Περισσότερα από 20 χρόνια θα χρειαστούν προκειμένου η εγχώρια οικονομία να επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα του 2007.
Αυτό τουλάχιστον εκτιμούν σε μελέτη τους οικονομολόγοι οι οποίοι προβλέπουν αναιμική ανάπτυξη κατά +1,7% για την εφετινή χρονιά και ακόμα χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης για το διάστημα 2020-2030.
Σύμφωνα με την μελέτη της IHS Markit η ελληνική οικονομία θα επανέλθει στο επίπεδο του 2007 το 2040.
Ο εκτιμώμενος αυτός ρυθμός ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τις μέτριες πληθωριστικές πιέσεις, δεν θα είναι αρκετός για να προκαλέσει σημαντική μείωση του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης, σημειώνεται στην μελέτη.
Βελτίωση του ΑΕΠ
Ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί σε 137,4% μέχρι το 2030, δηλαδή σαφώς πάνω από το 118% που ήταν ο στόχος που τέθηκε σε συνεργασία με τους θεσμικούς πιστωτές της Ελλάδας.
Η βελτίωση της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στο βασικό σενάριο πρόβλεψης – εκτιμάται στη μελέτη – αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τη σταθεροποίηση των οικονομικών συνθηκών σε πολλούς τομείς που δέχτηκαν σοβαρό πλήγμα την περίοδο 2008-2016, καθώς επίσης και μέτριες προόδους στις εξαγωγές, την απασχόληση και τον τουρισμό.
Η ανάπτυξη είναι τόσο υποτονική, ώστε το πραγματικό ΑΕΠ θα επανέλθει στα επίπεδα του 2007 μόλις το 2040, εκτιμούν οι οικονομολόγοι στην ανάλυση τους με θέμα «Πώς μπορεί η ελληνική οικονομία να επιτύχει βιώσιμη ανάπτυξη; Εκτίμηση του αντίκτυπου εναλλακτικών μέτρων πολιτικής που σχεδιάστηκαν για την τόνωση της ανάπτυξης».
Προς ένα εναλλακτικό σενάριο πολιτικής
Στην ανάλυση πραγματοποιήθηκαν αρκετές προσομοιώσεις, με σκοπό την ποσοτικοποίηση της επίπτωσης εναλλακτικών μέτρων τόνωσης της οικονομίας και των δημόσιων οικονομικών και για να διαπιστωθεί αν μία ριζική αλλαγή του προσανατολισμού της οικονομικής πολιτικής θα μπορούσε να βελτιώσει τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας.
Αναλύθηκαν τέσσερα μέτρα:
μείωση του συντελεστή του ΦΠΑ, μείωση του συντελεστή του εταιρικού φόρου, μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και αλλαγή του συνταξιοδοτικού πακέτου, η οποία συνδυάζει μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών με την κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι.
Τα τρία πρώτα μέτρα, σύμφωνα πάντα με την μελέτη, δίνουν κάποια τόνωση στη δραστηριότητα, αλλά το κόστος για τον Προϋπολογισμό είναι υψηλό.
Η μείωση του ΦΠΑ και του συντελεστή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων τονώνει την κατανάλωση των νοικοκυριών, παράλληλα όμως οδηγεί σε υψηλότερες εισαγωγές, γεγονός που περιορίζει τον θετικό αντίκτυπο στην εγχώρια ανάπτυξη και απασχόληση.
Η μείωση του συντελεστή του εταιρικού φόρου δεν τονώνει επαρκώς την ανάπτυξη, λόγω του χαμηλού ύψους των καταβαλλόμενων φόρων στην Ελλάδα (τα έσοδα από τους εταιρικούς φόρους ανέρχονταν μόλις στο 1,7% του ΑΕΠ το 2015 και σε 1,5% το 2017).
Το τέταρτο μέτρο (το συνταξιοδοτικό πακέτο) καταργεί τις ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, αυξάνει την ηλικία συνταξιοδότησης στα 67 έτη, διακόπτει την πληρωμή συντάξεων σε άτομα μικρότερης ηλικίας, με μία επιλογή για προστασία των υφιστάμενων δικαιούχων και θέτει ως οροφή στις συντάξεις τα 700 ευρώ τον μήνα.
Με βάση αυτό το σενάριο, εκτιμούν οι συντάκτες της μελέτης, οι απώλειες ύψους 21,6 δις ευρώ εσόδων που έχει το κράτος ως αποτέλεσμα της κατάργησης των ασφαλιστικών εισφορών (δηλαδή για τις συντάξεις και για την υγεία) δεν αντισταθμίζονται πλήρως από τις ετήσιες εξοικονομήσεις στις καταβαλλόμενες συντάξεις ύψους 16,4 δισ. ευρώ, αλλά υπάρχει προσδοκία ότι η βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα θα υποκινήσει υψηλότερη ανάπτυξη και θα έχει θετικό αποτέλεσμα διάχυσης στα κυβερνητικά έσοδα.
Η διατήρηση των εισφορών υπέρ υγείας που ανέρχονται σε 5 δισ. ευρώ περίπου τον χρόνο, θα έχει ως αποτέλεσμα η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση να έχει μηδενική επίπτωση στον Προϋπολογισμό, ενώ η προστασία των συνταξιούχων γήρατος κάτω των 67 ετών, με την εκχώρηση συντάξεων ύψους 700 ευρώ τον μήνα, θα κοστίσει 5,9 δισ. ευρώ περίπου τον χρόνο (το 3,3% του ΑΕΠ).
