Του Γ. Σταφυλά
Κάτω από την οικονομία κρύβουν Πρέσπες-Καμμένο! Η εξαπάτηση στην Ελλάδα περνά σε άλλο επίπεδο με τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ύστερα από την ανακοίνωση του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, για αύξηση του κατώτατου κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μην μπορώντας να ανατάξει την οικονομία και έχοντας ξεχάσει τις εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης για κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, επιχειρεί με ένα επικοινωνιακό τέχνασμα να εξαπατήσει την κοινή γνώμη. Θυμίζοντας «κομμουνιστικά καθεστώτα» ορίζει τον κατώτατο μισθό, ένα όριο δηλαδή φτώχειας και οχι δημιουργίας πλούτου.
Ουσιαστικά υποτίθεται ότι αυξάνει τον κατώτατο μισθό κατά 64 ευρώ, ωστόσο με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου από τα 8.636 ευρώ σε 5.681 ευρώ, από την πρωτοχρονιά του 2020, οι μισθωτοί θα κληθούν να πληρώσουν μηνιαίως φόρο 50 ευρώ!
Πέραν της αυτονόητης εξαπάτησης, όμως, η υιοθέτηση αυτού
του κατώτατου μισθού θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα στις επιχειρήσεις, σε μια κρίσιμη περίοδο.
Πλήττεται η απασχόληση
Οι αντιδράσεις του επιχειρηματικού κόσμου για το μέτρο είναι συγκεκριμένες διότι αυξάνει το κόστος για τις επιχειρήσεις, το Δημόσιο, αλλά και τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Πρώτον, θα αυξηθεί τόσο το μισθολογικό, όσο και το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, καθώς θα αυξηθεί ο διαθέσιμος «καθαρός» μισθός των εργαζομένων (ο οποίος καταβάλλεται από τους εργοδότες), αλλά και οι εργατικές και εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες υπολογίζονται ως ποσοστό του μικτού κατώτατου. Δεύτερον, θα σημειωθούν πιέσεις είτε για απολύσεις, είτε για μείωση ή και «πάγωμα» των προσλήψεων, γεγονός το οποίο θα πλήξει την απασχόληση, την ίδια ώρα που αυτή σύμφωνα με τα στοιχεία συνεχίζει να ανακάμπτει -αν και με ολοένα χαμηλότερο ρυθμό.
Επιπλέον, θα αυξηθούν κατά ανάλογο ποσοστό (11%) οι κατώτατες εισφορές για τους ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες (οι οποίες υπολογίζονται ως αναλογία επί του εκάστοτε μικτού κατώτατου μισθού των εργαζομένων) την ίδια ώρα που από φέτος καταργείται η έκπτωση 15% στη βάση υπολογισμού τους. Περαιτέρω, θα αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες για επιδόματα ανεργίας αλλά και οι αμοιβές των επιδοτούμενων σε προγράμματα απασχόλησης, τα οποία επίσης υπολογίζονται ως αναλογία του κατώτατου μισθού. Έτσι θα μειωθεί το πλεόνασμα του ΟΑΕΔ το οποίο (μαζί με το πλεόνασμα του κλάδου εφάπαξ) στηρίζει στην ουσία το πλεόνασμα του κοινωνικού προϋπολογισμού, μετά την ακύρωση των περικοπών των συντάξεων την 1η Ιανουαρίου του 2019.
Αντιδράσεις και από τους υψηλότερα αμειβόμενους
Επιπρόσθετα θα υπάρξουν πιέσεις από πλευράς εργαζομένων και για αυξήσεις στις αμοιβές εκείνων που πληρώνονται με μισθό πάνω από το ύψος του κατώτατου (πχ μέσω νέων ατομικών, επιχειρησιακών ή ακόμα και κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας). Άμεσα θα συμπαρασυρθούν οι μικτές αμοιβές που κυμαίνονται μεταξύ του σημερινού κατώτατου των 586 ευρώ και των 649 ευρώ, καθώς θα πρέπει να ανέβουν στο ύψος του νέου «κατωφλιού» δηλαδή των 650 ευρώ. Tα μαθηματικά, όπως είναι γνωστό, είναι αμείλικτα. Δεν μπορείς δηλαδή σε μια «αναιμική» οικονομία να… διατάζεις την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% και την ίδια ώρα να δανείζεσαι απο τις αγορές με 3,87%, έστω κι αν δεν πρόκειται για κανονικό δανεισμό.
Η οικονομία της υπερφορολόγησης δεν έχει καμία τύχη στον διεθνή ανταγωνισμό. Και πρόκειται όχι για κανονικό δανεισμό, αλλά για μια προεκλογική κίνηση εντυπωσιασμού με έκδοση ομολόγου πενταετίας. Η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ παρέβλεψε τις συστάσεις της κομισιόν και των Θεσμών για μια «προσεκτική» αύξηση του μισθού και προχώρησε σε μια αμιγώς προεκλογική κίνηση η οποία ωστόσο δεν έχει καμία τύχη, καθώς οι Έλληνες πολίτες δεν έχουν ανάγκη ενός κατώτατου μισθού, αλλά από ένα οικονομικό περιβάλλον το οποίο θα προσφέρει μόνο του τις αυξήσεις, δίχως να χρειάζεται η απόφαση του υπουργείου Εργασίας που θυμίζει κομμουνιστικά καθεστώτα πριν καταρρεύσουν.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Politik την Παρασκευή 01 Φεβρουαρίου 2019