Χέλλα Ματαλών – Κούνιο: Η ζωή του πατέρα στο Άουσβιτς

Ημέρα μνήμης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος και της απελευθέρωσης του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς η σημερινή και ο Flash 99,4 φιλοξένησε ένα πρόσωπο άμεσα συνυφασμένο με την Εβραϊκή κοινωνίας της Θεσσαλονίκης.

Πρόκειται για την Χέλλα Ματαλών – Κούνιο, κόρη του Χάινζ Κούνιο ο οποίος είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους που επιβίωσαν στο «εργοστάσιο θανάτου» και μετά από χρόνια επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Η κ. Κούνιο εξιστόρησε άγνωστες πτυχές της ζωής του πατέρα της, ο οποίος γλίτωσε από στιγμές…τύχης και σήμερα ζει με την οικογένεια του στην πόλη.

propoli

«Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω εγώ σαν απόγονος δεύτερης γενιάς τα γεγονότα του Ολοκαυτώματος, μπορώ όμως να διηγηθώ κάποια πράγματα που μου έχει περιγράψει ο πατέρας μου και την εντύπωση που έκαναν σε εμένα. Είμαστε τέσσερα παιδιά που είχαν την τύχη να έχουν πατέρα που μίλησε. Και που θέλει ακόμα να μιλάει για να μην ξεχάσει ο κόσμος. Βέβαια είναι και αδύνατο να ξεχάσεις. Ο πατέρας μου ξυπνάει μέχρι και σήμερα με εφιάλτες. Ορισμένες σκηνές μάλιστα, που του έχουν εντυπωθεί χαρακτηριστικά, τις περιγράφει κάθε φορά με τα ίδια λόγια. Με τους ίδιους χαρακτηρισμούς.

Επρόκειτο για δυόμιση εφιαλτικά χρόνια, υπό συνθήκες που είναι αδύνατο να φανταστεί ο καθένας μας. Ακόμα και σε μένα που μου διηγείται από μικρό παιδί την ιστορία, υπάρχουν στιγμές που λέω ότι είναι αδύνατο να υπάρχει άνθρωπος που έκανε τέτοιες πράξεις απέναντι σε άλλους ανθρώπους. Τα βλέπουμε στα ντοκιμαντέρ που περιγράφουν ακριβώς ότι έχουν πει οι επιζώντες, τα βλέπουμε σε ταινίες που ορισμένες είναι εξαιρετικά καλές στο πως περιγράφουν την κατάσταση, όμως και πάλι, ο ανθρώπινος νους αδυνατεί να δεχθεί ότι αυτά τα γεγονότα συνέβησαν στα αλήθεια.

Και ξέρετε, αυτός είναι και ο κίνδυνος που ελλοχεύει, ειδικότερα τώρα που οι επιζώντες αρχίζουν και φεύγουν από κοντά μας. Ότι δηλαδή είναι τόσο δυνατά αυτά τα πράγματα, που είναι δύσκολο να τα δεχθεί κανείς. Ο πατέρας μου περιγράφει κάποιες συνθήκες που έζησε στο Άουσβιτς που είναι αδύνατο να το συλλάβεις. Για παράδειγμα η ιστορία των πτωμάτων, η καύση τους, η άφιξη των Ούγγρων Εβραίων που έφτασαν στο στρατόπεδο κατά χιλιάδες και εντελώς ξαφνικά το Φθινόπωρο του 1944.

Ήταν τόσοι οι Ούγγροι που έφταναν εκεί καθημερινά που δεν μπορούσαν οι Γερμανοί διαχειριστούν το ζήτημα. Αναγκάστηκαν να ανάψουν μεγάλες φωτιές με σχάρες από τις ράγες των τρένων ώστε να κάψουν τα πτώματα στην ύπαιθρο. Ήταν αδύνατο να χωρέσουν στα κρεματόρια. Αυτά είναι αδιανόητα πράγματα, αδιανόητα.