Η επίδραση όμως αυτής της προστασίας, θα διαρκέσει μερικά μόνο χρόνια, ανάλογα με την ηλικιακή σύνθεση των σημερινών συνταξιούχων.
Κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών
Η κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργοδότες και τους εργαζόμενους αναμένεται να πυροδοτήσει την ανάκαμψη του ιδιωτικού τομέα για τρεις λόγους.
Πρώτον, μειώνει το εργατικό κόστος, το οποίο μειώνει τις τιμές, βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και τονώνει την αύξηση της απασχόλησης και της παραγωγής.
Δεύτερον, το πραγματικό ατομικό διαθέσιμο εισόδημα αυξάνεται άμεσα, γεγονός που τονώνει την εγχώρια ζήτηση.
Τρίτον, το μειωμένο εργατικό κόστος και η αυξημένη εγχώρια ζήτηση τονώνουν τις πάγιες επενδύσεις.
Η κατάργηση όμως των συντάξεων σε άτομα ηλικίας κάτω των 67 ετών και η οροφή στις συντάξεις για άτομα ηλικίας 67 ετών και άνω, μετριάζουν αυτά τα οφέλη, και η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης αναγκάζει πολλούς συνταξιούχους να επιστρέψουν στην αγορά εργασίας, γεγονός που αυξάνει και τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό και το ποσοστό ανεργίας.
Η αύξηση του αριθμού των ατόμων που αναζητούν εργασία, αυξάνει τον ανταγωνισμό για θέσεις εργασίας, ασκώντας μία προς τα κάτω πίεση στα ημερομίσθια και τους μισθούς.
Η θετική οικονομική επίδραση της κατάργησης των ασφαλιστικών εισφορών εκτιμούν οι αναλυτές, αντισταθμίζεται επομένως σε μεγάλο βαθμό από τη μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών.
Η κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, αυξάνει άμεσα το πραγματικό ατομικό διαθέσιμο εισόδημα, γεγονός που τονώνει την εγχώρια ζήτηση. Όμως η τόνωση δεν είναι τόσο μεγάλη όσο η μείωση φόρου, επειδή μέρος της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος τοποθετείται σε αποταμιεύσεις και ένα άλλο μέρος δαπανάται σε εισαγωγές. Ως αποτέλεσμα, η τόνωση της δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα είναι σχετικά μετριασμένη.
Μείωση του κόστους παραγωγής και αύξηση των περιθωρίων κέρδους
Η μείωση του κόστους παραγωγής και η αύξηση των περιθωρίων κέρδους που καθίσταται δυνατή χάρη στο πακέτο των συντάξεων, τονώνει τις επενδύσεις. Η επιτάχυνση όμως παραμένει υποτονική, επειδή τα μέτρα μειώνουν κυρίως το κόστος της εργασίας -αντί του κεφαλαίου‒ πράγμα που προκαλεί την υποκατάσταση του κεφαλαίου με εργασία.
Οι επενδύσεις εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ελλιπή χρηματοδότηση: χαμηλό ύψος καταθέσεων, συνεχιζόμενοι περιορισμοί στις πιστώσεις λόγω της χαμηλής εγχώριας αποταμίευσης και του εκτοπισμού των τραπεζικών πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα από τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου, που οφείλεται στον αρνητικό αντίκτυπο που έχει το πακέτο στο δημόσιο έλλειμμα και στο χρέος.
Η καθαρή επίπτωση αυτού του συνταξιοδοτικού πακέτου είναι ένα ελαφρώς υψηλότερο πραγματικό ΑΕΠ (1,9% πάνω από το σενάριο βάσης μέχρι το 2022 και 1,6% μακροπρόθεσμα), μία αύξηση της απασχόλησης κατά 2,6% έως το 2028, αλλά ένα δημοσιονομικό ισοζύγιο -5,0% του ΑΕΠ το 2028 (αντί -1,8% στο βασικό σενάριο πρόβλεψης), που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην αποπληθωριστική επίδραση του πακέτου στο ονομαστικό ΑΕΠ.
Οι προσομοιώσεις αυτές δείχνουν ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές, από μόνες τους δεν θα επαναφέρουν την Ελλάδα σε τροχιά βιώσιμης μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, λόγω της ασθενούς κατάστασης της εγχώριας οικονομίας και του μη ευνοϊκού μίγματος παραγωγής και εξαγωγών.
Ξένες επενδύσεις
Η βιώσιμη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη απαιτεί πολιτικές που τονώνουν τις Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ)
Σύμφωνα με τους αναλυτές, κανένα από αυτά τα μέτρα, εάν ληφθεί μόνο του, δεν επιταχύνει το πραγματικό ΑΕΠ μειώνοντας παράλληλα το δημόσιο χρέος.
Γι’ αυτόν τον λόγο εξετάστηκε ένα εναλλακτικό σενάριο που εστιάζει στην προσέλκυση στοχευμένων ΞΑΕ: ο συνδυασμός της επικέντρωσης στην προσέλκυση ΞΑΕ με τις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, βελτιώνει την ελκυστικότητα της Ελλάδας για τους ξένους επενδυτές, μειώνοντας το κόστος λειτουργίας και παρέχει σημαντικό και βιώσιμο οικονομικό κίνητρο.