Το σενάριο της παράτασης για λίγους μήνες του νόμου Κατσέλη, πιθανότατα μέχρι τον Ιούνιο του 2019, φαντάζει το πιο πιθανό καθώς δεν έχει βρεθεί η διάδοχη κατάσταση για την προστασία των αδύναμων οικονομικά νοικοκυριών.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές που επικαλείται το Βήμα, ο χρόνος που απομένει ως το τέλος του έτους δεν επαρκεί για τη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου, που θα προσαρμόζει τον ισχύοντα νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά στα νέα μεταμνημονιακά δεδομένα.
Την ώρα που θεσμοί και τράπεζες πιέζουν για αποκλιμάκωση των «κόκκινων» δανείων, ακόμη δεν έχει βρεθεί το κατάλληλο μοντέλο ώστε να μην δίνεται καταφύγιο σε στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, οι τράπεζες θεωρούν ότι κυβέρνηση και ευρωπαϊκές αρχές θα συμφωνήσουν τις επόμενες εβδομάδες την παράταση, με μειωμένα ωστόσο όρια ως προς τα εισοδήματα και την εμπορική αξία του προσημειωμένου ακινήτου, της περιόδου ισχύος του σημερινού νόμου, ώστε να δοθεί χρόνος για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων.
Σε σχέση με την επόμενη ημέρα, τραπεζικοί κύκλοι πιστεύουν πως τα σενάρια είναι δύο:
– Να καταργηθεί πλήρως κάθε προστασία της πρώτης κατοικίας.
– Να θεσπιστεί ένα σχέδιο αντίστοιχο του Εστία που ισχύει στην Κύπρο, με το κράτος να επιδοτεί το 1/3 της μηνιαίας δόσης των αδύναμων δανειοληπτών που θα δεχθούν τη ρύθμιση που θα τους προτείνει η τράπεζα.
Το κυπριακό μοντέλο “Εστία”
Με βάση το μοντέλο προστασίας της κύριας κατοικίας και αναδιάρθρωσης οφειλών που ισχύει στην Κύπρο, οι δανειολήπτες που δέχονται τη ρύθμιση των χρεών τους κερδίζουν τα εξής:
– Ελάφρυνση του χρέους τους.
– Καταβολή του 1/3 των δόσεων του δανείου τους (τόκους και κεφάλαιο) από το κράτος.
– Μικρότερη δόση και μειωμένο επιτόκιο.
– Επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής ανάλογα με την ηλικία του δανειολήπτη και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Για την ένταξη σε αυτό το καθεστώς, ισχύουν συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Σε όσους τα πληρούν, οι τράπεζες προσφέρουν μια τυποποιημένη λύση αναδιάρθρωσης με προκαθορισμένους όρους.
Συγκεκριμένα, το αναδιαρθρωμένο ποσό υπολογίζεται ως το χαμηλότερο μεταξύ:
α. του υπολοίπου του δανείου που εξασφαλίζεται με την πρώτη κατοικία κατά την ημερομηνία της αναδιάρθρωσης.
β. της αγοραίας αξίας της πρώτης κατοικίας.
Δηλαδή κατά μέγιστο κουρεύεται η διαφορά μεταξύ της τρέχουσας αξίας του προσημειωμένου ακινήτου και της οφειλής στην τράπεζα. Αν π.χ. μια κατοικία αποτιμάται στις 200.000 ευρώ και το χρέος ανέρχεται σε 260.000 ευρώ, τότε εφαρμόζεται κούρεμα 60.000 ευρώ και το υπόλοιπο ρυθμίζεται.
Οι δανειολήπτες μετά την εφαρμογή της ρύθμισης αποπληρώνουν στην τράπεζα τα 2/3 των πληρωμών τόκου και κεφαλαίου σύμφωνα με τους όρους του αναδιαρθρωμένου δανείου.
To κράτος καλύπτει το 1/3 των πληρωμών τόκου και κεφαλαίου μία φορά τον χρόνο, εφόσον ο δανειολήπτης συνεχίζει να καταβάλλει τα 2/3 και να εξυπηρετεί το αναδιαρθρωμένο του δάνειο.
Σε περίπτωση που τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια καλύπτονται και από άλλες εμπράγματες εξασφαλίσεις, η τράπεζα θα προσφέρει επιπρόσθετο αναδιαρθρωμένο δάνειο σε ένα ποσό το οποίο ισούται με το χαμηλότερο μεταξύ:
α) του εναπομείναντος υπολοίπου του δανείου κατά την ημερομηνία αναδιάρθρωσης και
β) της αγοραίας αξίας των άλλων εμπράγματων εξασφαλίσεων.
Σε περίπτωση που παραμένει υπόλοιπο, το οποίο δεν καλύπτεται από άλλες εμπράγματες εξασφαλίσεις, αυτό θα παραμένει παγωμένο και θα καθίσταται απαιτητό από την τράπεζα μόνο σε περίπτωση αθέτησης των αναδιαρθρωμένων υποχρεώσεων του δανειολήπτη.
Οι υπάρχουσες εξασφαλίσεις / εγγυήσεις διατηρούνται και θα ζητούνται πρόσθετες, εκτός και αν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις.