Συνέντευξη στη Δήμητρα Αθανασοπούλου
Για τον Αλέξη Σταμάτη η μυθοπλασία καλύπτει την ανάγκη για δυνητικές ζωές. Μας το είχε πει κάποτε, αρκετό καιρό πριν αποφασίσει να κατέβει υποψήφιος στο δήμο της Αθήνας. O πολυμεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας μιλά σήμερα στο politik για το χώρο που καλύπτει η πολιτική στη ζωή του, για όσα τον έπεισαν να ασχοληθεί με την αυτοδιοίκηση στο πλευρό του Κώστα Μπακογιάννη και για τους λόγους που απέρριψε κάποτε την πρόταση της ΔΗΜΑΡ για την ευρωβουλή.
Καταθέτει το όραμά του για τη δική του Αθήνα μέσα από τη δημιουργία ενός δικτύου γειτονιάς και ενός νήματος πολιτιστικού χαρακτήρα που θα συνδέει την κάθε γειτονιά με την άλλη, εξηγώντας πώς συνδυάζεται ο ρόλος του δημοτικού συμβούλου με εκείνον του συγγραφέα.
Ο πολυγραφότατος γιος της μεγάλης πρωταγωνίστριας του ελληνικού κινηματογράφου Μπέτυς Αρβανίτη οδηγήθηκε -όπως έχει επανειλημμένως πει- στη συγγραφή μέσα από την αρχιτεκτονική. Αρκετά χρόνια μετά, δείχνει να θέλει να αξιοποιήσει το μεταπτυχιακό πάνω στην κοινωνιολογική ανάλυση του δομημένου χώρου, για να συμβάλει στη αναμόρφωση της πόλης που ονειρεύεται…
Η Αθήνα έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στα βιβλία σας. Μιλήστε μας για την Αθήνα που οραματίζεστε. Πόσο διαφορετική θα είναι από τη σημερινή;
Η Αθήνα είναι μία εμβληματική πόλη, μία μεγαλούπολη που θα μπορούσε να είναι πρωτεύουσα της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Είναι μια πόλη με πολύ μεγάλη ιστορία, ταυτόχρονα όμως είναι μια πόλη – έφηβος, με όλα τα προβλήματα και τις αντιφάσεις που μπορεί να έχει ένας οργανισμός αυτήν την ηλικιακή περίοδο. Μην ξεχνάμε ότι η ουσιαστική ηλικία της σύγχρονης Αθήνας είναι μόλις 200 ετών. Η μεγαλούπολη αυτή φέρει πάρα πολλές αντιφάσεις οι οποίες είναι αυτές που δημιουργούν και ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον ιδιοσυστασίας. Μια πόλη με δυνατότητες ομαδικής επικοινωνίας των πολιτών, χώρους ψυχαγωγίας, χώρους ανάπτυξης, δημιουργικών σχέσεων, ουσιαστικών δεσμών μεταξύ τους.
Στην πόλη υπάρχουν χάσματα, υπάρχουν ανοίγματα, υπάρχουν έντονες εναλλαγές. Τα βασικά προβλήματα είναι φυσικά η ασφάλεια, η καθαριότητα, η έλλειψη πρασίνου, η έλλειψη της αίσθησης της γειτονιάς. Οραματίζομαι μία πόλη η οποία με το δεδομένο υλικό που προσφέρει η Αθήνα θα εξελιχθεί σε μία σύγχρονη μεγαλούπολη, σε μία έξυπνη πόλη, σε μία πόλη ζωντανή, όπου θα λειτουργεί το πνεύμα κοινότητας με δομές που θα επιτρέπουν την ανάπτυξη δραστηριοτήτων και θα ενεργοποιούν το αίσθημα του ανήκειν για τους κατοίκους, σε μία πόλη που να αναπνέει τον πολιτισμό. Ο πολιτισμός της καθημερινότητας είναι βασικό ζητούμενο όπως όμως και το να βάλουμε τον πολιτισμό στην καθημερινότητα.
Τι ήταν εκείνο που σας έπεισε να κατέβετε υποψήφιος με τον Κώστα Μπακογιάννη στο δήμο της Αθήνας και πώς αξιολογείτε τους πολιτικούς του αντιπάλους;
Καταρχάς, γνώρισα έναν άνθρωπο ακομπλεξάριστο, με σαφείς απόψεις και ανοιχτή και υπερκομματική στόχευση, ο οποίος αρθρώνει ένα σύγχρονο λόγο, δίχως παλαιοκομματικές αγκυλώσεις. Η επαφή μας έγινε μέσα από τη λογοτεχνία. Η κουβέντα εξελίχθηκε στο ζήτημα της Αθήνας, αρχίσαμε ένα διάλογο επ’ αυτού και του εξήγησα πως εκείνο που με ενδιαφέρει να ασχοληθώ είναι ο τομέας που κυρίως γνωρίζω: ο πολιτισμός. Εκεί συμφωνήσαμε. Όταν μιλάμε για την Αθήνα μιλάμε για μια πόλη συνώνυμη του πολιτισμού, γεμάτη ευκαιρίες για πολιτιστική αξιοποίηση του δημόσιου χώρου, γεμάτη εκπλήξεις και αφορμές για δράση. Ο δήμος λοιπόν πρέπει να στηρίξει τη σύγχρονη πολιτιστική παραγωγή και τη δημιουργία μέσα από τις δομές του και να αναπτύξει πιθανόν και νέες.
Είδα ότι μπορώ πραγματικά να προσφέρω, αν σκεφτεί κανείς ότι επί εννέα χρόνια έχω ασχοληθεί με την αρχιτεκτονική και ειδικά το θέμα της Αθήνας σε χωροταξικό, μορφολογικό, πολεοδομικό και κοινωνιολογικό επίπεδο. Το έχω σπουδάσει εξονυχιστικά, την εποχή που ήμουν στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Εάν σε αυτά προσθέσουμε την ιδιότητά μου ως καλλιτέχνη, εκείνο στο οποίο συμφωνήσαμε είναι ότι θα ασχοληθώ αποκλειστικά με τον πολιτισμό, έναν τομέα στον οποίο πιστεύω ότι μπορώ να προσφέρω.
Όσο για τους άλλους συνδυασμούς, τουλάχιστον οι τρεις άλλοι που έχω παρακολουθήσει, Γερουλάνος, Ηλιόπουλος, Σοφιανός έχουν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προσωπικότητες με ουσιαστικό όραμα για την πόλη. Εντύπωση μου έχει κάνει το ήθος και η αυθεντικότητα του κ. Ηλιόπουλου και εκτιμώ τις γνώσεις και τη βαθύτητα σκέψης του κ. Γερουλάνου. Ένα συνολικά πολύ υψηλό επίπεδο υποψηφίων».
Για ποιο λόγο είχατε αρνηθεί παλαιότερα την πρόταση της ΔΗΜΑΡ για την ευρωβουλή;
Ήταν μια εποχή όπου απλά δεν ήμουν έτοιμος για μια τέτοια έκθεση. Εξάλλου νομίζω πως η αυτοδιοίκηση μου πάει πιο πολύ, μια και έχει να κάνει απόλυτα με πράξη και μάλιστα έξω από κομματικές γραμμές (έτσι όπως την βλέπω εγώ) ενώ η πολιτική είναι μια άλλη ιστορία.
Έχετε κάνει μεταπτυχιακό πάνω στην κοινωνιολογική ανάλυση του δομημένου χώρου. Τι είναι εφικτό να αλλάξει στον αθηναϊκό χώρο και να βελτιωθεί η εικόνα της πόλης;
Δεν είμαστε τις εποχές όπου ο Ιάνης Ξενάκης προτείνει ως λύση για τον πολεοδομικό πρόβλημα της πόλης τον… βομβαρδισμό. Το θέμα είναι να εκμεταλλευτούμε το χώρο που μας δόθηκε με την όποια στρέβλωσή του και να τον εξελίξουμε, να τον αναμορφώσουμε. Υπάρχουν πολλές λύσεις και σε τοπικό και σε υπερ-τοπικό επίπεδο. Θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να δημιουργηθεί ένα δίκτυο γειτονιάς, ένα νήμα πολιτιστικού αλλά και όχι μόνον χαρακτήρα που να συνδέει την κάθε γειτονιά με την άλλη μέσω δράσεων εκδηλώσεων κ.τ.λ. που να μαζεύουν κόσμο και από άλλα μέρη, έτσι ώστε να υπάρχει μια αβίαστη διάδραση και συνέργειες μεταξύ των κατοίκων της πόλης.
