Το υπερτροφικό Δημόσιο «πνίγει» την Ελλάδα

Το υπερτροφικό Δημόσιο «πνίγει» την Ελλάδα

Των Θ. Καλέση και Γ. Σταφυλά
Το υπερτροφικό Δημόσιο “πνίγει” την Ελλάδα! Κάποιου είδους «μαγικά» πρέπει να γίνονται στο Μέγαρο Μαξίμου.

Ειδάλλως, δεν μπορεί να εξηγηθεί το πώς η κυβέρνηση διαρρηγνύει τα ιμάτιά της ότι εφαρμόζει τον κανόνα «μια πρόσληψη για κάθε τρεις ή τέσσερις αποχωρήσεις εργαζομένων στο δημόσιο τομέα» και όμως τόσο ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, όσο και η συνολική μισθολογική τους δαπάνη να αυξάνεται χρόνο με το χρόνο.

Όπως φαίνεται, ο ΣΥΡΙΖΑ «εργαλειοποιεί» το Δημόσιο, αυξάνοντας τους εργαζομένους, τον μισθό τους και προαναγγέλλοντας ότι θα πραγματοποιηθούν χιλιάδες προσλήψεις τη φετινή, εκλογική χρονιά. Ένας κομματικός στρατός εντός του Δημοσίου, από μια κυβέρνηση που ακόμα και σήμερα υποστηρίζει ότι διαθέτει το «ηθικό πλεονέκτημα». Το Δημόσιο, που όπως προκύπτει από επίσημες έρευνες είναι «γερασμένο» και αμειβόμενο πολύ καλύτερα από τον ιδιωτικό τομέα, γίνεται και πάλι το μέσο με το οποίο μια κυβέρνηση επιδιώκει να κερδίσει τις εκλογές. Και επειδή στα μέσα Μαρτίου η παρούσα ελληνική Βουλή θα κληθεί να αποφασίσει ποια άρθρα του Συντάγματος θα κριθούν αναθεωρητέα από την επόμενη Βουλή, θα ήταν χρήσιμο να συζητηθεί για πρώτη φορά στη χώρα το κόστος του ελληνικού Δημοσίου.  Διότι, όπως θα δούμε με τη σημερινή υπερφορολόγηση, οι Έλληνες πολίτες και μάλιστα ένα πολύ μικρό ποσοστό (10%) εξ αυτών πληρώνουν για τις υπηρεσίες ενός δυσκίνητου και αναποτελεσματικού Δημοσίου. Συνεπώς, στην επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος θα ήταν χρήσιμο να τεθεί και το θέμα του κόστους του Δημοσίου, δηλαδή πόσο κοστίζει περίπου το Δημόσιο σε όλους τους Έλληνες πολίτες. Γιατί μέχρι τώρα κυβερνήσεις -όπως η σημερινή- αυξάνουν το κόστος υπέρμετρα επωμίζοντας τα βάρη στα συνήθη φορολογικά υποζύγια.

Χιλιάδες προσλήψεις στο Δημόσιο

Όπως προκύπτει από το «Μητρώο ανθρώπινου δυναμικού του ελληνικού Δημοσίου», το άθροισμα τόσο του τακτικού, όσο και του έκτακτου προσωπικού στο δημόσιο τομέα και στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ανήλθε το Δεκέμβριο του 2017 σε 698.727 άτομα. Πρόκειται δηλαδή για αύξηση 21.924 ατόμων συγκριτικά με το Δεκέμβριο του 2015. Ο περιβόητος «κανόνας» του ΣΥΡΙΖΑ που αφορά μια πρόσληψη δημοσίου υπαλλήλου για κάθε τέσσερις αποχωρήσεις «έσπασε» τόσο το 2016, όσο και το 2017, όταν και οι προσλήψεις ήταν περισσότερες από τις αποχωρήσεις.

