Αρνητικό είναι το αποτέλεσμα της εξέτασης στην οποία υποβλήθηκε χθες Σάββατο ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για το ενδεχόμενο μόλυνσής του από τον κορονοϊό, αναφέρει ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα ο γιατρός του Λευκού Οίκου, ο Σον Κόνλι.
Σημειωτέον δε ότι χθες ο Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε 50 θανάτους στις ΗΠΑ, μέχρι στιγμής, λόγω κορωνοϊού.
Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε χθες την επέκταση στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία του μέτρου της απαγόρευσης εισόδου στο έδαφος των ΗΠΑ που ισχύει για τους ταξιδιώτες που έχουν διαμείνει στις ευρωπαϊκές χώρες της ζώνης Σένγκεν και δεν απέκλεισε την επέκταση του μέτρου και σε άλλες χώρες.
«Διακόπτουμε όλα τα ταξίδια από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία. Το μέτρο θα τεθεί σε ισχύ από τα μεσάνυχτα ώρα Ουάσινγκτον της Δευτέρας, (Τρίτη 04.00 GMT), διευκρίνισε στην συνέχεια ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς.
«Οι Αμερικανοί στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία μπορούν να επιστρέψουν», καθώς και οι «μόνιμοι κάτοικοι» των ΗΠΑ που βρίσκονται στις δύο αυτές χώρες. Θα πρέπει να εισέλθουν από ορισμένα αεροδρόμια, όπου θα περάσουν από ελέγχους, πριν τεθούν σε καραντίνα στα σπίτια τους.
Αμερικανός αξιωματούχος εξήγησε αργότερα ότι τα μέτρα θα ισχύσουν για τις δύο χώρες για όσο διάστημα θα ισχύσουν και για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Ο πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε επίσης ότι αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο διακοπής των εσωτερικών πτήσεων προς «ορισμένες περιοχές των ΗΠΑ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε έκπληξη ανακοινώνοντας την Τετάρτη την διακοπή για 30 ημέρες της εισόδου στο αμερικανικό έδαφος ξένων ταξιδιωτών που έχουν διαμείνει τις τελευταίες 14 ημέρες σε 26 ευρωπαϊκές χώρες. Η απόφαση, που επικρίθηκε σφοδρά από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκάλεσε πολεμική διότι δεν αφορούσε το Ηνωμένο Βασίλειο, παρά το γεγονός ότι η επιδημία είχε αρχίσει να λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις εκεί.
Υψηλόβαθμος Αμερικανός αξιωματούχος προσπάθησε να δικαιολογήσει την σημερινή απόφαση λέγοντας ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να παρακάμψουν την απαγόρευση της Τετάρτης μεταβαίνοντας από την Ευρώπη στο Ηνωμένο Βασίλειο και από εκεί στις ΗΠΑ. Και προσπάθησε να δικαιολογήσει και την αρχική εξαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου λέγοντας ότι, αρχικά, η Ουάσινγκτον «ήλπιζε» ότι θα μπορούσε να ανιχνεύσει αυτές τις κινήσεις, «αλλά τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν πολύ δύσκολο από επιχειρησιακής απόψεως».