Ο πατέρας μου συνηθίζει να επαναλαμβάνει τη φράση «τότε που έβρεχε ανθρώπινες στάχτες στο Άουσβιτς». Και το κάνει για να περιγράψει την στιγμή της δικής του άφιξης στο στρατόπεδο. Στις ράμπες έφτασε νύχτα και έμοιαζε να χιονίζει. Είχε πάρα πολύ κρύο και οι Γερμανοί ούρλιαζαν τις εντολές τους. Κανείς δεν καταλάβαινε κουβέντα. Και δεν καταλάβαινε κανείς γιατί η πρώτη αποστολή Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη είχε μόνο πάμφτωχους που μιλούσαν Ισπανο – εβραϊκά. Από καλή ή κακή τύχη δεν ξέρω, σε αυτή την ομάδα βρέθηκε και η οικογένεια του πατέρα μου παρ’ όλο που δεν ήταν φτωχή. Ήταν μεσαίας τάξης, έμποροι και ήξεραν ξένες γλώσσες. Χαρακτηριστικά η οικογένεια η δική μου ήξερε γερμανικά γιατί ήταν η μητρική γλώσσα της γιαγιάς μου.

Περιγράφει λοιπόν την σκηνή της άφιξης και μου έχει διηγηθεί ότι ενώ έφτασαν βαθιά νύχτα στο Μπιρκενάου, οι φρουροί τους τραβούσαν με μανία έξω από τρένο μέχρι να κάνουν τις περίφημες «διαλογές». Χώριζαν τους πιο δυνατούς και αυτούς που ήταν ικανοί για εργασία με τους πιο αδύναμους τους οποίους έστελναν απ’ ευθείας στους θαλάμους αερίων.  Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στις ελληνικές αποστολές οι Γερμανοί κρατούσαν προς εργασία μόλις το 10% των αφιχθέντων.

Συγκεκριμένα από τα 2.800 άτομα που ήταν στο τρένο εκείνο το βράδυ της 15η Μαρτίου του 1943, για εργασία επέλεξαν λιγότερα από 200. Οι υπόλοιποι πήγαν στα κρεματόρια. Προσπάθησαν αρχικά λοιπόν να χωρίσουν άντρες και γυναίκες και στη συνέχεια με τη βοήθεια ενός γιατρού που καθόταν σε ένα γραφείο κι έδειχνε με το δάχτυλο μόνο δεξιά ή αριστερά, να χωρίσουν τους δυνατούς με τους αδύνατους. Εκεί οι άνθρωποι μετά από ένα ταξίδι εφτά ημερών (κι αφού αρκετοί είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού), ζαλισμένοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι θέλουν οι Γερμανοί από αυτούς. “Recths, Links, Schnell, Schnell”.

Και ξέρετε σε αυτό το γεγονός στέκομαι ιδιαίτερα, γιατί δεν μπορούμε να διαχειριστούμε τα νούμερα των καθημερινών δολοφονιών. Και το μοναδικό στοιχείο που έσωσε τον πατέρα μου και την οικογένειά του ήταν ότι από τα 2.800 άτομα ότι ήταν οι μόνοι τέσσερις που γνώριζαν γερμανικά. Και οι ίδιοι οι Γερμανοί βρέθηκαν σε μια κατάσταση χάους. Έδιναν εντολές και δεν καταλάβαινε κανείς. Μετά από αρκετή ώρα και αφού οι χτυπούσαν αδιακρίτως και ασταμάτητα, κάποιος αξιωματικός ρώτησε ποιος ξέρει γερμανικά. Κι έτσι γλίτωσαν. Γιατί τους είχαν ανάγκη.

Και όταν λέω ότι τους είχαν ανάγκη δεν εννοώ ότι συνεργάστηκαν μαζί τους. Δεν είχαν ούτε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, ούτε καλύτερο φαγητό, αλλά δεχόντουσαν και τις ίδιες τιμωρίες όταν έδειχναν ανυπακοή».

