Του Γιάννη Συμεωνίδη
Στο Μαξίμου εκτιμούν πως η έκδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά αποτέλεσμα της δημοσιονομικής σταθερότητας της χώρας μετά από εννέα τρίμηνα σταθερής και συνεχούς ανάπτυξης.
Στο ίδιο μήκος κύματος, κυβερνητικές πηγές υποστηρίζουν πως η έκδοση δεν είναι μόνο σημαντική γιατί αποκαθιστά το αξιόχρεο του ελληνικού κράτους, αλλά κι επειδή ανοίγει το δρόμο για το σύνολο των μεγάλων επιχειρήσεων της χώρας να αποκτήσουν πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, να μπορούν, δηλαδή, να εκδώσουν ομόλογα, να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους και να αποκτήσουν πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές.
Οι ίδιες πηγές, εξάλλου, αποκαλούν έωλη την κριτική περί ακριβότερου κόστους δανεισμού της χώρας, κατηγορώντας τη ΝΔ πως συγκρίνει ντομάτες με πατάτες συγκρίνοντας το επιτόκιο δανεισμού της χώρας μας με αυτό της Γερμανίας και συμπληρώνουν πως αν βρισκόμασταν σε καθεστώς τέταρτου μνημόνιου, όπως διατείνεται η αξιωματική αντιπολίτευση, τότε δεν θα μπορούσαμε να δανειζόμαστε καν από τις αγορές.
Όσον αφορά τη σύγκριση με τα χαμηλότερα επιτόκια άλλων χωρών που πέρασαν από μνημόνια, από το Μαξίμου υπενθυμίζουν πως η Ελλάδα δεν υποχρεώθηκε σε οικονομική επιτροπεία εξαιτίας μιας τραπεζικής κρίσης, όπως η Κύπρος, ούτε λόγω υπερβολικού ιδιωτικού δανεισμού, όπως η Ιρλανδία, αλλά μπήκε στο μνημόνιο επειδή δεν μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές.
Σήμερα, επομένως, επανέρχεται στις αγορές με την έκδοση δεκαετούς ομολόγου με επιτόκιο 3,9%, το χαμηλότερο από το 2006, με συνεχείς αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης κι έχοντας κλείσει από τον περασμένο Αύγουστο τον κύκλο των μνημονίων οριστικώς κι αμετακλήτως.
Σε σταθερή τροχιά ανάπτυξης
Οι ίδιες κυβερνητικές πηγές, επίσης, σημειώνουν πως η οικονομία έχει επανέλθει σε σταθερή τροχιά ανάπτυξης η οποία δεν είναι τεχνητή, αλλά έχει στέρεα βάση γιατί στηρίζεται στην εντυπωσιακή αύξηση των εξαγωγών, στον τουρισμό και στην ανάκαμψη, τα τελευταία τρίμηνα, της εσωτερικής κατανάλωσης.
Κάνουν λόγο, εξάλλου, και για ρεκόρ επενδύσεων, υπογραμμίζοντας πως μόνο στον τομέα της ενέργειας υπάρχει εισροή τριών με τεσσάρων δισ. ευρώ ξένων επενδύσεων.