Κυρανάκης: Λύση δεν είναι η αποδοχή κακής συμφωνίας

Κυρανάκης: Λύση δεν είναι η αποδοχή κακής συμφωνίας

Συνέντευξη στην Δ. Αθανασοπούλου
Πριν από δυο χρόνια ο Κωνσταντίνος Κυρανάκης επιλέχτηκε από το περιοδικό Forbes στους νέους κάτω των 30 ετών με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Ευρώπη, στην κατηγορία Law & Policy.

Ποιο είναι ωστόσο το δικό του όραμα για την θέση της Ελλάδας μέσα στην ΕΕ και ποια τα επιχειρήματα του για το «όχι» στη Συμφωνία των Πρεσπών; Ο Αναπληρωτής Εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, ένας από τους πιο ευρώ-αναθρεμμένους Έλληνες πολιτικούς,  μιλά στην Politik για τα φλέγοντα ζητήματα της επικαιρότητας, ενώ κάνει ένα σύντομο ταξίδι στο χρόνο για να μας πει πώς και  πότε μπήκε η πολιτική στη ζωή του.

Γεννήθηκε στο Λουξεμβούργο -αν και οι ρίζες του είναι από το Βόλο και το Ρέθυμνο- έζησε κάποια χρόνια στις Βρυξέλλες και πλέον είναι εκ νέου κάτοικος Αθηνών. Εδώ και καιρό ηγείται της πρωτοβουλίας brain gain με στόχο την επιστροφή στα πάτρια εδάφη των νέων μυαλών που εγκατέλειψαν τη χώρα μας. Καταπιάνεται με την κατασκευή ιστοσελίδων  και εργάζεται στο χώρο της επικοινωνίας εδώ και μια δεκαετία.

-Ας ξεκινήσουμε μιλώντας για την Ευρώπη. Πόσο διαφορετική πιστεύετε πως θα είναι η θέση της Ελλάδας στην ΕΕ με τη ΝΔ;

«Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θα εκπλαγούν θετικά από την επόμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Στόχος μας είναι προωθήσουμε από την πρώτη μέρα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τολμηρές αλλαγές για να απαλλαγούμε επιτέλους από τον κρατισμό που κρατά πίσω την ελληνική οικονομία. Θα είναι μια κυβέρνηση που θα επιζητεί τη συναίνεση, αλλά θα μπορεί να λέει και “όχι” όταν οι επιλογές των Ευρωπαίων βλάπτουν τη χώρα. Όπως “όχι” είχαν ακούσει οι Ευρωπαίοι και από την κυβέρνηση Σαμαρά σχετικά με τη μονομερή μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση και την υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας. Η λέξη κλειδί είναι “εμπιστοσύνη”. Εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην κυβέρνηση της χώρας. Εμπιστοσύνη των εταίρων στη συνέπειά της. Εμπιστοσύνη των αγορών στην αποφασιστικότητά της. Η δική μας κυβέρνηση θα είναι μια κυβέρνηση έργου και αποτελέσματος».

 -Ποιο είναι ωστόσο το δικό σας όραμα σε αυτή την Ευρώπη και ποιος μπορεί να είναι ο δικός σας ρόλος;

«Η Ευρώπη διαχρονικά ενώνει πατρίδες, δεν καταργεί πατρίδες. Και αυτό είναι κάτι που οφείλουν να καταλάβουν όλοι όσοι εκφράζουν άποψη για αυτά που ζητούν οι ξένοι εταίροι σε σχέση με το Σκοπιανό. Το δικό μου όραμα είναι να φέρουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση πιο κοντά στους Ευρωπαίους πολίτες, οι οποίοι σήμερα αισθάνονται πολύ μακριά από όσα συμβαίνουν στα μεγάλα γυάλινα κτίρια της Κομισιόν στις Βρυξέλλες. Αυτό θα συμβεί μόνο αν απλοποιηθούν οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων, ώστε να γίνονται πιο κατανοητές από πολίτες, πολιτικούς και δημοσιογράφους. Έτσι η δημοκρατία στην Ευρώπη θα ενισχυθεί αφού ο κάθε πολίτης και η κάθε κοινωνική ομάδα θα γνωρίζει πώς να διεκδικήσει τις αλλαγές που επιθυμεί. Πρέπει να αλλάξουν πολλά στην Ευρώπη, αλλά το βασικό είναι να ξέρεις ότι μπορείς να αλλάξεις πράγματα. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει σήμερα».

«Η κυβέρνηση δυστυχώς απεμπόλησε τις εθνικές κόκκινες γραμμές»

-Ένας νέος πολιτικός όπως εσείς -που μεταξύ άλλων είστε και συνιδρυτής του Transatlantic Youth Summit- δεν θα ήταν λογικό να θέλει μια λύση σε ένα ζήτημα όπως το «Μακεδονικό» που μένει ανοιχτό εδώ και δεκαετίες;

«Δεν υπάρχει κανείς στη Νέα Δημοκρατία που να μη θέλει λύση στο Σκοπιανό. Το γεγονός, όμως, ότι θέλουμε το θέμα να λυθεί, δεν σημαίνει ότι θα αποδεχθούμε μια κακή συμφωνία που βλάπτει τα εθνικά μας συμφέροντα. Θεωρούμε ότι αυτή η συμφωνία δεν είναι ούτε προς το συμφέρον του ελληνικού λαού, ούτε προς όφελος της σταθερότητας στα Βαλκάνια, όπως ακούω να λέγεται τις τελευταίες ημέρες από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Η ενίσχυση του αλυτρωτισμού στην περιοχή με την παραχώρηση “μακεδονικής” ταυτότητας και γλώσσας στους Σκοπιανούς είναι κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο. Η κυβέρνηση δυστυχώς απεμπόλησε τις εθνικές κόκκινες γραμμές, διότι προφανέστατα δεν τις πίστευε. Είναι γνωστό, άλλωστε, εδώ και χρόνια ότι κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν ποτέ κανένα πρόβλημα οι γείτονες να ονομάζονται “Μακεδόνες” και η γλώσσα τους “μακεδονική”».