“Προδιαγεγραμμένο το μέλλον των Ζόντερκομάντο”

Μιλώντας για τους λεγόμενους «Ζόντερκομάντο», η Χέλλα Ματαλών Κούνιο εξηγεί πως «αυτοί οι άνθρωποι είχαν το χειρότερο καθήκον στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αρχικά μετέφεραν τα πτώματα, τα ανέβαζαν στους φούρνους και ήξεραν πως η ζωή τους θα διαρκούσε για τρεις μήνες. Γιατί τους Ζόντερκομάντο οι Γερμανοί τους κρατούσαν ζωντανούς για αυτό το διάστημα και μετά τους έκαιγαν και τους ίδιους για να μη μιλήσουν ποτέ. Αυτοί που γλίτωσαν, ήταν ελάχιστοι και έμειναν ζωντανοί γιατί ανέλαβαν αυτό το πόστο λίγο πριν την απελευθέρωση».

Για το πόστο που ανέλαβαν οι άνθρωποι της οικογενείας της εντός του στρατοπέδου, η κ. Κούνιο επεσήμανε ότι «τους έδωσαν μια δουλειά για να μπορούν τη μέρα να τους κρατούν ζωντανούς και το βράδυ να μεταφράζουν όταν ερχόταν οι αποστολές. Τη μέρα λοιπόν, ο πατέρας μου ήταν γραμμένος ως «ράφτης» παρόλο που δεν είχε κρατήσει ούτε βελόνα στη ζωή του ώστε να τον έχουν κρατημένο σε έναν κλειστό χώρο».

Η ζωή του Χάινζ Κούνιο κρίθηκε δηλαδή από μια στιγμή τύχης; «Ξέρετε αν ρωτήσετε τους επιζώντες: Πως εξηγείς ότι εσύ επέζησες και διπλανό σου δεν τα κατάφερε; Απορούν και οι ίδιοι με αυτό και απαντούν «δεν ξέρω, ίσως από τύχη. Και ο πατέρας μου το ίδιο ακριβώς απαντά. Ότι είχε εφτά στιγμές που βρέθηκε στην πλευρά του θανάτου. Μία φορά μάλιστα ήταν στους 20 επιλεχθέντες για εκτέλεση. Στους 18 οι Γερμανοί σταμάτησαν και είπαν απλά, «εντάξει φτάνει».

“Ο πατέρας μου απελευθερώθηκε 34 κιλά!”

Για την κατάσταση του λίγο πριν την απελευθέρωση: «Το Άουσβιτς άρχισε να εκκενώνεται στις 16 Ιανουαρίου του 1945. Στις 27 Ιανουαρίου, σαν σήμερα δηλαδή μπήκε ο Κόκκινος Στρατός και αντίκρισε φρικιαστικά πράγματα. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο πατέρας μου επιλέχθηκε να κάνει την επονομαζόμενη «πορεία θανάτου». Γι’ αυτή την πορεία επιλέγονταν οι πιο γεροί, ενώ οι υπόλοιποι έμεναν πίσω. Ξεκινούσαν από το Άουσβιτς και κατέληγαν σε μέρη κοντά στη Γερμανία τα οποία ήταν ακόμη κάτω από την ηγεσία των ναζί.

Η δική τους ομάδα δε, έπρεπε να φτάσει στο Μαουτχάουζεν, μια πορεία που στο μεγαλύτερο κομμάτι της έγινε με τα πόδια κι ένα ακόμη σε ανοιχτά βαγόνια. Επέζησε της πορείας του θανάτου και αυτό ήταν επίσης θέμα τύχης, γιατί μέσα στην παγωνιά του Γενάρη πολλοί ήταν αυτοί που πέθαιναν στη διαδρομή. Όταν έφτασε στην Αυστρία, έμεινε σε τρία στρατόπεδα. Στο Μαουτχάουζεν, στο Μελκ και στο Έμπενζε. Εκεί από τον Φλεβάρη μέχρι και τον Μάιο του ’45 έπρεπε να κάνει πάρα πολύ σκληρή δουλειά που δεν ήταν δυνατό να γίνει από ασθενικά άτομα, όπως ήταν αυτοί οι κρατούμενοι.