Χιλιάδες θα είναι όμως οι προσλήψεις και τη φετινή χρονιά, ο αριθμός των οποίων ενδέχεται να φτάσει και τις 25 χιλιάδες. Όπως έχει ανακοινώσει από τις αρχές Ιανουαρίου η υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, οι προσλήψεις τη νέα χρονιά θα ανέλθουν σε 9.030, καθώς σύμφωνα με τα λεγόμενά της διαπιστώθηκε ότι ο συγκεκριμένος αριθμός αντιστοιχεί στις αποχωρήσεις που πραγματοποιήθηκαν από τη δημόσια διοίκηση το 2018. Βέβαια, στους νεοπροσληφθέντες δεν συνυπολογίζονται οι προσλήψεις που αφορούν το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» και οι 4.500 θέσεις στην Ειδική Αγωγή, καθώς όπως υπογράμμισε η υπουργός, αυτές θα πραγματοποιηθούν λόγω των «δημοσιονομικών περιθωρίων» που κατοχύρωσε η χώρα. Σύμφωνα πάντα με τη Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, οι συγκεκριμένες προσλήψεις είναι «δημοσιονομικά ουδέτερες», καθώς θα αφορούν μια πρόσληψη για κάθε μια αποχώρηση, ενώ προσέθεσε ότι όσοι αποχώρησαν από το Δημόσιο λόγω συνταξιοδότησης, είχαν υψηλότερο μισθολόγιο συγκριτικά με τους νεοεισερχόμενους υπαλλήλους.

Με τα μέχρι τώρα γνωστά στοιχεία οι προσλήψεις που θα γίνουν θα αφορούν: 2.000 θέσεις για ιατρικό προσωπικό, 600 θέσεις στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, 650 θέσεις διδακτικού και επιστημονικού προσωπικού στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, 800 θέσεις στη Δικαιοσύνη –εκ των οποίων οι 700 θα αφορούν δικαστικούς υπαλλήλους και οι υπόλοιπες 100 δικαστές από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών-, 1.000 προσλήψεις αποφοίτων από τις σχολές αξιωματικών και υπαξιωματικών στα σώματα των δυνάμεων του Στρατού και της Ασφαλείας, 670 επιτυχόντες του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ για την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), 270 θέσεις στο υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής –οι προσλήψεις θα αφορούν κυρίως τη στελέχωση των δομών φιλοξενίας προσφύγων-, 400 θέσεις για τη στελέχωση του ΟΑΕΔ, 53 θέσεις για τη στελέχωση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας και περισσότερες από 200 θέσεις που θα αφορούν τα ΚΕΠ και Ανεξάρτητες Αρχές της χώρας.

Βέβαια, αυτός δεν είναι ο οριστικός κατάλογος των προσλήψεων που θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στο Δημόσιο, αφού δεν έχει προσμετρηθεί η «έμμεση» απασχόληση στο Δημόσιο μέσω των προγραμμάτων του ΟΑΕΔ, όπως και οι 10.000 προσλήψεις που η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι θέλει να πραγματοποιήσει προς αντικατάσταση των 10.000 κληρικών. Αναφορικά με τα προγράμματα του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού, σε περίπου 9.000 θα ανέλθουν οι προσλήψεις ανέργων -μέσω προγραμμάτων κοινωφελούς χαρακτήρα-, συμπεριλαμβανομένης και της κατάρτισης, σε 56 δήμους και 37 υπηρεσίες του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Πρόκειται για προγράμματα οκτάμηνης απασχόλησης και κατάρτισης, χρηματοδοτούμενα κατά 50 εκατομμύρια ευρώ για το 2019. Οι μισθοί στα κοινωφελή προγράμματα θα είναι αυξημένοι λόγω της αύξησης του κατώτατου μισθού, ενώ για τους νέους κάτω των 25 ετών που θα συμμετάσχουν στο πρόγραμμα -και οι οποίοι θα πληρώνονταν με τον υποκατώτατο μισθό-, αυτή η αύξηση θα είναι μεγαλύτερη.

Πώς έσπασαν τον κανόνα «1 προς 4»

Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία που πιστοποιούν το πως η κυβέρνηση παραβίασε τον κανόνα «1 προς 4»: Το 2016, όταν και εφαρμοζόταν ο επίμαχος κανόνας της μιας πρόσληψης για κάθε τέσσερις αποχωρήσεις από το Δημόσιο, αποχώρησαν 9.810 υπάλληλοι και προσελήφθησαν 8.211. Το 2017, που επίσης ίσχυε ο παραπάνω κανόνας, οι προσλήψεις ξεπέρασαν τις αποχωρήσεις: 8.518 προσλήψεις, έναντι 7.595 αποχωρήσεων. Το 2018, όταν και εφαρμοζόταν υποτίθεται ο κανόνας μια πρόσληψη για κάθε τρεις αποχωρήσεις, μέχρι τον Αύγουστο είχαν προσληφθεί 4.517 άτομα και αποχωρήσει 5.177.