-Μπορείτε να μας πείτε με μεγαλύτερη σαφήνεια το λόγο που κατά τη δική σας γνώμη δεν είναι καλή η συμφωνία;

«Μια συμφωνία που αναγνωρίζει δήθεν “μακεδονική” γλώσσα και “μακεδονική” ταυτότητα στους Σκοπιανούς, δηλαδή αυτά που επιδίωκαν εδώ και δεκαετίες, είναι μια συμφωνία που βλάπτει τα εθνικά μας συμφέροντα.
Η ρηματική διακοίνωση που δημοσιοποιήθηκε πριν λίγες ημέρες από τον κ. Τσίπρα όχι μόνο δεν μεταβάλλει προς το καλύτερο την επιζήμια συμφωνία, αλλά την επιδεινώνει ακόμη περισσότερο. Μέχρι τώρα γνωρίζαμε ότι η Ελλάδα είχε δυστυχώς για πρώτη φορά στην ιστορία της αναγνωρίσει “μακεδονική γλώσσα” και “μακεδονική υπηκοότητα/εθνικότητα”. Με το νέο κείμενο επιβεβαιώνεται πλέον ότι στο Σύνταγμα των Σκοπίων γίνεται αναφορά και σε “μακεδονικό λαό”. Αν η ελληνική πλευρά δεν αντιδράσει άμεσα, θα έχουμε χαρίσει ακόμη μία αποκλειστικότητα χρήσης του όρου “μακεδονικός” στην άλλη πλευρά».

-Ποια είναι η άποψή σας για την στάση του Ποταμιού στο ζήτημα των Πρεσπών;

«Θεωρώ ότι ιστορικά υπάρχει τεράστια δυσαναλογία. Από τη μια ένα τεράστιο εθνικό ζήτημα για την Ελλάδα και από την άλλη ένα διασπασμένο και αναποφάσιστο μικρό κόμμα. Είναι στενάχωρο αυτές οι μεγάλες αποφάσεις για τη χώρα να εξαρτώνται από τέτοιες δυσαναλογίες. Ο καθένας από τους βουλευτές του Ποταμιού όπως και όλων των κομμάτων, θα κριθεί τελικά από τον ελληνικό λαό. Ελπίζω να έχουν συνειδητοποιήσει την ιστορική τους ευθύνη».

-Πώς αξιολογείτε τις «μεταγραφές» πολιτικών από άλλους χώρους στη ΝΔ; Υπάρχει κάποιο όριο;

«Οι βουλευτές που ήρθαν στη Νέα Δημοκρατία είχαν ήδη ανεξαρτητοποιηθεί ή και διαγραφεί από τα κόμματά τους, τουλάχιστον ένα χρόνο πριν. Όλοι μετακινήθηκαν από κόμμα της αντιπολίτευσης σε άλλο κόμμα της αντιπολίτευσης, χωρίς διαμετρικά αντίθετες θέσεις. Η αντιπολίτευση δεν προσφέρει αξιώματα, ενώ ο κ. Τσίπρας πρόσφερε υπουργικές θέσεις σε βουλευτές που όχι μόνο είχαν εκλεγεί με την αντιπολίτευση, αλλά εκτόξευαν εναντίον του βαρύτατους χαρακτηρισμούς. Υπουργοποίησε πολιτικό που αποκαλούσε τον κ. Τσίπρα “θλιβερό” και “προκλητικά αμοραλιστή”. Και συναγελάζεται με άλλους που τον αποκαλούσαν “τον πιο ανέντιμο πρωθυπουργό της Μεταπολίτευσης”».

«Από μικρός είχα το “μικρόβιο” της πολιτικής

 -Πότε μπήκε στο μυαλό σας για πρώτη φορά η ιδέα της πολιτικής καριέρας;

«Χωρίς να προέρχομαι από πολιτική οικογένεια είχα το “μικρόβιο” από μικρός. Εκλέχθηκα πρόεδρος 15μελούς στο Γυμνάσιο, μίλησα στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου στα 17 μου και συνέχισα να έχω πολιτική δραστηριότητα μέχρι σήμερα. Αλλά ποτέ μέχρι σήμερα επαγγελματικά. Ακόμη και ως πρόεδρος της Νεολαίας του ΕΛΚ, ήμουν εθελοντής. Οι επόμενες εκλογές θα είναι η πρώτη φορά που θα διεκδικήσω μια θέση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και θα ζητήσω την εμπιστοσύνη των πολιτών στα νότια της Β’ Αθηνών».

-Τι λέτε για τη φιλική σχέση που σας έχουν χρεώσει με τον ακροδεξιό ΥΠΕΞ της Αυστρίας, Σεμπάστιαν Κουρτς;

«Πρώτον, δεν είναι ακροδεξιός, είναι κεντροδεξιός. Δεύτερον, δεν είναι ΥΠΕΞ της Αυστρίας, είναι πρωθυπουργός της Αυστρίας. Με τον Σεμπάστιαν Κουρτς γνωριζόμαστε από το 2011, είχαμε πάντα διαφορές και συγκρούσεις για τα εθνικά θέματα. Όμως τον εκτιμώ προσωπικά, είναι ένας πολύ ικανός πολιτικός και η πορεία του προς την καγκελαρία στα 31 του χρόνια, δείχνει ότι οι νέοι που αγωνίζονται για να αλλάξουν τα πράγματα μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη ενός λαού».

 


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Politik την Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

Loading

Play