Η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος είναι ένα στοίχημα, μονίμως χαμένο στη χώρα μας, ενώ τα επόμενα 30 χρόνια πρόκειται να επιδεινωθεί περαιτέρω εξαιτίας της δραματικής ανατροπής της σχέσης συνταξιούχων- εργαζομένων.
Η προσπάθεια για μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κάτω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης ως το 2070, επηρεάζεται σημαντικά από τη ραγδαία γήρανση του πληθυσμού.
Με αυτά τα δεδομένα ανοίγει μία νέα συζήτηση για το μέλλον του Ασφαλιστικού συστήματος κα στην Ελλάδα και φόντο τις επικείμενες εθνικές εκλογές.
Ηχηρά καμπανάκια για περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης
Σύμφωνα με δημοσίευμα του iefimerida, μελέτες κι εκθέσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δείχνουν ότι η πυραμίδα αναστρέφεται ήτοι ότι η σχέση ηλικιωμένων- εργαζομένων ανατρέπεται και μάλιστα με γοργούς ρυθμούς, καθώς η αύξηση του προσδόκιμου ζωής σε συνδυασμό με τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων, είναι ο γενικός κανόνας.
Οι χώρες με το υψηλότερο ποσοστό ηλικιωμένων άνω των 65 σε σχέση με τον πληθυσμό 15- 64 ετών, δηλαδή κατά συνθήκη το ενεργό πληθυσμό (εργαζόμενοι) είναι αυτήν τη στιγμή η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Φινλανδία.
Το πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα θα σημειώσει μια δραματική επιδείνωση αυτής της σχέσης κι από το 33,4% που βρισκόταν το 2016, θα φτάσει στο 71% το 2050, για να πέσει στο 63,1% το 2070 και να ξανανέβει στο 65,3% το 2080.
Αυτό σημαίνει πρακτικά, ότι σε περίπου 30 χρόνια από σήμερα, σε 100 εργαζόμενους θα αντιστοιχούν 71 συνταξιούχοι, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τις αντοχές του συστήματος ή το ύψος των παροχών.
Οι προβλέψεις της Κομισιόν δείχνουν, ωστόσο, ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα θα μειωθεί εντυπωσιακά ως το 2070 και συγκεκριμένα κατά 6,6 ποσοστιαίες μονάδες, που είναι και η μεγαλύτερη επίδοση σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έτσι, από τα υψηλά επίπεδα του 17,3% του ΑΕΠ το 2016, θα υποχωρήσει στο 12,9% το 2040 έναντι 13,5% στην Ευρωζώνη και στο 10,6% το 2070 έναντι 11,9% στην Ευρωζώνη.
Οι προβολές αυτές έχουν λάβει υπόψιν όλες τις παρεμβάσεις που έγιναν στο 3ο Μνημόνιο σε όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και ποσοστά αναπλήρωσης, παρά ταύτα αποτελούν το βασικό σενάριο ήτοι δεν σταθμίζουν τα ρίσκα από π.χ. μια φάση επιβράδυνσης της οικονομίας, μικρότερα ποσοστά απασχόλησης, δημοσιονομικές αποκλίσεις.
Ο νόμος Κατρούγκαλου
Για την κυβέρνηση ο νόμος Κατρούγκαλου αποτελεί το ανάχωμα στη φθίνουσα πορεία του ασφαλιστικού ενώ η Ν.Δ. προαναγγέλλει την κατάργηση του νόμου Κατρούγκαλου και την ενίσχυση κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα του 2ου πυλώνα, που ειδικά για τους νέους ασφαλισμένους θα λειτουργεί ως ατομικός κουμπαράς, με την εμπλοκή επαγγελματικών ταμείων ή και των ασφαλιστικών εταιριών.
Η κυβέρνηση καταγγέλλει την Ν.Δ. για πρακτικές Πινοσέτ και υποστηρίζει ότι αυτός ο διαχωρισμός παλιών- νέων ασφαλισμένων έχει κόστος τουλάχιστον 55 δις ευρώ.
Οι τεχνοκράτες επικαλούνται την ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών χαρακτηριστικών που πραγματοποιούν ήδη άλλες ευρωπαϊκές χώρες στα ασφαλιστικά τους συστήματα.