Η κυβέρνηση προκειμένου να «σπάσει» αυτήν τη δέσμευση, όπως εξηγείται και στην 1η έκθεση της μεταμνημονιακής εποπτείας της Κομισιόν, αξιοποίησε κάποιες «εξαιρέσεις», όπως  η απασχόληση μέσω προγραμμάτων κοινωφελούς χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης και της κατάρτισης, σε 56 δήμους και 37 υπηρεσίες του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Με αυτόν τον τρόπο πραγματοποιήθηκαν 4.301 προσλήψεις από το 2016 έως και τον Αύγουστο του 2018. Άλλωστε, οι «εξαιρέσεις» δεν ισχύουν για το έκτακτο προσωπικό, ούτε για το τακτικό προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, όπου οι προσλήψεις είναι χιλιάδες. Η κυβέρνηση, όπως προκύπτει από έκθεση της Κομισιόν, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός πως την περίοδο 2012-2015 οι προηγούμενες κυβερνήσεις έκαναν λιγότερες προσλήψεις από ό,τι δικαιούνταν βάσει του κανόνα, με αποτέλεσμα αυτό το «δικαίωμα» να το καρπωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αύξηση της μισθολογικής δαπάνης κατά 1.7 δισ. ευρώ

Η μισθολογική δαπάνη επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτή αποτυπώνεται στα στοιχεία της γενικής κυβέρνησης και στην πρώτη έκθεση μεταμνημονιακής αξιολόγησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παρουσιάζεται επίσης αυξημένη. Ενδεικτικά το 2017 η μισθολογική δαπάνη αυξήθηκε κατά 616 εκατομμύρια ευρώ συγκριτικά με το 2014. Παράλληλα, στο πρώτο 9μηνο του 2018 είχε σημειωθεί αύξηση 528 εκατομμυρίων ευρώ σε σχέση με το διάστημα Ιανουαρίου- Δεκεμβρίου 2017. Μολονότι δεν υπάρχουν ακόμα επίσημα στοιχεία, είναι δεδομένο ότι το ίδιο θα ισχύει και για την περασμένη χρονιά, όπως και για το 2019, αν αναλογιστεί κανείς τις δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας που η κυβέρνηση ήδη έχει εξαγγείλει ή προγραμματίζει να ανακοινώσει, πιθανώς  σε μια ημερομηνία κοντινή στις επερχόμενες εκλογές. Ως αποτέλεσμα, η μισθολογική δαπάνη για το 2019 αναμένεται να φτάσει στα 17.6 δισεκατομμύρια ευρώ σε σχέση με το ποσό των 15.9 δισεκατομμυρίων ευρώ στο οποίο είχε ανέλθει το 2015. Πρόκειται για μια μεταβολή που τείνει να προσεγγίσει το 1% του ΑΕΠ στην τετραετία της παρούσας κυβέρνησης.

Πιο αναλυτικά, η δαπάνη του μισθολογικού κόστους είχε ανέλθει σε 16.3 δισεκατομμύρια ευρώ για το Δημόσιο το 2017, ενώ το 2015 το αντίστοιχο κόστος είχε φτάσει τα 15.9 δισεκατομμύρια ευρώ. Για το 2018 είχε προγραμματιστεί να δαπανηθούν 16.974 δισεκατομμύρια ευρώ. Στόχος όμως που δεν επιτεύχθηκε, με αποτέλεσμα να δοθούν τελικά 17.9 δισεκατομμύρια ευρώ λόγω και των αναδρομικών που δόθηκαν στα ειδικά μισθολόγια. Για το 2019 ο αντίστοιχος στόχος έχει τεθεί στα 17.547 δισεκατομμύρια ευρώ, όμως διατυπώνονται έντονες ανησυχίες ότι η κυβέρνηση δεν θα κατορθώσει ούτε και φέτος να μην τον ξεπεράσει, ειδικά αν ληφθούν υπόψη οι αυξήσεις των εργαζομένων του υπουργείου Οικονομικών που έχουν ήδη εγκριθεί και αναμένεται να προκαλέσουν «ντόμινο» αντίστοιχων διεκδικήσεων και από άλλα υπουργεία. Κάπως έτσι θα φτάσουμε μέσα σε μια μόλις τετραετία διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ η μισθολογική δαπάνη να αυξηθεί κατά 1.7 δισεκατομμύρια ευρώ.

