Η Μάρω Δούκα (γεν. 1947) βάζει την πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματός της «Αρχαία σκουριά» (1979) να συμμετέχει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, συμμερίζοντας, δίχως δισταγμούς, το πάθος των ημερών, αλλά παραμένοντας πιστή στην ατομική της ιστορία. Η πρωταγωνίστρια ζει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, προσπαθώντας να συμβιβάσει την αγωνιστική έξαρση και το ομαδικό πνεύμα της αντίστασης με την αλόγιστη εξατομίκευση που διαδέχτηκε την πτώση της χούντας. Εδώ, είναι η ώρα της πίστης και της αγωνιστικής έξαρσης, που δεν επιτρέπει καμία δεύτερη σκέψη.
«Ακούστηκαν οι σειρήνες του νοσοκομειακού. Ήρθε και στάθηκε μπροστά στην καγκελόπορτα. Το σημάδευαν στα λάστιχα, απ’ την οδό Πολυτεχνείου η Αστυνομία, απ’ το Ακροπόλ Παλάς οι ελεύθεροι σκοπευτές, τα επίλεκτα Σώματα Ασφαλείας. Μεταφέραν σε πρόχειρα φορεία τους τραυματίες. Ανοίγαμε χώρο και τους κοιτάζαμε. Μια κοπέλα δίπλα μου έμπηξε τα κλάματα, φώναζε ότι δεν μπορεί να βλέπει αίματα. Ένα αγόρι την παραμέρισε, κι αυτή συνέχιζε ότι δεν καταλάβαινε πώς βρέθηκε εδώ μέσα. Κατέβηκε, λέει, τ’ απόγεμα να δει τι γίνεται. Βούιξε η Αθήνα και κατέβηκε. Βλέπει τη συμμαθήτριά της την Πούλια και μπήκε στον αυλόγυρο. Κι όσο να πουν τα νέα, οι αστυνομικοί αρχίζουν να ρίχνουν δακρυγόνα, και δεν μπορούσε να φύγει. Περίμενε να ησυχάσουν τα πράγματα, αντ’ αυτού, χειροτέρευαν. Και να σου την τώρα εδώ μέσα, άγρια μεσάνυχτα. Θα πεθάνουν οι γονείς της απ’ την αγωνία τους.
Πήγαινε να σκάσει σοβαρή και φοβισμένη. Έδειχνε αποσβολωμένη με όλα που γίνονταν μπροστά στα μάτια της. Την αγκάλιασα και της λέω: μη φοβάσαι, εδώ μέσα είσαι ασφαλής. Έρχεται και τ’ αγόρι από κοντά. Την παρηγορεί ότι περιφρουρούμε γερά τα κάγκελα – είμαστε μια μεραρχία ψυχωμένοι που δε θα τους αφήσουμε να περάσουν.
Έχουμε πληροφορηθεί ότι άρχισαν να κινούνται τανκς με κατεύθυνση το Πολυτεχνείο, ωστόσο πιστεύουμε ότι πρόκειται για εκφοβισμό και τρομοκρατία. Τ’ ασφυξιογόνα που έριξαν ήταν η απόδειξη πως έχουν χάσει την ψυχραιμία τους. Ήθελαν να πανικοβάλουν και να διαλύσουν τις χιλιάδες του κόσμου που μας παραστέκονταν.
Με την έκταση που πήρε η κατάληψη, όποια επίθεση τους θα είναι σαν να σκάβουν το λάκκο τους. Καθήκον μας, αυτήν τη νύχτα, να ελπίζουμε. Απόψε πεθαίνει ο φασισμός και το πιστεύουμε. Δεν μπορούσα ώρα 11.30΄ να φανταστώ το τέλος αυτής της νύχτας. Ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο. Τα αυτοκίνητα του Ερυθρού Σταυρού δυσκολεύονται απ’ τους πυροβολισμούς να σταματήσουν μπροστά στην πόρτα. Ψηλά, στο ταρατσάκι του θυρωρείου υπάρχουν ακόμη παιδιά.