθηκε και γυρίστηκε η θρυλική ταινία, που το 2001 χαρακτηρίστηκε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των ΗΠΑ, καθώς και την ανάδειξη των όσων κρύβονται πίσω από ένα δημοφιλές έργο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό.
Όλα ξεκίνησαν από ένα βιβλίο. Το πρώτο μυθιστόρημα του 34χρονου δημοσιογράφου και λάτρη των καρχαρίων Πίτερ Μπέντσλεϊ, που κυκλοφόρησε στην Αμερική το 1974, ενώ οι περισσότεροι επιμελητές του εκδοτικού οίκου είχαν σοκαριστεί με τις ανατριχιαστικές περιγραφές του βίαιου θανάτου του πρώτου θύματος του καρχαρία.
Όταν οι παραγωγοί Ρίτσαρντ Ζάνουκ και Ντέιβιντ Μπράουν άκουσαν για το βιβλίο του Μπέντσλεϊ, διάβασαν το αδημοσίευτο μυθιστόρημα και συμφώνησαν ότι ήταν «το πιο συναρπαστικό πράγμα που είχαν διαβάσει ποτέ». Αμέσως, πήραν τα δικαιώματα του μυθιστορήματος για να το μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη. Η αρχική σκέψη ήταν ο σκηνοθέτης Τζον Στάρτζες, αλλά δεν προχώρησε και στη συνέχεια ο ανερχόμενος Ντικ Ρίτσαρντς. Γρήγορα κατάλαβαν ότι δεν είναι ο κατάλληλος σκηνοθέτης για την ταινία και απευθύνθηκαν στον Σπίλμπεργκ, που λίγο πριν είχε γυρίσει το αξιοπρόσεκτο «Εξπρές του Σούγκαρλαντ». Ο 26χρονος τότε σκηνοθέτης, μόλις διάβασε το βιβλίο τον γοήτευσε και συμφώνησε, καθώς υπήρχαν πολλά κοινά με την πρώτη ουσιαστικά ταινία του.
Λίγο πριν ξεκινήσει τα γυρίσματα, ο Σπίλμπεργκ ένιωσε άβολα, φοβούμενος ότι μπορεί να τυποποιηθεί ως «ο σκηνοθέτης του φορτηγού και του καρχαρία», αλλά τελικά πείστηκε να προχωρήσει, με έναν αρχικό προϋπολογισμό 3,5 εκατομμυρίων δολαρίων, που αποδείχθηκε πολύ μικρός με τον τελικό των 12 εκατομμυρίων.
Αμέσως, ο Σπίλμπεργκ θα ριχτεί στη δουλειά και μαζί με τον συγγραφέα και τον σεναριογράφο Καρλ Γκότλιμπ θα αρχίσουν να δουλεύουν το σενάριο. Ο νεαρός σκηνοθέτης θα αλλάξει αρκετά πράγματα από το βιβλίο και θα επικεντρωθεί στο δεύτερο μισό. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στο νησί Martha’s Vineyard. Ωστόσο, προηγουμένως δόθηκε μια μάχη για το καστ, καθώς οι παραγωγοί ήθελαν τρανταχτά ονόματα, κάτι με το οποίο διαφωνούσε ο Σπίλμπεργκ. Πέρασαν πολλοί για τους κεντρικούς ρόλους, αλλά τελικά θα περάσει του σκηνοθέτη.
Οι περιπέτειες των γυρισμάτων και οι απίστευτες τεχνικές που αναπτύχθηκαν προκειμένου να φαίνονται όλα αληθινά, θα μπορούσαν να αποτελέσουν το θέμα ενός βιβλίου. Ο Σπίλμπεργκ ήθελε να κινηματογραφήσει τις σκηνές μέσα στο νερό με κοντινά πλάνα. Ο κινηματογραφιστής του επινόησε έναν νέο εξοπλισμό για να διευκολύνει την υποβρύχια λήψη. Μετά έπρεπε να βρεθεί ο φονικός καρχίας. Αρχικά οι παραγωγοί είχαν την ιδέα να εκπαιδεύσουν έναν μεγάλο λευκό καρχαρία, αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Έτσι, σχεδιάστηκαν τρεις καρχαρίες για κάθε πλευρά των πλάνων. Οι καθυστερήσεις και οι δυσκολίες των γυρισμάτων, που έγιναν για πρώτη φορά στον ωκεανό, αλλά και η τελειομανία του σκηνοθέτη, τελικά αποδείχθηκαν ευεργετικές.
Το στόρι, λίγο πολύ γνωστό. Σε ένα νησί όπου όλα κυλούν ήρεμα, με την έναρξη της θερινής περιόδου εμφανίζεται ένας λευκός καρχαρίας που επιτίθεται σε ανθρώπους. Αν και ο αρχηγός της αστυνομίας επιμένει να κλείσουν οι παραλίες, ο δήμαρχος, αρνείται φοβούμενος την οικονομική καταστροφή. Όταν όμως, ο αριθμός των θυμάτων αρχίζει να αυξάνεται, ο αρχηγός αποφασίζει να βγει στον ωκεανό για να εντοπίσει και να σκοτώσει το θαλάσσιο τέρας.
Η αλληγορική διάσταση της ταινίας ξεκινά με την ονομασία του θέρετρου, Amity (Συμφιλίωση), ενώ η στάση του δημάρχου και των κατοίκων αναδεικνύει την κατηφορική φόρα που είχε πάρει το κυρίαρχο αμερικάνικο ρεύμα. Ταυτόχρονα, φωτίζεται η θέληση του ανθρώπου για να τιθασεύσει τη φύση και η τραυματική ιστορία ενός έθνους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι θα γλυτώσουν από τα σαγόνια ο ωκεανογράφος και ο αστυνόμος, που δεν θέλει «να σώσει τον κόσμο», αλλά να προστατέψει τους συνανθρώπους του.
Η υποδειγματική σκηνοθεσία του Σπίλμπεργκ θα αλλάξει τα δεδομένα στο αμερικάνικο σινεμά, διατηρώντας αξεπέραστα την αρραγή ενότητα χρόνου, χώρου και δράσης. Παράλληλα, η υποβλητική μελωδία του Τζον Γουίλιαμς προκαλεί ανατριχίλες.
Δυο χρόνια πριν, ο Σπίλμπεργκ εξέφρασε τις τύψεις του για τη δυσφήμιση των καρχαριών και τη ραγδαία συρρίκνωση του πληθυσμού τους. Αρκεί να μη μετάνιωσε για όλα τα άλλα που αναδεικνύει η ταινία και παραμένουν επίκαιρα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