Στρατιές συμβασιούχων και «ειδικών περιπτώσεων»

Στηριζόμενη στα στοιχεία του συστήματος «Απογραφή» -η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκφράζει επιφυλάξεις αναφορικά με τη συγκρισιμότητα των στοιχείων από έτος σε έτος-, η κυβέρνηση αναφέρει ότι ο αριθμός εκείνων που απασχολούνται στο λεγόμενο «στενό δημόσιο τομέα», παραμένει αμετάβλητος από τον Δεκέμβριο του 2015. Τότε, όπως τον Δεκέμβριο του 2017 και τον Αύγουστο του 2018 το τακτικό προσωπικό ανήλθε σύμφωνα με τα στοιχεία της «Απογραφής» σε 566.913 άτομα. Μπορεί η κυβέρνηση να αξιοποιεί αυτά τα στοιχεία και να διατείνεται ότι δεν «έσπασε» τα προηγούμενα χρόνια τον κανόνα «1 προς 4», εντούτοις οι προσλήψεις δεν αφορούν μόνο το τακτικό προσωπικό. Σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες εργαζομένων στο Δημόσιο η αύξηση των προσλήψεων είναι ιλιγγιώδης.

Συγκεκριμένα, οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου μολονότι ανήλθαν σε 65.547 τον Δεκέμβριο του 2015, μετέπειτα αυξήθηκαν κατακόρυφα, αφού τον Δεκέμβριο του 2016 ανήλθαν σε 71.042 και τον Δεκέμβριο του 2017 σε 78.297. Οι θεσμοί κρίνοντας πολύ μεγάλο τον συγκεκριμένο αριθμό έχουν ζητήσει τη μείωσή του, προκειμένου οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου να είναι περίπου 55 χιλιάδες μέχρι το 2022. Το τακτικό προσωπικό που εργάζεται σε κερδοσκοπικές εταιρείες, οι οποίες όμως ελέγχονται από το Δημόσιο αυξήθηκαν από 33.571 άτομα το Δεκέμβριο του 2015, σε 36.047 άτομα το Δεκέμβριο του 2017. Υπερδιπλασιασμός του προσωπικού παρατηρείται και στο έκτακτο προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου την τελευταία τριετία, αφού από 10.722 που ήταν τον Δεκέμβριο του 2015, έφτασαν τους 21.514 τον Αύγουστο του 2018.

Κατακόρυφη αύξηση παρατηρείται και στον αριθμό όσων εργαζομένων του ευρύτερου δημοσίου τομέα λογίζονται ως «ειδικές περιπτώσεις», δηλαδή οι μετακλητοί, οι αιρετοί και οι πρόεδροι Δ.Σ. Οι μετακλητοί ήταν 1.901 τον Δεκέμβριο του 2015, αλλά έφτασαν τους 2.487 τον Δεκέμβριο του 2017. Οι αιρετοί στο ίδιο χρονικό διάστημα από 7.149 άτομα έφτασαν να αριθμούν 8.248, ενώ οι πρόεδροι, τα μέλη Δ.Σ. και όσοι άλλοι  λογίζονται στις «ειδικές περιπτώσεις», ανέρχονταν σε 12.730 τον Δεκέμβριο του 2015, αλλά σε 15.601 τον Δεκέμβριο του 2017.

Μεγάλη «ψαλίδα» σε μισθούς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα

Οι δημόσιοι υπάλληλοι παραμένουν σταθερά καλύτερα αμειβόμενοι από τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με ανάλυση του ΣΕΒ, έχει καταγραφεί μια διαφορά της τάξεως του 38% στο μισθό των δημόσιων και ιδιωτικών υπαλλήλων. Συγκεκριμένα, ο μέσος καθαρός μισθός στον ιδιωτικό τομέα ανέρχεται σε 777 ευρώ, ενώ στον δημόσιο τομέα σε 1.075 ευρώ. Στην τελευταία της σχετική έκθεση η ΓΣΕΕ επεσήμανε ότι το 37.4% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα αμείβεται με καθαρούς μισθούς 699 ευρώ τον μήνα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στον ιδιωτικό τομέα ανέρχεται σε 6.4%. Παράλληλα, ενώ το 38.8% των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα λαμβάνει «καθαρούς» μισθούς που κυμαίνονται μεταξύ 1.000 και 1.300 ευρώ, το ποσοστό στον ιδιωτικό τομέα πέφτει στο 10.2%. Με λίγα λόγια το χάσμα στις αμοιβές μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα παραμένει τεράστιο.