Ουσιαστικά έπρεπε να ανοίγουν τρύπες σε ένα γρανιτένιο βουνό προκειμένου να κατασκευάσουν τούνελ και να κρύψουν το πολεμικό τους υλικό. Αυτές τις στοές λοιπόν τις άνοιξαν αυτοί οι κρατούμενοι που είχαν αρχίσει να μετατρέπονται σε σκελετοί. Φανταστείτε ότι έπρεπε να ανοίγουν τρύπες με ένα μεγάλο τρυπάνι η βελόνα του οποίου ξεπερνούσε τα εννιά μέτρα. Ήταν τόσο μεγάλη η εξάντληση που ο πατέρας μου έλεγε πως αποκοιμιόταν πάνω σε αυτό το εργαλείο. Εν’ τέλει ο Χάινζ Κούνιο απελευθερώθηκε τον Μάιο του ’45, με βάρος μόλις 34 κιλά».

Αναφορικά με το πως επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη η Χέλλα Κούνιο αναφέρει πως «η επιστροφή έγινε μέσα από τα κανάλια του Ερυθρού Σταυρού κι αφού πρώτα, παππούς και πατέρας βοήθησαν τους αμερικάνους να καταγράψουν τους Έλληνες Εβραίους στα στρατόπεδα της Αυστρίας εκείνη τη στιγμή. Βρέθηκαν σε μια ομάδα στην οποία ανήκαν και Έλληνες Κομμουνιστές, δύο εκ των οποίων, έγιναν πολύ καλοί φίλοι του πατέρα μου. Οδικώς έφτασαν στην Ιταλία και από το Μπάρι στη συνέχεια πέρασαν στην Αθήνα. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα ήρθαν και στη Θεσσαλονίκη».

“Η Θεσσαλονίκη κρύβει ένοχα μυστικά”

Για την ατμόσφαιρα στην πόλη της Θεσσαλονίκης πριν από τις συλλήψεις. Αν υπήρχαν άνθρωποι που έδειχναν πρόθυμοι να κρύψουν ανθρώπους που διώκονταν: «Κοιτάξτε, τα πράγματα ποτέ δεν μπορούν να είναι μαύρα ή άσπρα. Είναι πάντοτε γκρίζα. Και δυστυχώς στη Θεσσαλονίκη, το γκρι ήταν σκούρο. Η πόλη έζησε με ένοχα μυστικά για πάρα πολλά χρόνια. Μέχρι και σήμερα μπορώ να πω. Τώρα άρχισαν οι επιστήμονες του κλάδου της ιστορίας να γράφουν κάποια πράγματα. Δεν μπορώ να πω ωστόσο, ότι η Θεσσαλονίκη ήταν από τους πόλεις, που βοήθησαν τους Εβραίους. Έδειξε μια αδιαφορία. Από άγνοια; Από μεγάλη φτώχεια; Γιατί βόλευε; Όλα αυτά τα ερωτήματα, θα αργήσουν να απαντηθούν. Πάντως υπήρχαν ασφαλώς και οι ήρωες, όπως η οικογένεια Τριανταφύλλου που έκρυψε την οικογένεια της μητέρας μου».

Αλήθεια ο Χάινζ Κούνιο μπορεί να συγχωρέσει; «Θα σας το πω όπως το λέει ο ίδιος. Δεν μπορεί να συγχωρέσει, αλλά ούτε είναι και σε θέση να συγχωρέσει. Ο μόνος που μπορεί να το κάνει, είναι ο Θεός. Το μήνυμα πρέπει να θυμόμαστε είναι «ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ». Ποτέ ξανά σε απολυταρχικά καθεστώτα, ποτέ ξανά φασιστικά καθεστώτα τα οποία οδηγούν στον φανατισμό και στη μισαλλοδοξία».

Ολόκληρη η συνέντευξη της Χέλλα Ματαλών – Κούνιο στον Flash 99,4:

Loading