Ίσως όμως πιο σημαντικό από όλα αυτά είναι το να συνειδητοποιήσει ο Αθηναίος ότι αυτή η πόλη είναι δική του είναι το σπίτι του και πρέπει να το φροντίζει. Πρέπει να αποκτήσει μια σωστή αίσθηση του πολίτη, ζήτημα στο οποίο είναι ακόμη δυστυχώς πολύ πίσω. Επίσης θα ήθελα να δω δομές, κτίρια και χώρους ανοικτούς και πράσινους του δήμου που θα αναλάβουν πολιτιστικές δράσεις με στόχο να αναζωογονηθούν «κουρασμένες» και προβληματικές περιοχές. Να αποκτήσει η εμπειρία της πόλης μια αντάξια της φήμης και ιστορίας της «αφήγηση», να την διατρέχει ένα νήμα που να ενώνει –και μέσα από τον πολιτισμό– τα αντιφατικά αλλά και πολύ ενδιαφέροντά στοιχεία της.
Στις 10 Μαΐου ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο το έργο σας «Μελίσσια». Ταυτόχρονα ετοιμάζετε ένα νέο μυθιστόρημα. Πώς συνδυάζεται ο ρόλος του δημοτικού συμβούλου με εκείνον του συγγραφέα;
Νομίζω ότι δεν θα υπάρχει κανένα πρόβλημα με το συνδυασμό, ίσα-ίσα πιστεύω ότι η εμπειρία μου από το δημοτικό συμβούλιο θα ενισχύσει και τις παραστάσεις μου ως συγγραφέα, θα μου δώσει και επιπλέον υλικό. Η ζωή πάντα δίνει αφορμές, πάντα ανοίγει νέα παράθυρα και συγγραφέας οφείλει να έχει ένα τρίτο μάτι, να είναι ταυτόχρονα μέσα στην κατάσταση αλλά και να την παρατηρεί μετουσιώνοντας την.
Όσον αφορά τα Μελίσσια πρόκειται για ένα θεατρικό μου έργο το οποίο ανεβαίνει στο Εθνικό θέατρο στις 10 Μαΐου σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη. Το καστ νομίζω ότι είναι συναρπαστικό. Παίζουν: Μπέτυ Αρβανίτη, Νίκος Χατζόπουλος, Μαρία Κεχαγιόγλου, Κώστας Βασαρδάνης, Νίκος Αρβανίτης, Νεφέλη Κουρή. Σ’ ένα αστικό σπίτι κάπου στα βόρεια προάστια της Αθήνας, στα Μελίσσια, η ιδιοκτήτρια υποδέχεται τους πιο κοντινούς της ανθρώπους: την κόρη της με το σύζυγό της, το γιο της και μια νεαρή κοπέλα, που όταν αποκαλύπτει την ταυτότητά της αλλάζει τα δεδομένα της οικογενειακής συνεύρεσης. Η συγγραφική ιδιότητα της κατάκοιτης ιδιοκτήτριας, της Αγάπης, δημιουργεί την αίσθηση πως, ό,τι διαδραματίζεται μεταξύ τους, είναι επινοημένες ιστορίες που βγαίνουν από τα χειρόγραφα των βιβλίων της. Είναι ένα έργο που αγαπώ πολύ και με μεγάλη χαρά συνεργάστηκα με ένα εξαιρετικό επιτελείο συντελεστών.
Ποιο είναι το θέμα του νέου σας βιβλίου;
Το θέμα του νέου βιβλίου είναι πρωτότυπο για τη δική μου βιβλιογραφία. Θα έλεγα ότι σε πρώτη φάση είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα το οποίο μου γεννήθηκε μέσα από δύο λέξεις.