Βέβαια στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι στις αποδοχές του ιδιωτικού τομέα έχουν συμπεριληφθεί και όσοι εργάζονται σε καθεστώς μερικής ή ευέλικτης απασχόλησης, καθώς και το ότι οι ιδιωτικοί υπάλληλοι εξακολουθούν να λαμβάνουν 14 μισθούς. Δυστυχώς όμως, στην Ελλάδα του σήμερα δεν μπορούν να πουν όλοι οι ιδιωτικοί υπάλληλοι ότι λαμβάνουν 14 μισθούς. Το αντίθετο μάλιστα.

Αξιοσημείωτα για το μέγεθος της μισθολογικής διαφοράς μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι και τα ευρήματα του β΄τριμήνου της έρευνας εργατικού δυναμικού στα οποία βασίστηκε η προαναφερθείσα έρευνα της ΓΣΕΕ. Σύμφωνα με τα εν λόγω στοιχεία, ένας στους δυο εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα λαμβάνει κάτω από 800 ευρώ «καθαρά» τον μήνα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά το 14.5% λαμβάνει μέχρι 499 ευρώ, το 22.9% μεταξύ 500 και 699 ευρώ και το 12.8% μεταξύ 700 και 799 ευρώ. Περίπου 16% των ιδιωτικών υπαλλήλων λαμβάνει από 800 έως 999 ευρώ –το 9.6% μέχρι 899 ευρώ και το 6.4% από 900 έως 999 ευρώ-, ενώ περισσότερα από 1.000 ευρώ λαμβάνει περίπου το 17.3% των ιδιωτικών υπαλλήλων, εκ των οποίων το 10.3% αμείβεται με 1.000 έως 1.299 ευρώ και το 7% με περισσότερα από 1.300 ευρώ.

Αντιστρόφως ανάλογη είναι η κατάσταση στον δημόσιο τομέα: Μόλις το 10.4% των υπαλλήλων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα λαμβάνει μισθό κάτω των 800 ευρώ. Πιο αναλυτικά, το 3.1% λαμβάνει μέχρι 499 ευρώ, το 3.3% από 500 έως 699 ευρώ και το 3.9% από 700 έως 799 ευρώ. Το 19.4% των δημοσίων υπαλλήλων αμείβεται με 800 έως 999 ευρώ: το 7.4% λαμβάνει από 800 έως 899 ευρώ και το 12% από 900 έως 999 ευρώ. Με περισσότερα από 1.000 ευρώ αμείβονται περισσότεροι από ένας στους δύο δημοσίους υπαλλήλους και συγκεκριμένα το 55.1%. Επίσης το 38.7% λαμβάνει μεταξύ 1.000 και 1.299 ευρώ, ενώ το 16.4% περισσότερα από 1.300 «καθαρά».

«Γερασμένο»  Δημόσιο

Αναφορικά με τις ηλιακές διακυμάνσεις των δημοσίων υπαλλήλων, παρατηρείται σαφώς μια αυξητική τάση στους μεγαλύτερους σε ηλικία, κι ενώ είναι αρκετά δύσκολο, έως αδύνατο να εντοπιστούν μόνιμοι υπάλληλοι κάτω των 25 ετών. Συγκεκριμένα, για το έτος 2015, οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι κάτω των 25 ετών, ανέρχονταν σε μόλις 2% του συνόλου, δηλαδή σε  11.359 άτομα. Οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι μεταξύ 25 και 30 ετών ήταν 24.696 (4.4%) ενώ αυτοί μεταξύ 30 και 35 ετών ήταν 51.211 (9.0%). Έτσι, το σύνολο των μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων ηλικίας μέχρι 35 ετών αποτελούσε για το 2015 μόνο το 15.4% του συνόλου των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, ένας αριθμό που κρίνεται αρκετά μικρός και δύναται να χαρακτηρίσει το Ελληνικό Δημόσιο ως «γερασμένο». Οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι ηλικίας 35 έως  40 χρόνων ανέρχονταν σε 84.549 (14.9%), μεταξύ 40 έως 45 χρόνων σε 96.916 (17.1%) και μεταξύ 45 έως 50 χρόνων σε 118.228 (20.9%).

Σχετικά με τους μεγαλύτερους σε ηλικία υπαλλήλους, μεταξύ 50 έως 55 χρόνων εργάζονταν 97.072 μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι (17.1%), μεταξύ 55 έως 60 χρόνων 57.878 (10.2%), μεταξύ 60 έως 65 χρόνων 19.386 (3.4%), ενώ οι άνω των 65 χρόνων αριθμούσαν το 1% του συνόλου, με 5.605 μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους.

Δαπάνες μισθών ύψους 13 δισ. ευρώ

Σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό του 2019, οι δαπάνες για την μισθοδοσία (υπουργεία, Αποκεντρωμένες διοικητικές περιφέρειες ) φθάνουν συνολικά τα 13 δισ. ευρώ ενώ οι κοινωνικές παροχές φθάνουν τα 246 εκατ. ευρώ. Όπως θα δούμε, όμως, η κατανομή των χρημάτων είναι δυσανάλογη και τα έσοδα από τους φόρους είναι κατανεμημένα λανθασμένα. Στο υπουργείο Παιδείας σημειώνονται οι μεγαλύτερες δαπάνες μισθοδοσίας  -4,3 δισ. ευρώ – οι οποίες είναι διπλάσιες και από τις αντίστοιχες δαπάνες του υπουργείου Εθνικής Άμυνας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, στον προϋπολογισμό του 2018, τις υψηλότερες πιστώσεις δεν τις διέθετε το υπουργείο Παιδείας, αλλά το Υπουργείο Εσωτερικών, ενώ στον φετινό προϋπολογισμό οι πιστώσεις ανέρχονται σε 2,5 δισ. ευρώ.

Το αίτημα, λοιπόν,  για την ανάπτυξη των ιδιωτικών Πανεπιστημίων συνδέεται με αυτή την κακή κατανομή των εσόδων από τους φόρους. Ουσιαστικά, η Ελλάδα μορφώνει περισσότερους εκπαιδευτικούς απ’ όσους χρειάζεται και το αποτέλεσμα είναι οι αδιόριστοι εκπαιδευτικοί οι οποίοι στην συνέχεια απαιτούν τον διορισμό τους στο ελληνικό Δημόσιο.  Αντίθετα, σ’ άλλα υπουργεία, όπως το υπουργείο Δικαιοσύνης, λόγου χάρη, το οποίο έχει τεράστια σημασία για την ανάπτυξη – εξαιτίας της αργής απονομής δικαιοσύνης – έχει δαπάνες μισθοδοσίας που μόλις ξεπερνούν το μισό δισεκατομμύριο ευρώ. Χαμηλή μισθοδοσία διαθέτουν τα υπουργεία Πολιτισμού με 169 εκατ. ευρώ, το υπουργείο Τουρισμού με 14 εκατ. ευρώ, το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης με 43 εκατ. ευρώ.

Τα ακριβότερα υπουργεία – υπουργείο Παιδείας  4,3 δισ. ευρώ για μισθούς

Μεταξύ των υπουργείων, το  υπουργείο Παιδείας εξαιτίας του μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών διαθέτει και το υψηλότερο ποσό για μισθούς αξίας 4,3 δισ. ευρώ με κοινωνικές παροχές 672 χιλ. Ευρώ. Συνολικά, οι δαπάνες φθάνουν τα 4,9 δισ. ευρώ. Ακολουθεί το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας με μισθούς ύψους 2,2 δισ. ευρώ και 51 εκατ. ευρώ κοινωνικές παροχές. Τρίτο κατά σειρά κατατάσσεται το Υπουργείο Υγείας με παροχές σε εργαζόμενους ύψους 2,2 δισ. ευρώ.

Ακολουθεί το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη με παροχές σε εργαζόμενους ύψους 1,8 δισ. ευρώ και κοινωνικές παροχές 9,6 εκατ. ευρώ και συνολικές δαπάνες 2,1 δισ. ευρώ.

Στα 4 εκατ. ευρώ ετησίως το κόστος του προέδρου της Βουλής

Την ίδια ώρα το  γραφείο του κ. Βούτση και των αντιπροέδρων της Βουλής των Ελλήνων μας στοιχίζει ετησίως 4 εκατ. ευρώ, και οι παροχές σε εργαζόμενους άλλα 4 εκατ. ευρώ. Η Γενική Γραμματεία της Βουλής έχει δαπάνες 55,8 εκατ. ευρώ  με παροχές σε εργαζόμενους 37,9 εκατ. ευρώ. Στους κωδικούς του υπουργείου Οικονομικών εντύπωση κάνει και η αναφορά σε «Λοιπές αυτοτελείς υπηρεσίες και οι μονάδες οι οποίες υπάγονται στον Πρόεδρο της Βουλής» με δαπάνες 81,9 εκατ., ευρώ και παροχές σε εργαζόμενους ύψους 67,3 εκατ. ευρώ. Μαζί λοιπόν με τις υπόλοιπες δαπάνες (αγορές παγίων περιουσιακών στοιχείων) το συνολικό κόστος φθάνει τα 141,8 εκατ. ευρώ! Ευλόγως, λοιπόν, αρκετοί αποκαλούν τον κ. Βούτση ως τον «χειρότερο πρόεδρο της Βουλής μεταπολιτευτικά, όχι μόνο λόγω της μη θεσμικής του συμπεριφοράς, αλλά γιατί  επί των ημερών του, η Βουλή έφθασε το ρεκόρ των 142 εκατ. ευρώ σε έξοδα για μισθοδοσία, κοινωνικές δαπάνες και λειτουργία.

ΔΕΗ: 199 εκατ. ευρώ διεκδικούν ως παροχές και επιδόματα οι εργαζόμενοι

Στο μεταξύ, εργαζόμενοι του ομίλου της ΔΕΗ έχουν εγείρει απαιτήσεις συνολικού ύψους 199 εκατ. ευρώ για παροχές και επιδόματα τα οποία, όπως τονίζουν οι ίδιοι, θα έπρεπε να τους είχαν καταβληθεί.

Όπως αναφέρει η εξαμηνιαία κατάσταση της ΔΕΗ προς το χρηματιστήριο: «Σημειώνεται ότι, ο Όμιλος δεν είχε επί σειρά ετών (μέχρι και σήμερα) τη δυνατότητα πρόσληψης έμπειρου προσωπικού σε όλο το φάσμα δραστηριοτήτων του, ενώ σήμερα ο μέσος όρος ηλικίας του προσωπικού προσεγγίζει τα 49 έτη. Η αδυναμία στελέχωσης με εξειδικευμένα άτομα έχει δυσμενείς συνέπειες στη δυνατότητα του νέου Ομίλου ΔΕΗ να καταρτίσει και να εφαρμόσει τη στρατηγική του στο νέο ανταγωνιστικό και χρηματοοικονομικό περιβάλλον και να στελεχώσει επαρκώς τις βασικές υποστηρικτικές λειτουργίες του στις νέες θυγατρικές εταιρείες. Επίσης, υπάρχει ο κίνδυνος φυγής στελεχών και έμπειρου προσωπικού προς τον ανταγωνισμό, κυρίως λόγω περιορισμών στην πολιτική αμοιβών. 30 Η βιωσιμότητα και ανάπτυξη του Ομίλου ΔΕΗ στο νέο επιχειρηματικό περιβάλλον εξαρτάται σημαντικά από την ικανότητα να προσελκύει και να διατηρεί έμπειρο και εξειδικευμένο προσωπικό και στελέχη. Με βάση τους N. 3833/2010 και 4057/2012 για προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, προβλέπεται η προηγούμενη έγκριση Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ 33/2006), καθώς και απόφαση κατανομής του Υπουργού Εσωτερικών & Διοικητικής Ανασυγκρότησης βάσει του λόγου 1 προς 4 (1 πρόσληψη ανά 4 αποχωρήσεις) για το έτος 2017 και 1 προς 3 για το έτος 2018 στο σύνολο των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η ως άνω θεσπισθείσα, κατά νόμο, διαδικασία προσλήψεων δυσχεραίνει σημαντικά την άμεση κάλυψη των αναγκών της Επιχείρησης με ανθρώπινο δυναμικό, δημιουργεί κρίσιμες ελλείψεις σε προσωπικό και στελέχη και ενδέχεται να επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στην άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του Ομίλου».

 


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Politik την Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Loading